H συμφωνία των Πρεσπών, το «Μακεδονικό» και η προώθηση των γεωπολιτικών σχεδιασμών των ιμπεριαλιστών στα Βαλκάνια
Οι ανησυχίες για δυσμενείς μελλοντικές ανακατατάξεις στην περιοχή δεν πηγάζουν από την όποια επιθετικότητα των δύο λαών, που δεν έχουν να μοιράσουν φυσικά τίποτα, και πολύ περισσότερο για τη χώρα μας, δεν πηγάζουν από την επιθετικότητα του γειτονικού λαού και γενικά τη χώρα των γειτόνων μας για αντικειμενικούς λόγους, μεγέθους, ισχύος και λοιπά, ακόμα και αν τους αναγνωριζόταν η μακεδονική εθνότητα.
Τα κρίσιμα και ουσιαστικά ερωτήματα που απορρέουν από τη συμφωνία των Πρεσπών είναι τα εξής:
– Η συμφωνία των Πρεσπών ποια θέση παίρνει στο ζήτημα της ύπαρξης ή μη μακεδονικής εθνότητας; Υπάρχει μακεδονική εθνότητα, που θα μπορούσε να διεκδικήσει την επέκταση του έθνους- κράτους της στην ελληνική Μακεδονία, όπως ισχυρίζεται ο εθνικισμός των σκοπιανών, ή δεν υπάρχει;
– Η συμφωνία των Πρεσπών ποια θέση παίρνει στο ζήτημα αν η Μακεδονία είναι μία και ελληνική; Είναι μία και ελληνική η Μακεδονία όπως ισχυρίζεται ο ελληνικός εθνικισμός ή δεν είναι;
Η απάντηση στα δύο παραπάνω ερωτήματα δεν είναι δύσκολο να δοθεί. Αυτοί που δυσκολεύονται να αντιληφθούν πως το περιεχόμενο και τα άρθρα της συμφωνίας δεν απαντούν στα παραπάνω ερωτήματα και δεν ικανοποιούν ούτε τον ελληνικό ούτε τον σκοπιανό εθνικισμό, δεν έχουν παρά να εξετάσουν τι λένε και πώς επιχειρηματολογούν οι υποστηριχτές και οι επικριτές της συμφωνίας, που οι μεν πρώτοι επικεντρώνοντας ουσιαστικά στο όνομα υποστηρίζουν πως η συμφωνία είναι επωφελής για την Ελλάδα, γιατί αποφεύχθηκε μέσω του γεωγραφικού προσδιορισμού η ήδη καθιερωμένη αποκλειστική χρήση του όρου Μακεδονία από τους Σκοπιανούς, οι δε δεύτεροι επικεντρώνοντας επίσης ουσιαστικά στο όνομα υποστηρίζουν πως με το γεωγραφικό προσδιορισμό παραδόθηκε η χρήση του όρου Μακεδονία και τίθεται έτσι σε αμφισβήτηση η ελληνικότητα της μίας και μοναδικής Μακεδονίας.
