Αλήθεια, για τι ακριβώς φωνασκούμε;
Ας γράψουμε ένα σύνθημα που να λέει «Όλες οι κατακτημένες απ’ τον Αλέξανδρο περιοχές είναι Ελληνικές», ας πάρουμε όπλα, κράνη, παλάσκες, ας ζαλωθούμε με την ευκαιρία κι από ένα πανέρι για να κόψουμε τα μήλα απ’ την Κόκκινη Μηλιά κι ας ορμήσουμε νταβραντισμένοι ανά την υφήλιο. Γιατί δεν το κάνουμε; Γιατί αυτές οι εθνικοθρησκευτικές φωνές μας, δεν βγάζουν όλα τα ηλίθια απωθημένα μας; Γιατί δεν απαιτούμε την προσάρτηση στην Ελλάδα όλων των ελληνικών αποικιών στην Ιταλία, τη Γαλατία και την Ιβηρική χερσόνησο;
Το μόνο βέβαιο απ’ όλη αυτή την παντοιότροπη έξαρση περί της Μακεδονίας, είναι το γεγονός της κυβερνητικής βιασύνης να «λύσει» το Μακεδονικό, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα αμερικανονατοϊκά και ευρωενωσιακά συμφέροντα, ενάντια στα συμφέροντα της Ρωσίας. Πρόκειται για μια ακόμα επίδειξη υποτέλειας, που προστέθηκε στις εκατοντάδες αντίστοιχες που το ανέκαθεν μίζερο ελληνικό κράτος έχει καταχωρισμένες στον βαρύ φάκελο των έργων και των ημερών του.
Τα όσα ακολούθησαν δεν είναι τίποτα περισσότερο από αντιδράσεις με σκοπό την άγραν πλανημένων ψηφοφόρων και βέβαια, λεονταρισμούς σύμφυτους με το σύμπλεγμα όσων προσπαθούν να ισοζυγίσουν το τίποτα του παρόντος με τα «πάντα» ενός ωραιοποιημένου απώτατου παρελθόντος. Όταν μάλιστα προστίθενται σ’ αυτά κι οι ένθεν κακείθεν επιστημονικές απόψεις ιστορικού, γλωσσολογικού, εθνολογικού και όποιου άλλου τομέα, με διαμετρικά αντίθετα συμπεράσματα, τότε είναι επόμενο να δημιουργείται αυτή η Βαβέλ που αντί να φωτίζει, συσκοτίζει ακόμα περισσότερο τα μυαλά απλών ανθρώπων όπως εμείς, υποχρεώνοντάς μας να επιλέγουμε την πιο κοντινή στις αντιλήψεις μας άποψη, δίχως καμιά εγγύηση πως αυτή είναι και η πιο κοντινή στην πραγματικότητα.
Δεν είμαι επιστήμονας, οπότε δεν υπάρχει φόβος να φορτώσω με μια ακόμα θεώρηση, το ήδη φορτωμένο κάρο της ειδημοσύνης. Θέλω όμως να προσπαθήσω να δω την όλη κατάσταση μέσα απ’ την απλή λογική, με οδηγό την όσο το δυνατό εγγύτερη στο θέμα αντικειμενικότητα, μιας και ακόμα δεν έχω υιοθετήσει κάποια σχετική άποψη. Θα τη σχηματίσω γράφοντας.
