Η καταπληκτική ποιότητα ζωής στο Κλεινόν Άστυ
Και αν με ρωτήσεις γιατί δεν φεύγω από αυτή τη παράξενη πόλη που «τρώει» τα παιδιά της, δεν ξέρω αν έχω τεκμηριωμένη απάντηση να δώσω. Η ζωή στην πόλη είναι μάλλον σας τις σχέσεις αγάπης και μίσους, θέλεις να φύγεις αλλά δεν μπορείς. Διστάζεις…
Ζω στην Αθήνα τριάντα τέσσερα συναπτά έτη. Τα τελευταία χρόνια, ειδικότερα μετά την πανδημία αλλά και τη συνθήκη της καραντίνας, για πολλές και πολλούς από εμάς, η Αθήνα έχει γίνει από τη μία αφόρητη και από την άλλη ασύμφορη. Ζούμε για να δουλεύουμε και να πληρώνουμε τα ενοίκια, δουλεύουμε για να ζούμε και ο ελάχιστος χρόνος που απομένει μέσα στη ρουτίνα της καθημερινότητας διατίθεται (ευτυχώς) για τον πολιτισμό αλλά και για να συναντηθείς με δυο αγαπημένα πρόσωπα αν καταφέρουν να ευθυγραμμιστούν τα προγράμματα και οι πλανήτες. Αν παρατηρήσει κανείς τους περαστικούς, θα διακρίνει στρες, άγχος, έντονη εσωστρέφεια, σκυθρωπά βλέμματα και αρκετή απογοήτευση. Το τρίπτυχο της ζωής για μεγάλη μερίδα κόσμου δε, είναι σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι. «Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους» που έγραφε και ο Μανώλης Αναγνωστάκης στο ποίημά του «Μιλώ»…
Σε συζητήσεις με φίλους και γνωστούς συχνά ακούς για την υποβάθμιση της υγείας, της παιδείας, την υποβάθμιση των μέσων μαζικής μεταφοράς, την ακρίβεια που μαστίζει, τη ραγδαία αύξηση των ενοικίων, για τα καταλύματα τύπου airbnb που «φυτρώνουν σαν μανιτάρια» παρουσιάζοντας αυξητική τάση, για τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια, για τους χαμηλούς μισθούς, για την εντατικοποίηση της εργασίας και τους γρήγορους ρυθμούς ζωής, τα καμένα δάση, για την αλλαγή στην ποιότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, για τον ατομισμό αλλά κυρίως για εκείνη τη χαμένη ζωή χωρίς παρόν και μέλλον…
Ξέρεις, όσοι έχουμε στενή σχέση με τον τόπο καταγωγής μας, συχνά αναζητούμε εκεί μια διαφυγή, ένα καταφύγιο, ένα ασφαλές μέρος που οι ανάσες μας πάντα θα μετράνε αλλιώς. Εκεί, που μπορείς να περπατήσεις μέχρι τις Πηγές του Βοιωτικού Κηφισού, ν’ ανοίξεις το παράθυρο και ν’ ακούσεις τα πουλιά, εκεί που μπορείς ν’ αντικρίσεις τα έλατα και τον πολυτραγουδισμένο Παρνασσό, που μπορείς να περπατήσεις μέσα από το πευκοδάσος, εκεί που δεν χρειάζεται να οργανώσεις σχέδιο και πλάνο δράσης για να βρεθείς με δυο ανθρώπους, εκεί που το μάτι σου δεν χορταίνει τα πλατάνια, τα νερά και τις μουριές, εκεί που βρίσκεται η δική μας αφετηρία, η ρίζα μας, το σημείο αναφοράς μας αλλά και η δική μας φυσική ύπαρξη.
