Ένα βράδυ με τον Μάνο Ελευθερίου
Οι άνθρωποι ζούνε φυλακισμένοι, η λευτεριά τους απλώνεται στην πάχνη, στην ομίχλη. Αυτήν την καταχνιά θέλησαν να την σπάσουν. Θέλησαν να σταθούν ένα βράδυ ξανά αντιμέτωποι με την κληρονομιά τους, όταν ήταν παιδιά, μα τους προλαβαίνει η πρώτη αυγή, ο ήλιος κρύος και ψυχρός να βγαίνει.
Με τις νότες και τους στίχους να χορεύουν, σε μια άδεια βραδιά. Χορεύουν και γεμίζουν το άδειο βράδυ, χορεύουν και γλεντάνε παλιές θύμησες, επιθυμίες, όνειρα και το αύριο.
Τα τραγούδια να σου θυμίζουν την αγνή μυρωδιά του βασιλικού στο σπίτι της γιαγιάς σου, με τον κήπο που ήταν όλο χρώματα. Το άσπρο να φαντάζει τώρα πιο έντονο, χρώματα σκούρα… αλλά να λες μέσα σου χρώματα!
Στόχοι και όνειρα που αναβλύζουν από τις πιο ωραίες νότες. Γι’ αυτό γέμισα ένα ποτήρι με κονιάκ και ένα πάγο! Αυτό το τσούξιμο, να μετριαστεί, να ιδωθεί με βαθιές επιθυμίες μα να μην πληγώσει.
Αγαπάμε, μα κάπου χανόμαστε….
Έξω στο χωριό, με τις πρώτες βραδινές ώρες επικρατεί μια καταχνιά. Φταίει και η ομίχλη συχνά-πυκνά… Η ομίχλη συχνό φαινόμενο, εμφανίζεται τις νύχτες, όταν έρχονται περισσότερο αντιμέτωποι με επιθυμίες πνιγμένες οι άνθρωποι.
Σαν σύννεφο σκέψης απλώνεται πάνω από το χωριό. Φόβοι και αγωνίες γίνανε τα όνειρά μας. Σαν πάχνη απλώνονται στα τζάμια αμαξιών και σπιτιών.
Οι άνθρωποι ζούνε φυλακισμένοι, η λευτεριά τους απλώνεται στην πάχνη, στην ομίχλη.
Αυτήν την καταχνιά θέλησαν να την σπάσουν. Θέλησαν να σταθούν ένα βράδυ ξανά αντιμέτωποι με την κληρονομιά τους, όταν ήταν παιδιά, μα τους προλαβαίνει η πρώτη αυγή, ο ήλιος κρύος και ψυχρός να βγαίνει.
Ξέχασαν γιατί περπάτησαν στα πιο λευκά τους βήματα. Ξέχασαν γιατί οι αγρότες έτρεξαν για να προλάβουν να τελειώσουν με την σοδειά, οι μάνες με τα παιδιά τους και τα νοικοκυριά.
Μάριος Αμανατίδης