Η Μακεδονία είναι Ελληνική. Αυτό είναι το κυρίαρχο απ’ ό,τι φαίνεται, σύνθημα; Αίτημα; Διεκδίκηση; Δεν ξέρω τι ακριβώς έχουνε στο μυαλό τους αυτοί που το φωνάζουν. Ξέρω όμως πως αναφέρονται σε κάτι που πιθανό να ίσχυε, πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Αν οι Μακεδόνες ήτανε τότε ένα εκ των ελληνικών φύλλων, τότε πράγματι, η Μακεδονία ήτανε τότε ελληνική. Αν ήταν ένα μη ελληνικό φύλλο που όμως υιοθέτησε αυτό που συνηθίζουμε να λέμε ελληνική παιδεία, τότε ήταν εξ αγχιστείας ελληνική. Αν δεν είχε καμία σχέση με τα της ελληνικής πραγματικότητας της εποχής, τότε δεν ήταν ελληνική. Εδώ, οι απόψεις συγκλίνουν ως προς την ελληνικότητα της Μακεδονίας, ελληνικότητα που αποδείχνεται κι από το πλήθος των αρχαίων ευρημάτων. Άρα, οι Μακεδόνες ήταν ένα ελληνικό φύλλο που κατοικούσε στην περιοχή που τη λέγανε Μακεδονία, όπως άλλα φύλλα κατοικούσαν στις επικράτειες των πόλεων-κρατών, στη μικρή αυτή πλην όμως πλούσια χερσόνησο που την είπαμε Ελλάδα. Παρ’ όλα τούτα, ναι μεν η Μακεδονία ήτανε τότε η επικράτεια των ελλήνων Μακεδόνων, όμως η έννοια Ελλάδα για τους αρχαίους Έλληνες, δεν είχε καμία σχέση με την έννοια της ενιαίας κρατικής και γεωγραφικής οντότητας με τα συγκεκριμένα σύνορα, που σήμερα αντιλαμβανόμαστε. Η Ελλάδα ως ενιαίος κρατικά και γεωγραφικά χώρος, δεν υπήρχε. Αυτή είναι μια πραγματικότητα, που χρειάζεται να την αναγνωρίσουμε και να ζήσουμε μ’ αυτήν, για να μην ονειρευόμαστε λάθος όνειρα. Πρέπει να «δούμε» τους αρχαίους Έλληνες, με τα μάτια που έβλεπαν εκείνοι τον εαυτό τους, διαφορετικά, θα καταλήγουμε πάντα σε συμπεράσματα που δημιουργούν προβληματικές αντιλήψεις, ή οξύμωρες καταστάσεις. Για παράδειγμα, είναι οξύμωρη κατάσταση όταν από τη μια μας πιάνει το «εθνικό φιλότιμο» και βγαίνουμε στους δρόμους απαιτώντας ονοματολογικές ή εδαφικές αποκλειστικότητες, κι από την άλλη υπερηφανευόμαστε πως γίναμε Ευρωπαίοι, παραχωρώντας αδιαμαρτύρητα την εθνική, οικονομική και πολιτική ανεξαρτησία μας, ολάκερη τη χώρα δηλαδή μαζί με μας και με ό,τι διαθέτει, στους άρπαγες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μήπως είμαστε βλαμμένοι; Φωνάζουμε για ένα γεωγραφικό κομμάτι της κάποτε Μακεδονίας που δεν μας ανήκει, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι αύριο θα χάσουμε οποιαδήποτε οντότητα, μετατρεπόμενοι σε μια μικρή επαρχία της Ευρώπης, που θα κυβερνάται κεντρικά από τους Γερμανούς κι ίσως και λίγο από τους Γάλλους. Δεν πάμε καλά ως λαός, ποτέ δεν πηγαίναμε, κι αυτό το γεγονός ίσως τώρα μας βοηθήσει (άλλη μια οξυμωρία), να κατανοήσουμε πως αυτό που ήταν κάποτε η Ελλάδα, δεν ισχύει για το σήμερα.
Οι Έλληνες της αρχαιότητας, δεν αποτελούσαν μια ενιαία οντότητα, αλλά πολλές και σε μόνιμη βάση, αντιμαχόμενες. Οι πόλεις-κράτη ήτανε όχι μόνο διαφορετικές επικράτειες, αλλά και κοινωνίες με διαφορετική κουλτούρα, ηθική και πολιτική αντίληψη. Στην πραγματικότητα, ήταν διαφορετικοί λαοί. Οι Αθηναίοι για παράδειγμα, δεν είχαν καμία πολιτική και πολιτισμική σχέση με τους Σπαρτιάτες. Το ίδιο και οι Κορίνθιοι ή οι Θηβαίοι, οι Μακεδόνες ή οι Θράκες. Κανένας δεν αυτοπροσδιορίζονταν όπως εμείς σήμερα ως Έλληνας, αλλά ως Αθηναίος, Σπαρτιάτης, Θράκας, Μακεδόνας κ.