Η Τέχνη λειτούργησε ακριβώς όπως περίμενε ο Φρόιντ
Ύστερα από μια περίοδο ψευδαίσθησης ασφάλειας και σταθερότητας, αγγίχθηκαν βαθύτεροι ψυχολογικοί και συναισθηματικοί μηχανισμοί σε όλη την κοινωνία. Αυτό δηλώνει πως έφτασε η στιγμή για μεγαλύτερες συγκρούσεις με τις κατεστημένες κοινωνικές νόρμες.
«Γυαλιά καρφιά» τα έκανε βουλευτής ακροδεξιού κόμματος στην παράλληλη έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης, χαρακτηρίζοντας τα έργα ως «βλάσφημα».
Τι πιο «φυσιολογικό», λοιπόν, όταν θεωρεί κάποιος ένα έργο τέχνης βλάσφημο, να εισβάλει σε έναν εκθεσιακό χώρο και να τα κάνει λαμπόγυαλο; Και μάλιστα, στη συνέχεια, να δικαιολογείται παριστάνοντας τον υπασπιστή του Θεού, με ύφος αγνού τραμπούκου, λες και ενεργούσε εξ ονόματός Του ή σαν να του είχε ανατεθεί η θεία αποστολή.
Βέβαια, όλο το σκηνικό έμοιαζε σχεδόν φυσιολογικό, αν κρίνει κανείς τον τρόπο που ορισμένοι το χειρίστηκαν στο δημόσιο λόγο. Στη θηριομαχία που ακολούθησε, το καυτό ζήτημα περιορίστηκε στο επιπόλαιο δίλλημα: «Ιεροσυλία ή Ελευθερία της Τέχνης;». Αυτή η απλοποίηση και μόνο, φτάνει για να καταστρέψει χωρίς προειδοποίηση, τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε γενικώς τα πράγματα. Αποκρύβει ότι η κεντρική αντιπαράθεση αφορά ουσιαστικά τη σύγκρουση μεταξύ παραδοσιακών και σύγχρονων αντιλήψεων. Κι εδώ, ως σύγχρονες δεν λέμε κάτι παλιές αντιλήψεις που απλώς ξεθάφτηκαν.
Ποιος θα το φανταζόταν, λοιπόν, ότι η συζήτηση γύρω από τη σύγκρουση του παραδοσιακού με το σύγχρονο θα άνοιγε ενόψει της ίδιας τους της σύγκρουσης, γιατί μόνο ως τέτοια μπορεί να κατανοηθεί ο βανδαλισμός της έκθεσης «Η Σαγήνη του Αλλόκοτου».
Ο όρος «αλλόκοτο» (unheimlich) που δεσπόζει στον τίτλο της έκθεσης, είναι ένας Φροϋδικός όρος και αναφέρεται στην εμπειρία όπου κάτι βαθιά οικείο και παραδοσιακό ξαφνικά εμφανίζεται ως ξένο και απειλητικό, διαταράσσει τις σταθερές μας αντιλήψεις και μας προκαλεί μια αναμέτρηση με τα όρια της κοινωνικής και πολιτισμικής μας ταυτότητας. Αυτό το «αλλόκοτο» της Εθνικής Πινακοθήκης προκάλεσε την επιθετική αντίδραση του παλιού, γιατί το αμφισβήτησε!
