Για τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ
Η συμφωνία που υπογράφτηκε στις Πρέσπες, είναι θετική και σημαντική γι’ αυτούς που την υπαγόρευσαν και ωφελούνται από αυτή, δηλαδή για το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Για τη χώρα και το λαό της η συμφωνία αυτή είναι ένα μεγάλο ΤΙΠΟΤΑ, γιατί πολύ απλά το πρόβλημα της ονοματολογίας που επιλύει είναι κι αυτό ένα μεγάλο ΤΙΠΟΤΑ.
Δύο προβλήματα λύνονται με τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ. Το πρώτο ουσιαστικό και βασικό πρόβλημα που λύνεται και στο οποίο σκόπευε η όλη διαπραγμάτευση ήταν να ικανοποιηθεί το αίτημα των αμερικανών και των συμμάχων ευρωπαίων να ανοίξει ο δρόμος για την είσοδο της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να προωθηθούν οι γεωπολιτικοί σχεδιασμοί τους στην περιοχή των Βαλκανίων. Στο αίτημα αυτό οι κυβερνήσεις των δύο χωρών ανταποκρίθηκαν πλήρως και το πρόβλημα αυτό επιλύεται με τη συμφωνία αυτή κατά εκατό τοις εκατό. Είναι επόμενο λοιπόν, αυτοί που έδωσαν τις κατευθύνσεις και ωφελούνται από τη συμφωνία που επιτεύχθηκε να εκφράζουν την ικανοποίησή τους και να συγχαίρουν τις δύο κυβερνήσεις που κατέληξαν στη συμφωνία αυτή.
Το δεύτερο πρόβλημα που λύνεται είναι το πρόβλημα της ονομασίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, ένα πρόβλημα ουσιαστικά ψευδεπίγραφο και θα έλεγα αυτιστικό, αφού εμφανίστηκε ως πρόβλημα αποκλειστικά και μόνο από τους δύο εθνικισμούς, τον σκοπιανό και ιδιαίτερα τον ελληνικό. Το ζήτημα της ονομασίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας τέθηκε και επιβλήθηκε ως πρόβλημα σε όλες τις αστικές δυνάμεις από τον ελληνικό εθνικισμό του «Η Μακεδονία είναι μία και Ελληνική» στις αρχές της δεκαετίας του 90′, ως απάντηση στο όνομα «Μακεδονία» που ήθελαν να δώσουν στη χώρα τους οι αντίστοιχοι εθνικιστές των Σκοπίων. Αντί να υιοθετηθεί από την αρχή η διορατική και σοφή θέση αρχών του ΚΚΕ στη βάση της καλής γειτονίας και της συνεργασίας των λαών για όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό, που θα προλάβαινε σε σημαντικό βαθμό όχι μόνο τα περί «μακεδονικής εθνότητας», αλλά και τις αναφορές στην αρχαία Μακεδονία που ανέπτυξαν στη συνέχεια οι εθνικιστικοί κύκλοι των Σκοπίων, ο ελληνικός εθνικισμός και το αστικό πολιτικό σύστημα επικέντρωσαν στο ζήτημα της ονομασίας και στην εντελώς ανιστόρητη, ανεδαφική και ουσιαστικά αλυτρωτική θέση πως οι βόρειοι γείτονές μας δεν δικαιούνται να κάνουν καμιά απολύτως αναφορά στο όνομα Μακεδονία ούτε με γεωγραφικό προσδιορισμό, όταν είναι γνωστό πως η Μακεδονία που προέκυψε μετά την απελευθέρωση από την μακρά Οθωμανική κυριαρχία μοιράστηκε γεωγραφικά, με βάση τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Βαλκανικών χωρών και ανεξαρτήτως εθνότητας των κατοίκων της, με την Ελλάδα να παίρνει περίπου το 51%, με τη Σερβία να παίρνει περίπου το 38% και τη Βουλγαρία να παίρνει περίπου το 11%. Οι αναφορές του ελληνικού εθνικισμού στα γεωγραφικά όρια και στην ελληνικότητα του αρχαίου βασιλείου της Μακεδονίας, την επικράτεια δηλαδή της μακεδονικής δυναστείας, που όπως κάθε βασιλική επικράτεια του μακρινού παρελθόντος ελάχιστη σχέση είχε με τα έθνη και τους λαούς που ήταν κάτω από την εξουσία της, ελάχιστη σχέση έχουν με το προκύψαν σύγχρονο πρόβλημα της Μακεδονίας που η ουσία του είναι να απαντηθεί αν υπάρχει «μακεδονική εθνότητα» που θα δικαιούνταν κι αυτή όπως όλες οι εθνότητες του κόσμου να έχει ένα δικό της κράτος.
Η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ περιορίζει ουσιαστικά την εμβέλειά της στο όνομα, στο ζήτημα δηλαδή όπως το έθεσαν οι δύο εθνικισμοί και ιδιαίτερα ο ελληνικός, και αφήνει ανοιχτό το ουσιαστικό ζήτημα της εθνότητας, που θα μπορεί να αξιοποιηθεί από τους υπερατλαντικούς και ευρωπαίους συμμάχους, όπως αξιοποιήθηκε τώρα η ονοματολογία, για την προώθηση μελλοντικών σχεδιασμών και επιδιώξεών τους. Με άλλα λόγια, ο ελληνικός εθνικισμός ανάγοντας το ουσιαστικό πρόβλημα της ύπαρξης ή μη μακεδονικής εθνότητας σε πρόβλημα ονοματολογίας, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος, γιατί φυσικά είναι αντιφατικό να αντιλαμβάνεσαι από τη μια μεριά τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ ως τον καλύτερο τρόπο να προωθείς τα εθνικά σου συμφέροντα και ταυτόχρονα από την άλλη να θεωρείς πως είναι δυνατόν να σε βλάψει η με οποιοδήποτε τρόπο επέκτασή του.
Κάπου στο βάθος του μυαλού των ελλήνων εθνικιστών, είτε των «αδιάλλακτων» των συλλαλητηρίων, είτε των «διαλλακτικών» των αστικών κομμάτων, μπορεί να περνάει η σκέψη πως οι πραγματικοί κίνδυνοι που αντιμετωπίζει η χώρα, όπως και κάθε χώρα, απορρέουν όχι φυσικά από τα Σκόπια, αλλά από τους διεθνείς ανταγωνισμούς και τα διεθνή γεωστρατηγικά σχέδια στα οποία το ΝΑΤΟ είναι ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές, αλλά η απόλυτη και άνευ όρων ένταξή τους στο συγκεκριμένο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο δεν τους επιτρέπει να αναγνωρίσουν από πού απορρέουν οι πραγματικοί κίνδυνοι για τη χώρα της οποίας τα εθνικά συμφέροντα υποτίθεται πως υπερασπίζονται.
Ουσιαστικά η συμφωνία αυτή που υπογράφτηκε στις Πρέσπες, είναι θετική και σημαντική γι’ αυτούς που την υπαγόρευσαν και ωφελούνται από αυτή, δηλαδή για το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για τη χώρα και το λαό της η συμφωνία αυτή είναι ένα μεγάλο ΤΙΠΟΤΑ, γιατί πολύ απλά το πρόβλημα της ονοματολογίας που επιλύει είναι κι αυτό ένα μεγάλο ΤΙΠΟΤΑ.