ο.κ. Η κάθε πόλη-κράτος, ανάλογα με την εκάστοτε κατακτητική της δύναμη, μπορούσε να υποδουλώνει άλλες πόλεις-κράτη, να εισπράττει φόρους υποτέλειας και να σφάζει αυτούς που αντιδρούσαν. Τρανό παράδειγμα, η σφαγή των κατοίκων της Μήλου από τους Αθηναίους. Κάθε πόλη-κράτος, μπορούσε να ιδρύει αποικίες σε κατακτημένες περιοχές άλλων πόλεων-κρατών και με λίγα λόγια, να κάνει ό,τι κάνει κι ο κάθε ξένος κατακτητής. Και μπορούσε, γιατί αντιλαμβάνονταν ως ξένη, την κάθε άλλη πόλη-κράτος. Ως ξένους αντιμετώπισε (εκφράζοντας την πλειοψηφία των Αθηναίων) ο Δημοσθένης τους Μακεδόνες, στους περίφημους Φιλιππικούς του. Σε απάντηση, ο Φίλιππος μαζί με τον Αλέξανδρο, πνίξανε στο αίμα τις επικράτειες, υποχρεώνοντας τους Αθηναίους στην υποταγή. Ως ξένοι στέκονταν αντιμέτωποι Αθηναίοι και Σπαρτιάτες, σ’ ολάκερη την ιστορική τους διαδρομή, με συνεχείς μικρούς και μεγάλους πολέμους ίσαμε τον τριακονταετή, με μόνο τελικό «κέρδος», την παρακμή και των δυο. Κάθε πόλη-κράτος πέρασε μια περίοδο «δόξας», όπως οι Θηβαίοι κι οι Κορίνθιοι, όπου δόξα σημαίνει δύναμη κατάκτησης ή άλλου τύπου κυριαρχίας επί άλλων πόλεων-κρατών. Αντίστοιχη είναι και η «δόξα» των Μακεδόνων. Τίποτα το ενιαίο, τίποτα το κοινό. Ακόμα κι απέναντι στους Πέρσες, τη μεγαλύτερη και ισχυρότερη αυτοκρατορία της εποχής, που όπως όλες οι αυτοκρατορίες ήθελαν επέκταση προς δυσμάς (αφού η Ανατολή τους ανήκε), οι ελληνικές πόλεις-κράτη εμφανίστηκαν διχασμένες, πάνω από μια φορά. Και στον τομέα του πολιτισμού, τίποτα το ενιαίο δεν υπήρχε. Ο χρυσός Αθηναϊκός αιώνας για παράδειγμα, δεν ήτανε μονάχα ξένος και αδιάφορος για τους Σπαρτιάτες, αλλά και εχθρικός, ενάντιος στον τρόπο ζωής τους και πνευματικά και ηθικά απαράδεχτος. Απαράδεχτη για τις περισσότερες πόλεις-κράτη, ήταν και η βαρβαρότητα των Μακεδόνων. Αυτή ήτανε η αρχαία Ελλάδα, με τα θαυμαστά και τα αποτρόπαιά της. Το πρόβλημα με μας και την αντίληψη που μας οδηγεί σε υποκειμενικές κρίσεις, είναι ότι, ενώ από τη μια όλα τα παραπάνω τα διδαχτήκαμε στο σχολειό, από την άλλη, μας τα δίδαξαν επιφανειακά και με τρόπο ώστε να νομίζουμε πως συνέβησαν σε μια Ελλάδα, έτσι όπως σήμερα την αντιλαμβανόμαστε. Στην πραγματικότητα, συνέβησαν σε πολλές «Ελλάδες» ταυτόχρονα, μια πραγματικότητα που έμμεσα πλην όμως αποφασιστικά, προδιέγραψε το μακραίωνο μαύρο μέλλον που ακολούθησε.
Σ’αυτό το σημείο, δε μπορώ να μη θίξω και το ζήτημα-ταμπού για κάμποσους νεοέλληνες τάχα μου υπερπατριώτες, που το «ευαίσθητο» φιλότιμό τους θίγεται πάντα εκ του ασφαλούς, όταν κινδυνεύουν τα «ιερά και τα όσια» της πατρίδας. Το ζήτημα που ακούει στο όνομα Αλέξανδρος. Το θίγω, επειδή ο Αλέξανδρος φέρει μεγάλο μέρος της ευθύνης γι’ αυτό το μακραίωνο μαύρο μέλλον που πρόσμενε τούτο τον τόπο και τους κατοίκους του. Τι ήτανε ο Αλέξανδρος; Ο γιος ενός αυταρχικού βασιλιά-τύραννου (με την Αθηναϊκή έννοια), που μεγάλωσε διδασκόμενος τον πόλεμο και τη γνώση που θα συνέβαλε για να γίνει ένας επιτυχημένος βασιλιάς-τύραννος. Τα έπη του Ομήρου ήταν η παλαιά κι η καινή διαθήκη του και τ’ όνειρό του, να ξεπεράσει την αίγλη του Αχιλλέα. Οι πρώτοι του δάσκαλοι δημιούργησαν με το περιεχόμενο της διδασκαλίας τους και με τα συνεχή σε βαθμό