Η συζήτηση, λοιπόν, που ανοίγει, δεν αφορά απλώς το εικαστικό έργο ή μια μεμονωμένη πράξη βανδαλισμού, αλλά την ίδια τη σχέση μας με το καινούργιο, το ανοίκειο και το μεταβαλλόμενο. Πώς αντιλαμβανόμαστε την αλλαγή; Πώς αντιδρούμε όταν το οικείο μεταμορφώνεται και διαφεύγει από τον έλεγχό μας; Και τελικά, πώς μπορούμε να συμφιλιωθούμε με τον εαυτό μας μέσα σε έναν κόσμο που δεν σταματά να εξελίσσεται;
Στο ελληνικό πλαίσιο, ορισμένοι νιώθουν ασφαλείς να ταυτίζονται με ένα κακώς νοούμενο παραδοσιακό και θεωρούν και δικαιολογημένο να προσκολληθούν σε αυτό, γιατί το σύγχρονο τους τρομάζει. Ωστόσο, το σύγχρονο με στρατηγική υπονόμευση χαντακώνεται περισσότερο, γιατί δεν αντιμετωπίζεται απλώς ως ξένο ή αλλόκοτο, αλλά λοιδορείται και χαρακτηρίζεται και ως βλάσφημο. Δηλαδή, αν η σύγχρονη σκέψη και τέχνη θεωρείται αυτομάτως βλάσφημη, τότε ας υποστηρίξουμε την παραδοσιακή κοινωνία που φαίνεται και πιο “λογική”. Το παραδοσιακό είναι καλό και ασφαλές, ενώ το σύγχρονο είναι προκλητικό και επικίνδυνο. Αυτό δεν επιχειρείται; Κάνω λάθος;
Όμως, η Ελλάδα δεν είναι μια απόλυτα παραδοσιακή κοινωνία όπως θα ήθελαν ορισμένοι, ούτε η παράδοσή της βρίσκεται σε σύγκρουση με το σύγχρονο. Και για να τα πούμε και έξω από τα δόντια, πόσες συντηρητικές δυνάμεις δεν χρειάστηκε να ενσωματώσουν το σύγχρονο για να επιβιώσουν όταν το απαιτούσαν οι συνθήκες; Μην ξεχνάτε τα podcasts ιερέων, που αξιοποιούν τα –κατά τα άλλα κοσμικά– μέσα ενημέρωσης, παρόλο που αρχικά τα είχαν πολεμήσει. Μόνο όσοι ακολουθούν τον τυφλοσούρτη αρνούνται κάθε αλλαγή. Δηλαδή, όσοι δεν έχουν καμιά τύχη. Μα καμία, όμως.
Αλλά για να επιστρέψουμε στην τέχνη και στην ελεύθερη έκφραση, στην Ελλάδα έχει αποδείξει πως μπορεί να ανασύρει πολύτιμα, επίκαιρα διαμάντια από έργα του παρελθόντος, επανανοηματοδοτώντας τα με σεβασμό – πρωτίστως προς το ουσιαστικό τους στοιχείο: τον δημιουργό-άνθρωπο. Η τέχνη, λοιπόν, δεν υπηρετεί μόνο τις αισθητικές μας απολαύσεις. Είναι και εργαλείο κριτικής και διαλόγου. Η ελευθερία της είναι θεμελιώδες συστατικό της για να υπάρξει πραγματική καλλιτεχνική δημιουργία. Και αυτό το έχει αποδείξει η ιστορία.
Κάθε μεγάλη εξέλιξη ξεκίνησε ακριβώς με την αμφισβήτηση του γνώριμου: η Αναγέννηση απομάκρυνε τη δυτική σκέψη από τον θρησκευτικό δογματισμό, ο Μοντερνισμός και ο Ντανταϊσμός κατέρριψαν την αντίληψη ότι η τέχνη πρέπει να είναι “όμορφη”. O Σουρεαλισμός χρησιμοποίησε το αλλόκοτο για να διαταράξει την κανονικότητα, ο Φράνσις Μπέικον και ο Γκόγια δημιούργησαν τρομακτικά παραμορφωμένες μορφές, ενώ ο Ντυσάν παρουσίασε ένα ουρητήριο ως τέχνη, αμφισβητώντας τη συμβατική αισθητική. Όταν ένας άνθρωπος ή μια κοινωνία επιλέγει να αντιμετωπίσει το ανοίκειο αντί να το καταστρέψει, δημιουργεί χώρο για νέα γνώση, νέες μορφές τέχνης και καινούριες αντιλήψεις.
Η σύγχρονη τέχνη, λοιπόν, δεν προκαλεί απλώς αντιδράσεις – αποκαθηλώνει τον θεατή από τους δοσμένους ρόλους του και τον αναγκάζει να έρθει αντιμέτωπος με τα πολιτισμικά και ψυχολογικά σύμβολα που καθορίζουν την οπτική του. Ωστόσο, η αμφισβήτηση αυτή δεν γίνεται ποτέ χωρίς αντίσταση.
Η σύγκρουση με το ανοίκειο δεν σηματοδοτεί το τέλος, αλλά την αρχή της εξέλιξης. Όσοι εστιάζουν μόνο στο επιφανειακό σοκ ενός έργου, αντί να αναζητήσουν το νόημά του, είναι σαν να βλέπουν τον λεκέ στο δάκτυλο που δείχνει το δάσος.
