Η γιαγιά στο Ίλιον και η ξεφτίλα ενός συστήματος…
Αυτό που σκοτώνει τη γιαγιά και τον καθέναν που βρίσκεται ή που θα βρεθεί στη θέση της, δεν είναι η πείνα. Είναι η ξεφτίλα της πείνας, η ξεφτίλα που ένα ακόμα πιο ξεφτιλισμένο σύστημα την παρέδωσε βορά στα αδηφάγα τέρατα που αντλούν υπεραξία, που τροφοδοτούνται, που απομυζούν από την αδυναμία… από την ανημπόρια των ανθρώπων.
Υπάρχει μία σκηνή στην ταινία του Λόουτς, «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέηκ» που σε σοκάρει, γιατί αντιλαμβάνεσαι ότι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, που πέφτει πολύ χαμηλά, όχι στα μάτια του συστήματος αλλά στα μάτια των ανθρώπων που τον θαυμάζουν, που τον έχουν σαν στήριγμα, που θέλουν να τον βλέπουν γερό και να αντέχει για να τροφοδοτούνται και οι ίδιοι από τη δύναμή του που την έχουν ανάγκη… μπορεί -αυτός ο άνθρωπος-, να μην είναι μόνο της διπλανής πόρτας, αλλά και της δικής σου. Μπορεί να είσαι και εσύ. Μία σκηνή που σπανίως βλέπουμε στον κινηματογράφο, αλλά που δεν θα έλειπε από έναν τόσο καταγγελτικό κινηματογράφο σαν αυτόν του Λόουτς. Είναι η σκηνή όπου η Κέητ μητέρα δύο μικρών παιδιών και ζώντας στα όρια της ανέχειας, βρίσκεται σε ένα κοινωνικό παντοπωλείο και βγάζει κρυφά μια κονσέρβα από αυτές που της έδωσαν για το σπίτι και την ανοίγει και την τρώει με βουλιμία με τα χέρια. Και εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιείς σαν θεατής ότι η γυναίκα πεινάει. Κι ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας γνωρίζεις ότι η γυναίκα ζει πάμπτωχη, ωστόσο σε εκείνη τη σκηνή καταλαβαίνεις ότι η γυναίκα δεν πεινάει απλά, αλλά πλέον λειτουργεί ενστικτωδώς γιατί δεν μπορεί να ελέγξει άλλο το αίσθημα της τρομερής της πείνας, όσο και αν προσπαθούσε να το συγκαλύψει για να μην δείχνει την αδυναμία της κυρίως προς τα παιδιά της. Και έχει και συνέχεια η σκηνή , όταν γίνεται αντιληπτή ξεσπά σε κλάματα, γιατί νιώθει την ντροπή να την κυριεύει. Μία ντροπή όμως που δεν έχει να κάνει με αυτούς που την έχουν δει, τους ξένους για εκείνη, αλλά μια ντροπή τεράστια απέναντι στη μικρή της κόρη που την έχει επίσης δει.. Γιατί γνωρίζει και θέλει η μικρή της κόρη να μην τη βλέπει να λυγίζει. Θέλει να την βλέπει δυνατή για να παίρνει και εκείνη δύναμη από τη δύναμη της μητέρας της και να ξεπερνά με τον τρόπο αυτό τις στερήσεις και τις ελλείψεις που ως παιδί βιώνει.
Και σκέφτομαι ότι την ίδια ακριβώς ντροπή θα ένιωσε και η γιαγιά που βρέθηκε στο super market στο Ίλιον. Ντροπή όχι γιατί πεινούσε, όχι γιατί αναγκάστηκε να κλέψει για να νικήσει το θεριό της πείνας αλλά γιατί δεν ήθελε τα παιδιά της – άνεργος ο ένας με 950 ευρώ ο άλλος και 4 παιδιά- να τη δουν να λιποψυχεί, να τη δουν να λυγίζει γιατί ως μάνα θέλει να διαφυλάξει αυτό που κάθε μάνα προσπαθεί. Να μην φανεί η αδυναμία της για να μην λυγίσουν εξαιτίας αυτής της αδυναμίας και τα δικά της τα παιδιά.