γλοιώδη παινέματά τους, έναν εγωπαθή νεανία που πίστεψε με άφατη ικανοποίηση τα λόγια της μητέρας του Ολυμπιάδας, ιέρειας του μαντείου της Δωδώνης και όχι μόνο, πως αποτελεί ενσάρκωση του Άμμωνα Δία. Οι φίλοι του, παιδιά πλούσιων συνδαιτυμόνων του πατέρα του Φίλιππου, έγιναν οι μελλοντικοί στρατηγοί του. Η επιλογή του Αριστοτέλη από τον Φίλιππο ως δάσκαλου του νεαρού πλέον Αλέξανδρου, δεν ήτανε καθόλου τυχαία, αφού ήταν γνωστές οι απόψεις του μεγάλου διδάσκαλου για την χρηστή εξουσία, δίχως όμως να παίρνει θέση υπέρ ή κατά της δημοκρατίας, ούτε της τυραννίας. Ο πόθος της εκδίκησης για τα δεινά που προκάλεσαν οι Πέρσες στην Ελλάδα, δεν ήτανε παρά ο πόθος κι ίσως και το άλλοθι του νεαρού διάδοχου για μια ζωή γιομάτη πόλεμο για τον πόλεμο. Η δολοφονία του πατέρα του, τον έφερε στο θρόνο της Μακεδονίας και επικεφαλής των ελληνικών πόλεων που με τη βία είχαν τεθεί υπό το καθεστώς μιας ουσιαστικά ανεπιθύμητης ενότητας. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο νεαρός βασιλιάς έφτιαξε το στράτευμα που συμμετείχαν σ’ αυτό όχι μόνο Μακεδόνες, με το οποίο θα έγραφε τη δική του ιστορία. Μια εντελώς προσωπική ιστορία, που δεν είχε σχέση με κανέναν και με τίποτα πέρα από τον εαυτό του. Έφυγε για να μη γυρίσει ποτέ, διατηρώντας μία και μόνη σχέση, αυτή με τη μητέρα του. Δεν θα σταθώ στις μεγάλες νίκες ούτε στις αμέτρητες καταχτήσεις του. Εκτός του ότι είναι πασίγνωστες, δεν αποτελούν το θέμα μας. Θα σταθώ όμως στο γεγονός που κατά τη γνώμη μου αποδείχνει την (εν αγνοία του βέβαια) ευθύνη για το μαύρο μέλλον της τότε Ελλάδας. Ο Αλέξανδρος έφτασε ίσαμε τις παρυφές της Ινδίας. Είχα την τύχη να δω από κοντά ή σωστότερα, να πατήσω στο ίδιο χώμα που πάτησε σε μια απ’τις διαδρομές του, λίγο έξω από την πόλη της Σαμαρκάνδης στο Ουζμπεκιστάν και ομολογώ πως ένιωσα μια κρυφή αναστάτωση, παρ’όλο που ήξερα ότι δεν είχα κανένα λόγο να είμαι υπερήφανος επειδή κάποιος Έλληνας κατάκτησε τους εκεί λαούς. Εκεί, στις παρυφές της Ινδίας, υποχρεώθηκε από τους ίδιους του τους στρατιώτες να γυρίσει στα Σούσα. Ο ίδιος δεν είχε σκοπό να γυρίσει, ο ίδιος ήθελε να συνεχίσει, γιατί αυτός ήτανε ο σκοπός της ζωής του. Να φτάσει κατακτώντας ίσαμε την άκρη του κόσμου. Ο Αλέξανδρος δημιούργησε μια αυτοκρατορία κι ως αυτοκράτορας, δεν γλύτωσε από τη νόσο των αυτοκρατόρων. Απόχτησε εμμονές και μανίες καταδίωξης, ότι κάποιοι τον προδίδουν και κάποιοι επιθυμούν το θάνατό του, άκουγε τις φωνές της λογικής των φίλων του και τις εκλάμβανε ως απόπειρες να τον βγάλουν από το δρόμο του θεϊκού πεπρωμένου του. Αντέδρασε ως άρρωστος αυτοκράτορας, σκοτώνοντας υποτιθέμενους προδότες καθώς και τον φίλο του Κλείτο, τον στυλοβάτη της εκστρατείας του και βέβαια, τον αγαπημένο του Ηφαιστίωνα, πάνω σε μια κρίση θυμού και παραλογισμού. Αυτά δείχνουν το βάθος του χαρακτήρα του, όπως και η αγάπη των στρατιωτών του Μακεδόνων αλλά και Περσών, φανερώνει πως ο Αλέξανδρος ήξερε πώς πρέπει να είναι ο αγαπητός στρατηλάτης. Από την άλλη όμως, η ατόφια εγωϊστική σύνθεση της προσωπικότητας και του χαρακτήρα του που, σε συνδυασμό με τη βαθιά γνώση των πολεμικών χειρισμών και βέβαια με την τόλμη που τον χαρακτήριζε, ενώ συνέβαλαν στην εκπλήρωση