Και αν με ρωτήσεις γιατί δεν φεύγω από αυτή τη παράξενη πόλη που «τρώει» τα παιδιά της, δεν ξέρω αν έχω τεκμηριωμένη απάντηση να δώσω. Η ζωή στην πόλη είναι μάλλον σαν τις σχέσεις αγάπης και μίσους, θέλεις να φύγεις αλλά δεν μπορείς. Διστάζεις. Είναι σαν κάτι να σε κρατάει εδώ. Από την άλλη, η ζωή στο χωριό είναι από μόνη της ένα κοινωνικό πείραμα, μια πρόκληση και ταυτόχρονα μια δύσκολη εξίσωση για δυνατούς λύτες με πιο χαλαρή και ήρεμη ζωή αλλά με έλλειψη εργασιακών ευκαιριών, προβλήματα διασυνδεσιμότητας, κλείσιμο σχολικών μονάδων, ανυπαρξία πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, απουσία ουσιαστικών πολιτικών περιφερειακής ανάπτυξης κάτι το οποίο βέβαια υπάρχει και στο κλεινόν άστυ.
Τελικά, μαζί με την λογική κόστους-οφέλους που πλανιέται πάνω από τα κεφάλια μας και τις ζωές μας χρόνια τώρα, υπάρχει και η λογική του μη χείρονος ως βελτίστου. Επιλέγουμε τη ζωή στην πόλη επειδή πάντα από τους τυφλούς θα επικρατεί ο μονόφθαλμος. Μπορεί η ζωή να είναι αβίωτη εδώ πλέον όμως έχεις ακόμη τα υποτυπώδη, ακόμη και αν τα νοσοκομεία έχουν γεμίσει με ράντζα, ακόμη και αν πέφτουν σοβάδες από τα ταβάνια των σχολείων, ακόμη και αν οι παιδικές χαρές έχουν γεμίσει σκουριά και είναι επικίνδυνες για τα παιδιά, ακόμη και αν η διδασκαλία των μαθημάτων γίνεται μέσα σε κοντέινερ, ακόμη και αν τα μέσα μαζικής μεταφοράς δεν επαρκούν και η μετακίνηση έχει γίνει ανυπόφορη ειδικά σε συνθήκες καύσωνα, ακόμη και αν έχουμε φτάσει τριάντα και σαράντα χρονών και δεν έχουμε καταφέρει να βρούμε σταθερή δουλειά, σταθερή στέγη, σταθερότητα γενικά στη ζωή μας και γυρνάμε γύρω από τους εαυτούς μας.
Τουλάχιστον η Αθήνα έχει τα υποτυπώδη και έχει και επιλογές. Αρκεί να είσαι από τους τυχερούς που δεν πληρώνεις ενοίκιο, έχεις λυμένο το εργασιακό και οικονομικό σου πρόβλημα και μπορείς να τις απολαύσεις στο έπακρο χωρίς στερήσεις, ναι μεν αλλά, ότι και διότι… Και μπορεί η Κατερίνα Γώγου να έλεγε ότι οι ρίζες είναι για να βγάζουμε κλαδιά και όχι να επιστρέφουμε σε αυτές, ωστόσο τα κλαδιά θέλουν πότισμα, φροντίδα και μπόλικη αγάπη αλλιώς θα μαραθούν. Κι αν μαραθούν θα μαραθούμε και εμείς και θα γίνουμε οι τέλειοι ξένοι μέσα σε μια πόλη άγνωστη και απόκοσμη, η οποία θα είναι κιόλας νεκρή.. Κι αυτή και εμείς μαζί της!
ΥΓ: Η εικόνα αφορά στο έργο του Magritte, The Son of a Man το οποίο κοσμεί και την οδό Μεθώνης στα Εξάρχεια. Φωτογράφος: Alexandros Michailidis / SOOC
Ο ίδιος ο Magritte για αυτό το έργο είχε πει χαρακτηριστικά: «Όλα όσα βλέπουμε κρύβουν ένα άλλο πράγμα, πάντα θέλουμε να δούμε τι κρύβεται πίσω από αυτό που βλέπουμε. Υπάρχει ένα ενδιαφέρον για αυτό που είναι κρυμμένο και το οποίο το ορατό δεν μας επιτρέπει να δούμε. Αυτό το ενδιαφέρον μπορεί να λάβει τη μορφή ενός πολύ έντονου συναισθήματος, ενός είδους σύγκρουσης μεταξύ του ορατού που είναι κρυμμένο και του ορατού που υπάρχει…»