Η πολλή αυτοκριτική τυφλώνει
Ζητάτε, εδώ μπροστά σας την αυτοκριτική μου κάνω, και θα την κάνω, σχεδόν ναρκισσιστικά, μέχρι να πειστώ πως φταίω εγώ για όλα.
Έσφαλα κύριοι, ή έτσι τουλάχιστον μου είπαν εκείνοι που ξέρουν καλύτερα. «Αγάπησα στον πόνο μου επάνω» με «άγριαν αγάπη, ακράτητη, βαθιά κι αληθινή» μα εκείνη αποδείχθηκε «αναίσθητη γυναίκα και κοινή». Ίσως να φταίει, λέγω, ο τρόπος που την προσέγγισα, που ενώ δεν είχα νέο ευχάριστο να της πω, δεν προτίμησα να μην της πω κανένα, χρησιμοποιώντας γλώσσα δρύινη χωρίς καν να της προσφέρω ένα λουλούδι, μια ζεστή αγκαλιά παρηγόριας. Αντίθετα μάχαιραν έδωσα και μάχαιραν έλαβα, καθώς προσπαθούσα να της δείξω πού να τη στρέψει. Φταίω το ομολογώ, Φταίω όπως μου απαιτήθηκε να ομολογήσω. Μα όσες κουβέντες απλές κι αν της είπα με χαρακτήρισε ελαφρύ, λαϊκιστή, κήρυκα κάποιας Δευτέρας Παρουσίας. Όσα γαρύφαλλα της έδινα, το ίδιο βράδυ τα ’δα σε πίστες να πετιούνται κι όσες αγκάλες πρόσφερα με λαχτάρα και στοργή, τις είδα να μένουνε κενές και να γεμίζουν μετακλητές ελπίδες.
Τώρα μου ζητάτε πρώτος τον λίθο να βάλλω, εγώ ως ο αναμάρτητος σε με τον, τελικά, πιο αμαρτωλό. Ζητάτε, εδώ μπροστά σας την αυτοκριτική μου κάνω, και θα την κάνω, σχεδόν ναρκισσιστικά, μέχρι να πειστώ πως φταίω εγώ για όλα. Μέχρι να κλειστώ στη στενή πραγματικότητα που ορίζεται από το μήκος των άκρων μου. Μέχρι να αποκοπώ από τους γύρω μου και να απομονωθώ στις σκέψεις για το πού έσφαλα και στις φωνές μέσα στο κεφάλι μου που χαιρέκακα θα μου λένε ότι φταίω. Κι αφού συρθώ συντετριμμένος, ανίκανος πλέον να αντιληφθώ την πραγματικότητα, διαλεκτικά τυφλωμένος από τα ίδια μου τα χέρια, θα περπατώ σαν τον Οιδίποδα υποβασταζόμενος απ’ ό,τι μου ‘χει απομείνει. Ο κόσμος θα με χλευάζει και θα με διώχνει από τον «Ίππιο Κολωνό» και εγώ θα ψάχνω τα πόδια κάποιου βασιλιά Θησέα για να τα φιλήσω και να του ζητήσω να με φιλοξενήσει, ακίνδυνος πλέον όντας, στο κοινοβουλευτικό του ανάκτορο. Θα συμφωνήσω μαζί του να με θάψει όταν έρθει η ώρα, χωρίς τιμές, σε μέρος άγνωστο για τους πολλούς. Μέχρι να χαθεί, μαζί με εμένα και η ανάμνησή μου.
Τότε εκείνη χαρούμενη θα επιστρέψει στην καθημερινότητά της, υπερασπιζόμενη το δικαίωμά της στην αταραξία. Νωχελικά θα ξεφυλλίσει το ασπρόμαυρο άλμπουμ της ελπίδας που χάθηκε πρώτη, καθώς οι αυταπάτες πεθαίνουν τελευταίες και το κεφάλι της θα κατεβάσει, όπως ορίζει ο Νόμος. Ελεύθερη από μένα θα μπορεί να γαντζώσει το ήδη τσαλακωμένο από χέρια, κορμί της, σε όποιον περιοδεύοντα θίασο της τάξει πρώτη θέση θέασης, στην αντισυστημική παράσταση που πρόκειται να δώσει. Και πάντα θα χάνεται στο σκοτάδι της αίθουσας, χωρίς ποτέ να ανάψουν οι προβολείς της σκηνής, με τα χέρια σε κλίση, έτοιμα να χειροκροτήσουν μια ακόμα νίκη που δεν ήρθε.