μεγάλου μέρους των πόθων του, ανεβάζοντάς τον στο βάθρο του πρώτου «Μεγάλου», δεν προσέφεραν το παραμικρό, ούτε στην ιδιαίτερη πατρίδα του Μακεδονία, ούτε βέβαια και στη μεγάλη πατρίδα Ελλάδα, αν ποτέ τη σκέφτηκε ως πατρίδα. Ο Αλέξανδρος δημιούργησε μια προσωπική κι όχι μια Ελληνική, ούτε καν μια Μακεδονική αυτοκρατορία, στην οποία, ούτε η Μακεδονία ούτε η Αθήνα, ούτε καμιά άλλη Ελλάδα, είχανε κληρονομικό ή έστω άμεσο δικαίωμα στις τεράστιες κτήσεις και στον πλούτο τους. Η αυτοκρατορία του Αλέξανδρου, ας το κατανοήσουμε επιτέλους, δεν ήταν μια Ελληνική, αλλά μια Αλεξανδρινή αυτοκρατορία, που έσβησαν από το χάρτη οι ανατολικές αμμοθύελλες σε χρόνο ιστορικά άμεσο. Τι κι αν έχτισε δεκάδες Αλεξάνδρειες; Μόνο η Αλεξάνδρεια που κληρονόμησε ο φίλος του Πτολεμαίος κράτησε στο χρόνο, μέχρι την υποταγή της στη Ρωμαϊκή δεσποτεία. Αν ο Αλέξανδρος λειτουργούσε με, ας τα πούμε εθνικά κριτήρια κι όχι προσωπικά, αν η κάθε κτήση του δε γίνονταν φέουδο των στρατηγών του αλλά έδαφος της ελληνικής ιμπεριαλιστικής μητρόπολης, τότε ναι, καλώς ή κακώς, η Ελλάδα μπορεί να ήταν μια αυτοκρατορία κι η ιστορία να γράφονταν αλλιώς, μιας και θα ήταν αδύνατη η όποια απόπειρα επέκτασης τρίτων, των Ρωμαίων για παράδειγμα, πάντα βέβαια με την προϋπόθεση ότι ο σκυλοκαβγάς των ελληνικών πόλεων-κρατών, δεν θα συνεχίζονταν δριμύτερος και βιαιότερος, λόγω αχανών εδαφών και αμύθητου πλούτου προς κατάκτηση. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Κι αφού δεν συνέβη αυτό, συνέβη το αντίθετο. Ο Ελλαδικός χώρος, παρακμασμένος, ταλαιπωρημένος και καταπτοημένος, έγινε μια μικρή επαρχία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κι έτσι έμεινε ίσαμε το 1453, για να γίνει μια μικρή επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ίσαμε το 1821 και μέχρι τη σύσταση του πρώτου ενιαίου ελληνικού κράτους που, μετράει λιγότερα από διακόσια χρόνια κουτσής-στραβής ζωής. Η ιστορία μας όμως, παρά την απίστευτη ιδιομορφία της, θα μπορούσε ν’αποτελέσει αμύθητο για μας θησαυρό, αν είχε τη μεταχείρηση και την αξιοποίηση που της πρέπουν. Δυστυχώς για μας, όχι τους Έλληνες γενικά αλλά εμάς, τους φτωχούς Έλληνες, οι αφέντες που επιλέγουμε, πολιτικούς και θρησκευτικούς, την κακοποίησαν, την αποδόμησαν, την διαστρέβλωσαν και την βίασαν σε βαθμό τόσο παραμορφωτικό, ώστε, όσο εμείς μαθαίναμε με περισσό ζήλο και ευλάβεια την Παλαιά Διαθήκη των Εβραίων και τα κατορθώματα του κάθε Ρωμαίου σφαγέα αυτοκράτορα, οι λεγόμενοι βάρβαροι της Δύσης, την ανακάλυπταν απ’την αρχή, την οικειοποιούνταν και την αξιοποιούσαν, παραχωρώντας σε μας το ρόλο της αχυρένιας στάνης όπου συντελέστηκε η γέννηση. Όσο για τον Αλέξανδρο, κατά την άρχουσα αντίληψη αυτών που τον έστεψαν μεγάλο, λόγω έλλειψης συγκεκριμένων εδαφικών και κυριαρχικών ωφελημάτων, έγινε ο εκπολιτιστής των βαρβάρων. Θα ήμουν πραγματικά υπερήφανος αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αν ο εκπολιτισμός δηλαδή, συντελείται με τη βία, όπως θα ήμουν υπερήφανος κατά συνέπεια, και για τους Ρωμαίους, ή τους Εγγλέζους και τους Αμερικάνους εκπολιτιστές, που σήμερα βιώνουμε τον «πολιτισμό» τους στα ξερά τοιχώματα των άδειων κελυφών του νου και του στομαχιού μας.