Για την πολιτική αυτής της αλυσίδας super market δεν έχουμε και πολλά να προσθέσουμε πέραν του ότι το μήνυμα είναι ξεκάθαρο και καθόλου τυχαία σταλμένο. «Οι εντολές που έχει η εταιρεία είναι πολύ αυστηρές για αυτή την περίπτωση. Η πολιτική της εταιρείας είναι να μην αποσύρει αυτού του είδους τις μηνύσεις» που μεταφράζεται στο γνωστό: Ο καπιταλισμός είναι ανένδοτος. Σκληρός, ανελέητος, δεν απευθύνεται στον άνθρωπο παρά το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να μην παρεκκλίνει από τους νόμους της αγοράς, νόμοι στους οποίους απουσιάζει παντελώς η έννοια του ανθρώπου, απουσιάζει παντελώς η αξία της ανθρώπινης υπόστασης γιατί πολύ απλά αυτή η αξία καθόλου δεν προσφέρει στην αξία του χρήματος που είναι η κορωνίδα αυτού του συστήματος.
Όμως για την κυβέρνηση που εκπροσωπεί βεβαίως αυτό το σύστημα, που μέχρι τώρα έχει εγκρίνει έναν προϋπολογισμό της τάξης των 7 σχεδόν δισεκατομμυρίων ευρώ για εξοπλιστικά, που καθημερινά αγνοεί τις 100 ανθρώπινες ζωές που χάνονται στις άθλιες πλέον συνθήκες που επικρατούν στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας μας, για μια κυβέρνηση που ο πρωθυπουργός μίλησε για πατριωτισμό σε μία χώρα που έχουν ξεπουληθεί τα πάντα πλέον, που τίποτα ούτε λιμάνια ούτε αεροδρόμια ούτε δρόμοι ούτε βιομηχανίες τίποτα δεν ανήκει σε αυτήν -άρα και πόσο πατριώτης να αισθανθείς σε μία χώρα που τίποτα δεν σου ανήκει αλλά όλα έχουν περιέλθει στις πολυεθνικές και στις ξένες εταιρείες- έχουμε να πούμε πολλά και να διεκδικήσουμε πολλά. Να διεκδικήσουμε κυρίως το δικαίωμα της αξιοπρέπειάς μας όχι απέναντι σε ένα αναξιοπρεπές σύστημα, αλλά απέναντι στις γενιές που μας θέλουν δυνατούς και που από τη δική μας τη μεριά οφείλουμε να τους αποδείξουμε, με όση δύναμη μας έχει απομείνει, ότι κανείς μα κανείς δεν μπορεί να μας στερεί το δικαίωμα να αντικρίζουμε τα παιδιά μας, τους ανθρώπους που εκτιμούμε που πιστεύουμε και πιστεύουν σε εμάς με αυτή την αξιοπρέπεια, και όχι με ντροπή, με τύψεις, με ενοχές για πράγματα που αποκλειστικά υπεύθυνο είναι το ίδιο το κράτος. Οφείλουμε συλλογικά να παλέψουμε για αυτό το δικαίωμα.
Γιατί αυτό που σκοτώνει τη γιαγιά και τον καθέναν που βρίσκεται ή που θα βρεθεί στη θέση της, δεν είναι η πείνα. Είναι η ξεφτίλα της πείνας, η ξεφτίλα που ένα ακόμα πιο ξεφτιλισμένο σύστημα την παρέδωσε βορά στα αδηφάγα τέρατα που αντλούν υπεραξία, που τροφοδοτούνται, που απομυζούν από την αδυναμία… από την ανημπόρια των ανθρώπων.