Η γκανιότα
Πάει καιρός τώρα που συναντώ μάζες εξοικειωμένες, στο διάστημα από την κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την κανονικότητα των νεοδημοκρατών, με μια καζινάδικη, στοιχηματική αντίληψη, ότι η ζωή και του τόπου και του καθενός μας απαιτεί και γκανιότα.
Μπαίνω τις προάλλες στο φούρνο, ώρα καθόλου αιχμής, και στο ταμείο ένας πελάτης ανοίγει την κουβέντα «για το Κουρδικό», λέγοντάς μου κατάπληκτος πως πρώτη φορά συνειδητοποιεί ότι οι Κούρδοι είναι πενήντα εκατομμύρια! Τους είχε, λέει, για πολύ λιγότερους.
Την άλλη μέρα, σε παρόμοιο χώρο, μια απ’ τα ίδια, αλλά από άλλη σκοπιά. Ο συνομιλητής αυτή τη φορά αναρωτιόταν αν και πόσο τρελός κυριολεκτικά είναι ο Αμερικανός Πρόεδρος, κι αν το ‘χουν πάρει πρέφα, και τι θα κάνει ο λαός εκεί.
Στην τρίτη περίπτωση αυτών των επικίνδυνων και καυτών ημερών, που όπως λένε επίσημα οι Ισραηλινοί μετά την τουρκική εισβολή στη Συρία όλοι πρέπει να προετοιμάζονται για τη νέα Μέση Ανατολή, η συζήτηση στους δρόμους και στα καφενεία, στα γραφεία, σ’ αυτό που λέμε αγορά, άλλος αναρωτιόταν πόσα λεφτά πήραμε και πού πήγαν για να «κρατήσουμε» εδώ τόσες χιλιάδες μετανάστες.
Αυτή η μικροαστική, αυτοεξευτελιστική αποδοχή είναι αποτέλεσμα της άθλιας προπαγάνδας των φιλοευρωπαϊκών και φιλοαμερικάνικων αστικών κυβερνώντων κομμάτων. Έπαιξε με τη συνταγή της Ρένας Βλαχοπούλου που ισοφαρίζει στις μαυρόασπρες ταινίες τη χαρτοπαιχτική της χασούρα, κλέβοντας το ίδιο της το σπίτι και κάνοντας συνένοχη την υπηρέτρια, αφού χαρτζιλικώνεται από την γκανιότα του τραπεζιού. Και το χειρότερο είναι πως η τάχα μου δήθεν εκλαΐκευση κερδών και ζημιών από τα δράματα και τις τραγωδίες που γεννιούνται από τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και τις ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις συμφερόντων, αποτελεί πολιτικό κριτήριο τοποθέτησης και ψήφου από τη μια και ψευδο-αντίδοτο για τη φαρμακερή πραγματικότητα της εξαθλίωσης.
Αν ανακατευτεί στο μπλέντερ των μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων η αμειβόμενη δουλεία – και όχι εργασία – με την αντίληψη ότι ο καπιταλισμός είναι μια χαρά σύστημα φτάνει να μην έχει «παρανοϊκούς» χιτλερίσκους για ηγέτες, τότε την επανάσταση θα διδάσκεται ότι την άρχισε ήδη το «Twitter» με την απόφασή του από προχτές να λογοκρίνει την αναπαραγωγή – όχι το ίδιο το κείμενο – των μηνυμάτων ηγετών και πολιτικών που θεωρούνται επικίνδυνοι.
Το από ποιους και γιατί και πώς, είναι στα χέρια προφανώς πλέον των ανταρτών της ανθρώπινης και πολιτικής νοημοσύνης, που αρνούνται να εξοικειωθούν με την γκανιότα.