Η Ελλάδα ως το μετεπαναστατικό ενιαίο αστικό ελληνικό κράτος του δέκατου όγδοου αιώνα, κάλυπτε μετά βίας τη μισή σημερινή χώρα. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι προέκτειναν την Ελληνική επικράτεια και στις περιοχές της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης. Πέρα από τις όποιες στρατιωτικές κατακτήσεις, έγιναν και πολλά παζάρια με τους ξένους της Αντάντ, για το μέχρι πού μπορούν να φτάσουν οι Έλληνες, στο πλαίσιο του σχεδίου για τη διάλυση της παρακμασμένης Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και τα άλλα Βαλκανικά κράτη-σύμμαχοι άμεσοι ή έμμεσοι, είχανε τις δικές τους βλέψεις και στρατηγικές. Έτσι, από το έδαφος που πριν χιλιετίες αποτελούσε τη Μακεδονική επικράτεια, η Ελλάδα πήρε το μεγαλύτερο και το υπόλοιπο πήγε σε άλλες βαλκανικές χώρες. Η Ελλάδα που έχουμε σήμερα, συμπληρώθηκε πολύ πρόσφατα ιστορικά, με την απόδοση της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς. Αυτή είναι η χώρα μας, και για το καλό του λαού αυτής της χώρας πρέπει να παλέψουμε, όσο το δυνατό περισσότεροι. Αυτή τη χώρα πρέπει να υπερασπίσουμε από τον κάθε κουρσάρο, όμως αντί γι αυτό, κι ενώ οι κουρσάροι λεηλατούν τον παραγόμενο και τον φυσικό πλούτο μας, εμείς, θαρρώ πως φερόμαστε ως γραφικοί ψωροκωσταίοι, γυρεύοντας, τι ακριβώς; Αλήθεια, τι ακριβώς γυρεύουμε;
Αν με το σύνθημα «Η Μακεδονία είναι Ελληνική», εννοούμε τη Μακεδονία που ανήκει ήδη στην Ελλάδα, ε, είμαστε ηλίθιοι. Αν εννοούμε την αρχαία Μακεδονία, ο μόνος τρόπος για να αποκτήσουμε το «χαμένο» έδαφος, είναι ένας αλυτρωτικός πόλεμος, όχι μόνο ενάντια στα Σκόπια, αλλά κι ενάντια στη Βουλγαρία. Αν πράγματι όμως θέλουμε κάτι τέτοιο, τότε γιατί να το κάνουμε με τρόπο ψωριασμένο; Ας γράψουμε ένα σύνθημα που να λέει «Όλες οι κατακτημένες απ’ τον Αλέξανδρο περιοχές είναι Ελληνικές», ας πάρουμε όπλα, κράνη, παλάσκες, ας ζαλωθούμε με την ευκαιρία κι από ένα πανέρι για να κόψουμε τα μήλα απ’ την Κόκκινη Μηλιά κι ας ορμήσουμε νταβραντισμένοι ανά την υφήλιο. Γιατί δεν το κάνουμε; Γιατί αυτές οι εθνικοθρησκευτικές φωνές μας, δεν βγάζουν όλα τα ηλίθια απωθημένα μας; Γιατί δεν απαιτούμε την προσάρτηση στην Ελλάδα όλων των ελληνικών αποικιών στην Ιταλία, τη Γαλατία και την Ιβηρική χερσόνησο; Κι αν, σύμφωνα με τον έγκριτο θεωρητικό μας Πλεύρη-πατέρα, που προ πολλού έχει αποδείξει πως ο Ιησούς είναι Έλληνας, γιατί δεν ζητάμε να αποδοθεί η ελληνική εθνικότητα και ιθαγένεια στο θεϊκό τέκνο; Ναι, είναι γελοία όλα τούτα, όπως γελοίος είναι και ο τάχα μου αριστερός αντίπαλός τους, που (σύμφωνα με τη Νέα Δημοκρατία και τους εγκληματίες της Χρυσής Αυγής), προχώρησε στη συγκεκριμένη προδοτική συμφωνία.