Από την αντιπαράθεση και μόνο των υποστηριχτών και των επικριτών της συμφωνίας προκύπτει αβίαστα πως η συμφωνία δεν παίρνει θέση στα δύο αυτά ουσιαστικά ερωτήματα και επομένως αφήνει ανοιχτά τα ζητήματα αν υπάρχει μακεδονική εθνότητα και αν η Μακεδονία είναι μία και ελληνική. Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι το εξής: Αφού δεν δόθηκαν απαντήσεις στα ουσιαστικά προβλήματα της μακεδονικής εθνότητας και της ελληνικότητας της Μακεδονίας, που η λύση αυτών των προβλημάτων θα έδινε ένα τέλος στην αντιπαράθεση και στις ανησυχίες των δύο χωρών για τυχόν δυσμενείς μελλοντικές ανακατατάξεις στην περιοχή, ποιο είναι το νόημα της συμφωνίας; Γιατί έγινε; Η απάντηση βρίσκεται μέσα στο κείμενο της συμφωνίας και συγκεκριμένα στο άρθρο 2 με βάση το οποίο ανοίγει ο δρόμος για την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 2 αναφέρεται ρητά πως η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να κυρώσει οποιαδήποτε συμφωνία εισδοχής των Σκοπίων σε διεθνείς Οργανισμούς στους οποίους είναι η ίδια μέλος και ειδικότερα είναι υποχρεωμένη να κυρώσει τη συμφωνία εισδοχής των Σκοπίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ. Ιδού λοιπόν γιατί έγιναν όλες αυτές οι συζητήσεις και γιατί υπογράφτηκε αυτή η συμφωνία, όλα έγιναν για να ανοίξει ο δρόμος για την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το γεγονός πως τα δύο ουσιαστικά ζητήματα του «μακεδονικού», το ζήτημα της μακεδονικής εθνότητας και το ζήτημα της ελληνικότητας της Μακεδονίας, παραμένουν ανοιχτά, διατηρώντας στο ακέραιο τις ανησυχίες που εκφράζονται για τυχόν δυσμενείς μελλοντικές ανακατατάξεις στην περιοχή, ήταν εντελώς αναμενόμενο, αφού οι απόψεις των δύο εθνικισμών είναι ευθέως αντικρουόμενες και ως εκ τούτου αν επιχειρούνταν να δοθούν ξεκάθαρες απαντήσεις θα καθίστατο αδύνατη η επίτευξη της συμφωνίας και δεν θα ικανοποιούνταν τα ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού γεωπολιτικά συμφέροντα που την υπαγόρευσαν.
Το σημαντικότερο όμως όλων είναι πως οι ανησυχίες για δυσμενείς μελλοντικές ανακατατάξεις στην περιοχή δεν πηγάζουν από την όποια επιθετικότητα των δύο λαών, που δεν έχουν να μοιράσουν φυσικά τίποτα, και πολύ περισσότερο για τη χώρα μας, δεν πηγάζουν από την επιθετικότητα του γειτονικού λαού και γενικά τη χώρα των γειτόνων μας για αντικειμενικούς λόγους, μεγέθους, ισχύος και λοιπά, ακόμα και αν τους αναγνωριζόταν η μακεδονική εθνότητα. Οι εύλογες ανησυχίες που εκφράζονται στη χώρα μας για το ενδεχόμενο δυσμενών μελλοντικών ανακατατάξεων στην περιοχή, πηγάζουν ουσιαστικά από τον ιμπεριαλισμό των συμμάχων μας στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους άγνωστους μελλοντικούς γεωπολιτικούς σχεδιασμούς τους, σχεδιασμούς που από αυτούς ακριβώς υπαγορεύτηκε και η συμφωνία των Πρεσπών. Ιδού από πού πηγάζουν οι πραγματικοί μελλοντικοί κίνδυνοι για τους οποίους πρέπει να ανησυχούμε, όχι μόνο εμείς, αλλά και οι Σκοπιανοί και όλοι οι λαοί του κόσμου και ιδού προς ποια κατεύθυνση πρέπει να προσανατολιστεί η αντίθεσή μας και η αντίθεση των λαών γενικότερα.
Εφόσον λοιπόν από τη συμφωνία δεν κατοχυρώνεται η ύπαρξη μακεδονικού έθνους, όπως θα ήθελαν οι σκοπιανοί, ούτε πως η Μακεδονία είναι μία και ελληνική, όπως θα ήθελε η δική μας ελληνική πλευρά, ποιο είναι το νόημα των συζητήσεων και αντιπαραθέσεων μεταξύ των υποστηριχτών και των επικριτών της συμφωνίας; Γιατί φωνάζουν και ωρύονται στη Βουλή, στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και στις συζητήσεις και διοργανώνουν συλλαλητήρια; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι επίσης απλή. Οι μεν υποστηριχτές της συμφωνίας την υποστηρίζουν για να αποκομίσουν πολιτικά και εκλογικά οφέλη για τον ΣΥΡΙΖΑ, οι δε επικριτές της συμφωνίας την επικρίνουν είτε γιατί θέλουν να μειώσουν τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε γιατί θέλουν να αποδώσουν πολιτικά οφέλη στη Νέα Δημοκρατία, είτε γιατί θέλουν να ενισχυθούν οι διάφορες εθνικιστικές και νεοφασιστικές δυνάμεις που προσπαθούν να επωφεληθούν από τις εξελίξεις για να βρεθούν κι αυτές στο προσκήνιο.