Δεν μπορούν να αρέσουν σε όλους όλα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε καλλιτέχνης έχει απόλυτο δίκιο ή ότι κάθε έργο είναι υπεράνω κριτικής. Η σύγχρονη τέχνη ανατρέπει αντιλήψεις, αλλά δεν σημαίνει ότι κάθε έκφανσή της είναι αξιόλογη. Η αποδοχή της δεν συνεπάγεται άκριτη νομιμοποίηση, αλλά ουσιαστική κριτική. Η πρόκληση είναι να διακρίνουμε το στοχαστικό από το επιτηδευμένο, το καινοτόμο από το απλά θορυβώδες, το ριζοσπαστικό από την απλή κατανάλωση αμφισβήτησης. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι καταστρέφουμε ό,τι δεν μας αρέσει.
Ο περιορισμός της ελευθερίας της τέχνης είναι περιορισμός της ελευθερίας του ανθρώπου. Αν αρχίσουμε να «δικαιολογούμε» τον βανδαλισμό στην τέχνη από «αγανάκτηση», πόσο απέχει η δικαιολόγηση της βίας στον άνθρωπο; Το γεγονός του βανδαλισμού, αν μη τι άλλο, φανερώνει ένα πράγμα: ότι η τέχνη, σε κάθε εποχή, οφείλει να αναστατώνει. Η πράξη βίας σαφώς δεν είναι αθώα ούτε ουρανοκατέβατη. Είναι η φυσική συνέπεια όσων υποκρίνονται ότι υπερασπίζονται το καλό, αλλά συμπληρώνουν: «καλή η ελευθερία, αλλά με όριο». Είναι μέρος ενός οργανωμένου ιδεολογικού πολέμου και όχι μόνο ατομικής υστερίας. Είναι η αντίδραση της κυρίαρχης τάξης στην πολιτισμική ανατροπή που απειλεί την εξουσία της.
Ύστερα από μια περίοδο ψευδαίσθησης ασφάλειας και σταθερότητας, αγγίχθηκαν βαθύτεροι ψυχολογικοί και συναισθηματικοί μηχανισμοί σε όλη την κοινωνία. Αυτό δηλώνει πως έφτασε η στιγμή για μεγαλύτερες συγκρούσεις με τις κατεστημένες κοινωνικές νόρμες. Τόσο την νόρμα αυτή που τσαλαπάτησε τα έργα στο πάτωμα όσο και αυτή που τα κρέμασε στο τοίχο.
Το ανοίκειο και το αλλόκοτο μπορούν να τροφοδοτήσουν την αμφισβήτηση, αλλά μόνο μέχρι ένα σημείο. Για να μην μείνουμε σε μια επιφανειακή ρήξη, χρειάζεται να προχωρήσουμε ψηλαφητά και κριτικά – όχι απλώς για να αντικαταστήσουμε το παλιό, αλλά για να το φωτίσουμε μέχρι εσχάτων.
Και για να φωτιστεί, απαιτείται ουσιαστική κριτική, όχι μόνο στον “αστυνόμο” της τέχνης, αλλά και στο ίδιο το έργο – και ακόμα βαθύτερα, σε όσους το δημιουργούν, το προωθούν, το επιβάλλουν ή το ελέγχουν: τον καλλιτέχνη, τον κριτικό, τη γκαλερί.
Από το χέρι του δέσμιου μέχρι τον ίδιο τον κρίκο που τον κρατά καθηλωμένο, η απόσταση είναι μεγάλη. Οι ισχυρά κατεστημένες κοινωνικές νόρμες ανατρέπονται με μια τέχνη που δεν φοβάται να διανύσει αυτή την απόσταση.
Χραπ!
(Ο συγγραφέας του κειμένου σταματά εδώ γιατί «την έφαγε» από κάποιον «παραδοσιακό» φροϋδικό!)
Γιώργος Μαγιάκης,Φιλόλογος – μεταπτυχιακός φοιτητής ΔΠΜΣ «Λαογραφία και Πολιτιστική Διαχείριση» ΕΚΠΑ
Λίγα Λόγια: Είμαι φιλόλογος, απόφοιτος του Τμήματος Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πατρών και μεταπτυχιακός φοιτητής στο ΔΠΜΣ «Λαογραφία και Πολιτιστική Διαχείριση» του ΕΚΠΑ. Παράλληλα, δραστηριοποιούμαι ως χοροδιδάσκαλος δημοτικών χορών και δημιουργικός παραγωγός πολιτιστικών εκδηλώσεων, αναδεικνύοντας τη δυναμική σχέση λαογραφίας, παράδοσης και σύγχρονων μορφών έκφρασης.