Δεν υπάρχει προδοτική συμφωνία, δεν υπάρχει απολύτως τίποτα πέρα από τη θέληση του αφεντικού. Το 1913, η Ελληνική ηγεσία υπέγραψε τη συμφωνία του Βουκουρεστίου, παίρνοντας το 50,3% του μακεδονικού γεωγραφικού χώρου. Μετά τον Β’ μεγάλο πόλεμο, η ελληνική ηγεσία «κατάπιε» τη δημιουργία της γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, για να πλευρίσει η Δύση τον Τίτο στην κόντρα του με τους Σοβιετικούς. Οι μετέπειτα ηγεσίες μέχρι τη χούντα του 67’, κάνανε τη στρουθοκάμηλο. Η «επαναστατική» ανεξάρτητη και εθνοκαλπάζουσα χούντα, ούτε μια λέξη για το ζήτημα, έτσι, για να ’χουνε κάτι να επικαλούνται οι σημερινοί επίδοξοι συνεχιστές της. Οι διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας απ’ τους νατοϊκούς ήρωές μας, έμειναν διαπραγματεύσεις. Ίσαμε τις μέρες μας, που το αφεντικό διέταξε την κυβέρνηση της καπιταλιστικής αριστεράς, να τελειώνει άπαξ με το ζήτημα, γιατί αυτό το κρατίδιο είναι πρώτης τάξης ΝΑΤΟϊκό ορμητήριο. Θαρρώ πως οι εκάστοτε κυβερνητικοί σφουγγοκωλάριοι, ξέρουν πολύ καλά τα μυστικά της δουλειάς τους. Κάνουν αυτό που διατάσσονται να κάνουν, γνωρίζοντας τη συνέχεια. Αντιδράσεις κάθε λογής, συλλαλητήρια, δηλώσεις, πολιτικάντικοι καβγάδες, ίσαμε το πράμα να ξεφουσκώσει λόγω «περαιτέρω διευκρινήσεων και εκατέρωθεν διορθώσεων», για να περάσει λίγο διάστημα μέχρι την επόμενη «διαπραγμάτευση» για κάποιο νέο ή αναπαλαιωμένο θέμα.
Θαρρώ λοιπόν ότι θα υπάρξει μια συμφωνία, επειδή το απαιτεί το μεγάλο αφεντικό. Αν αυτή η συμφωνία θα είναι καλή ή κακή, δεν ξέρω, αν και πιστεύω πως τέτοιας μορφής συμφωνίες μετά από δεκαετίες δεδομένων, είναι απλά συμφωνίες όπου το θετικό ή το αρνητικό έχουνε δευτερεύουσα σημασία. Εξάλλου, και η πιο συμφέρουσα συμφωνία μπορεί να καταγγελθεί, να παραβιαστεί, ή να αγνοηθεί. Αυτό δεν είναι στο χέρι ούτε του δικού μας καπιταλιστικού κράτους, ούτε του γειτονικού κρατιδίου που φιλοδοξεί να μπει στο στόμα του λύκου. Το μεγάλο αφεντικό κανονίζει τα των υποτελών του, κι οι υποτελείς κάνουν ό,τι μπορούν για να το ευχαριστήσουν. Υπό αυτή την οπτική, κανένας δε μπορεί να βάλει το χέρι του στη φωτιά, ότι μια οποιαδήποτε συμφωνία θα κανονίσει το ζήτημα δια παντός. Δεν έχουμε ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, όπως δεν έχουμε καμία ανεξαρτησία για οποιαδήποτε πολιτική. Έχουμε εκχωρήσει την ανεξαρτησία μας εδώ και διακόσια χρόνια. Ας αφήσουμε λοιπόν τις γραφικότητες και τις κατά περίπτωση ευαισθησίες κι ας κοιτάξουμε τα του ρημαγμένου οίκου μας. Όσο για τα Σκόπια ή όπως αλλιώς λέγονται ή θα λέγονται, δεν είναι στο χέρι μας να το επιβάλλουμε, κι αυτό δεν είναι ούτε εθνοπροδοσία, ούτε ηττοπάθεια. Είναι η αντικειμενική πραγματικότητα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πολλές δεκάδες χώρες έχουν ήδη αναγνωρίσει αυτή τη Μακεδονία, όπως δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ένα γεωγραφικό πρόσημο δεν πρόκειται να αποκλείσει την περίπτωση βλέψεων. Τολμώ να πω πως είμαι βέβαιος ότι σε μια τέτοια περίπτωση, κανένας υποτιθέμενος εγγυητής δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί, όπως δεν ενδιαφέρεται και για τις χρόνιες και διακηρυγμένες με όλους τους τρόπους βλέψεις της Τουρκίας, οι οποίες δεν βλέπω να ευαισθητοποιούν τους εθνολάγνους εργολάβους της συμφοράς.
Γνώμη μου είναι πως, όπως κι αν ονομαστεί αυτό το μικρό κράτος, όποια γλώσσα ή εθνικότητα κι αν υιοθετήσει, όποιες βλέψεις κι αν υποθέσουμε πως έχει, δεν είναι σε θέση να προβεί στην παραμικρή δραστική ενέργεια, εκτός κι αν το γνωστό μεγάλο αφεντικό αποφασίσει πως κάτι τέτοιο είναι προς το συμφέρον του. Αν τύχει να είναι, καμιά τέλεια συμφωνία, κανένα άρθρο του συντάγματος, καμία αίσθηση δικαίου δεν πρόκειται να εμποδίσει τη δημιουργία δυσμενών καταστάσεων. Ο εχθρός της χώρας μας δεν είναι τα Σκόπια, αλλά οι αμερικανοευρωπαίοι νατοϊκοί, που ανέκαθεν φροντίζουνε για το καλό μας.
Αυτό λοιπόν που πιστεύω πως χρειάζεται όλοι μας να σκεφτούμε, είναι το λαϊκό συμφέρον. Να σκεφτούμε σοβαρά τη δημιουργία μιας Λαϊκής Πατρίδας πραγματικά ανεξάρτητης και ελεύθερης να αναπτύσσει τις σχέσεις της με τις άλλες χώρες, στη βάση αμοιβαίων για τους λαούς ωφελημάτων, κι όχι να στήνονται λαϊκοί καβγάδες για το ποιοι είμαστε, πώς είμαστε ή πώς γίναμε. Γι’ αυτό που είμαστε σήμερα, φταίμε κι εμείς. Για τις εξουσίες που εκλέγουμε και ξαναεκλέγουμε, φταίμε εμείς. Για τα ψέματα που ακούμε και θέλουμε να τα ξανακούσουμε, φταίμε εμείς. Για τον φόβο που μας προκαλεί ο αναγκαίος αγώνας για να νιώσουμε αξιοπρεπείς, υπερήφανοι και υπεύθυνοι για μια πατρίδα που εμείς θα στήσουμε στα πόδια της, χωρίς τους ξένους και τους ντόπιους δραγάτες, φταίμε εμείς. Κανένας από μας που αποτελούμε το ενενήντα και βάλε τοις εκατό, που αποενοχοποιούμε τους ενόχους ψηφίζοντάς τους εναλλάξ, δεν έχουμε δικαίωμα στην αξιοπρέπεια και στην υπερηφάνεια, παρά μονάχα στη συνενοχή. Και θα το αποδείξουμε περίτρανα στις επερχόμενες πολλαπλές εκλογές, μοιράζοντας τις ψήφους μας στους απογόνους των Κωνσταντίνου Καραμανλή-Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, στους απογόνους του αισχρότερου των ξενόδουλων Γεώργιου Παπανδρέου, στους απογόνους των Τσολάκογλου-Τσακαλώτου και βέβαια, στους σύγχρονους «αριστερούς» υπηρέτες των Αμερικανοευρωπαίων, αποπλανητές του λαού.
Κι όταν κάνουμε το «χρέος» μας, θα γυρίσουμε στις τρύπες μας με κείνη τη πικρή γεύση της χολής στον ουρανίσκο, γνωρίζοντας πολύ καλά πως παραδώσαμε γι ακόμα μια φορά το αύριο το δικό μας και των παιδιών μας, παίρνοντας ως αντάλλαγμα την άδεια παράτασης του μίζερου βολέματός μας, στο ταλαιπωρημένο από τη ξάπλα καναπέ μας.
Είμαι σίγουρος ότι αυτό ακριβώς θα συμβεί, δίχως τίποτα να έχει λυθεί, ό,τι δηλαδή γίνεται πάντα. Βέβαια, θα ρωτήσει κάποιος όχι απαραίτητα κακόπιστος, «ναι, αλλά ΤΩΡΑ τί κάνουμε;». Φίλε μου, το κάθε ΤΩΡΑ, δεν είναι ουρανοκατέβατο, έχει παρελθόν. Πολλές φορές, αυτό το παρελθόν είναι τόσο μεγάλο, ώστε τείνει να γίνεται προϊστορία. Όταν αυτό το παρελθόν αφήνεται στην τύχη του, ή κάποιοι συγκεκριμένοι και με την άδεια του λαού το χειρίζονται στη βάση της εξυπηρέτησης ξένων συμφερόντων, έρχεται αντικειμενικά η στιγμή του ΤΩΡΑ, όπου ανακαλύπτουμε πως καμία λύση δεν είναι ικανοποιητική, ούτε καν καλή. Μια τέτοια «λύση» θα δοθεί και στο συγκεκριμένο ΤΩΡΑ, αλλά και στο επόμενο και στο μεθεπόμενο, κι όσο εμείς θα εξακολουθούμε να παίζουμε το εθνικό παιχνίδι των κοψοχέρηδων.