Μεταξύ φρένων και αλεξίπτωτου
Η ανθρωπότητα καλείται ξανά να βρει τη λύση στα θανατηφόρα προβλήματα της μέσα από τη συνθήκη που τα δημιούργησε: Είναι πλέον επιτακτικό να αποφασίσει να δει πέρα και πάνω απ’ αυτήν.
Τα δάση κατατρώγουσιν αι αίγες ή ερημούσιν αι ανά παν έτος αναπτόμεναι προς αύξησιν της βοσκησίμου εκτάσεως πυρκαϊαί, των οποίων αδύνατον είναι να ευρεθώσιν και να τιμωρηθώσιν οι πασίγνωστοι αυτουργοί, διά τον λόγον ότι δεν έχουν ψήφους τα δέντρα και έχουσι ψήφους οι αιγοβοσκοί.
Ε. Ροΐδης
Το άνω απόσπασμα αναζητήθηκε ξανά εφέτος μετά τη δίχως προηγούμενο καταστροφή που, ωστόσο, δείχνει ακόμα να μην έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της. Μάλιστα, και δίχως μια αλλαγή δραστική, θα είναι ένας κύκλος αυτός που θα παραμείνει ανοιχτός για καιρό. Αν αναλογιστεί κανείς όμως στα σημεία τι αναφέρει ο Ροΐδης, που έζησε τον 19ο αιώνα –και λοιπόν όταν ακόμα η περιβαλλοντική καταστροφή ως μορφή και περιεχόμενο βρισκόταν στα σπάργανα– θα διαπιστώσει πολύ εύκολα πως οι αναλογίες με το παρόν παραμένουν εμφατικές.
Δεν χρειάζεται βέβαια πάντα να ανατρέχει κανείς σε αναλογίες, μιας και οι καταστάσεις παραμένουν συχνά όμοιες ακόμα και στην επιφάνεια τους. Πράγματι, και σήμερα ακόμα οι φωτιές για βόσκηση παραμένουν κορυφαίος παράγοντας για την καταστροφή που συντελείται. Πέρα από τις συλλήψεις εμπρηστών κτηνοτρόφων που μαθαίνουμε πως έγιναν φέτος στη Ιταλία, είναι κραυγαλέα πια η υπαιτιότητα των μεγάλων κτηνοτροφικών μονάδων στην αδιάκοπη κατάκαυση τμημάτων του Αμαζονίου. Το κατά μία έννοια αξιοπερίεργο είναι πως στη γειτονική χώρα υπάρχει παραδοχή από επίσημα χείλη ότι οι 7 στις 10 πυρκαγιές που ξεσπούν έχουν ανθρώπινη υπαιτιότητα, με το 57.4% να είναι εσκεμμένες (εμπρησμοί με πρόθεση). Αυτό είναι κάτι που μάλλον έρχεται σε ευθεία και θλιβερή αντίθεση με την κυρίαρχη στα καθ’ ημάς κυβερνητική γραμμή περί «φυσικών φαινομένων» και «πρωτόγνωρων συνθηκών», ενώ παράλληλα –και μέσω του κινούμενου στα δεξιά Τύπου– διακινούνται υπόνοιες περί «ύποπτων συγκυριών» και εκφράζεται η άποψη πως η χώρα «πολιορκείται». Στον αντίποδα, πάλι, ο μεγαλύτερος αγροτικός συνεταιρισμός της Ιταλίας εκτιμά πως η πλειοψηφία των πυρκαγιών στη χώρα προκαλούνται από διαμάχες πάνω στην κατοχή γης ή για να προωθηθούν βιομηχανικά συμφέροντα˙ με τον καύσωνα και την παρατεταμένη ανομβρία να δίνουν μονάχα το έναυσμα στους εμπρηστές να δράσουν.
Η κτηνοτροφία και οι ανάγκες τις ωστόσο, ως ένα μικρό λιθαράκι στο μωσαϊκό που μας περιβάλλει, αν κάτι προδίδουν είναι τις κραυγαλέες αντιφάσεις στις οποίες βρισκόμαστε μπλεγμένοι. Από το γεγονός ότι η ελεγχόμενη βόσκηση θα μπορούσε να αποτελέσει ευλογία για περιοχές με συσσωρευμένη βιομάζα, λειτουργώντας ως φυσική και πολλαπλά ωφέλιμη ταυτόχρονα πρόληψη για την επέκταση των πυρκαγιών, μέχρι την πραγματικότητα, που ορίζει την υπερβόσκηση και τη γιγάντωση της κτηνοτροφίας ως έναν από τους βασικούς υπαίτιους του περιβαλλοντικού προβλήματος, ο κόσμος μας βρίθει από παρόμοιες αντινομίες. Ένα αποκαλυπτικό παράδειγμα έρχεται επίσης να προστεθεί με αφορμή την καμπάνια «1 τρισεκατομμύριο δέντρα»: Η ιδέα, που βασίστηκε σε επιστημονική μελέτη, είναι πως η φύτευση ενός τρισεκατομμυρίου δέντρων θα μπορούσε να συγκρατήσει την περιβαλλοντική καταστροφή που συντελείται μέσω της απορρόφησης ενός τεράστιου όγκου αερίων του θερμοκηπίου. Μέσα στη φαινομενική απλότητα της, η πρόταση αγκαλιάστηκε από θεσμούς όπως το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, εν συνεχεία από κυβερνήσεις όπως αυτή των ΗΠΑ επί Προέδρου Τραμπ και, τέλος, από εταιρίες όπως η HP, η Microsoft και η Salesforce. Η επιστημονική κριτική στην πρόταση δεν άργησε να έρθει: 46 επιστήμονες κατέθεσαν τις αντιρρήσεις τους, όχι ως προς τη δενδροφύτευση καθαυτή, αλλά ως προς τα πλείστα προβλήματα που θα προκαλέσει τέτοια μαζική παρέμβαση στα οικοσυστήματα. Για να φτάσουμε όμως στο προκείμενο, μία μελέτη προτείνει πως ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να προστατευτεί το δάσος του Αμαζονίου είναι να το αναλάβουν οι ιθαγενείς. Μέσα από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψε πως τα μέρη του δάσους που είχαν απομείνει υπό τον έλεγχο τους, δίχως δηλαδή έξωθεν παρεμβάσεις, παρέμεναν περισσότερο ικανά να απορροφούν διοξείδιο του άνθρακα (κάτι που έχει πλέον αντιστραφεί στον λεγόμενο «τελευταίο πνεύμονα της γης») είτε παραμένοντας ανέπαφα, είτε με το να αναδημιουργούνται με μεγαλύτερη ταχύτητα και αποτελεσματικότητα. Και αυτό είναι φυσικό, καθότι το δάσος και η γη, εν γένει, δεν έχει εμπορευματικό χαρακτήρα για τους ιθαγενείς –όχι όπως αυτός ορίζεται στο παγκόσμιο καπιταλιστικό χωριό μας. Η αντίφαση ωστόσο υπάρχει και εδώ: Ανάμεσα στα εκατομμύρια των ντόπιων που ζουν στα πέριξ αλλά και εντός της λεκάνης απορροής του Αμαζονίου, οι περισσότεροι από αυτούς επιβιώνουν ακριβώς χάρη στην καταστροφή του δάσους. Το να τους αρνηθεί κανείς σήμερα την κτηνοτροφία ή την υλοτομία δίχως μέριμνα για εναλλακτική λύση, σημαίνει να τους καταδικάσει στην πείνα. Ας προσθέσουμε λοιπόν και αυτόν τον λίθο στο μωσαϊκό.
Πίσω στο εγχώριο σκηνικό τώρα, υπήρξαν ίσως κάποιοι που αναστέναξαν με ανακούφιση όταν άκουσαν από τα χείλη του πρωθυπουργού πως όλες οι καμένες εκτάσεις θα κηρυχθούν αναδασωτέες. Δεν έχει τόση σημασία το γεγονός πως η ενέργεια αυτή εκπορεύεται από άρθρο του Συντάγματος, όσο το ότι οφείλουμε να ανατρέξουμε στην εμπειρία ώστε να μπορέσουμε να διαβλέψουμε πού αυτό θα μας οδηγήσει. Επιγραμματικά, παρατίθενται τίτλοι από τον Τύπο σε βάθος εικοσαετίας, έτσι ώστε να βγει ένα ίσως χρήσιμο συμπέρασμα:
«Η Πεντέλη χτίστηκε γύρω από τις εστίες της μεγάλης πυρκαγιάς» (Τα Νέα, 21/10/2000 – Σημείωση: Μετά τις πυρκαγιές των ’95 και ’98 και πριν ακόμα την πυρκαγιά του ‘05)
«Οικοπεδοποιούν τα καμένα δάση» (Ριζοσπάστης, 13/10/2005)
«28 “μνηστήρες” για την Πεντέλη» (Καθημερινή, 19/08/2007)
«Φυτεύουν βίλες στο δάσος της Πάρνηθας» (Καθημερινή, 23/08/2009)
«Ακάθεκτος… ύμνος στην αυθαιρεσία» (Ελευθεροτυπία, 05/09/2009 – Σημείωση: Για τα αυθαίρετα της Μονής Αγίου Παντελεήμονος στις κηρυγμένες ως αναδασωτέες εκτάσεις)
«Αλλαγή χρήσης γης καμένων εκτάσεων» (ΕφΣυν, 04/08/2021)
Στα παραπάνω θα βρει κανείς επίσης αυτούσιες δηλώσεις της πολιτείας. Από τον πρωθυπουργό Καραμανλή (που δήλωνε το 2005 πως «όλες οι δασικές εκτάσεις που κάηκαν κηρύσσονται αναδασωτέες. Αυτό είναι ένα σαφές μήνυμα για όσους απεργάζονται σχέδια κατά της ποιότητας ζωής όλων μας, κατά του περιβάλλοντος. Στη θέση του δάσους που κάηκε θα δημιουργηθεί νέο δάσος») στον υπουργό ΠΕΧΩΔΕ Σουφλιά το 2009 («όπου ήταν δάσος, θα ξαναγίνει δάσος» και «έχουν γίνει από πλευράς νομοθεσίας τα πάντα, ώστε να μην επιτραπεί να μετατραπούν σε οικόπεδα και βίλες οι δασικές εκτάσεις»), οι εκπρόσωποι και διαχειριστές του κρατικού μηχανισμού είχαν πάντα τους μια διάθεση να μας πείσουν για το καλύτερο δυνατό. Ίσως λοιπόν ο κ. Μητσοτάκης να μην ανακάλυψε τον τροχό. Ίσως, ίσως λέμε, να ακολούθησε την πεπατημένη της ανέξοδης φλυαρίας, με αποτελέσματα που τα έχουμε ήδη δει παραπάνω. Η ερώτηση ωστόσο πρέπει τώρα να τεθεί: Γιατί απομένουμε, τόσα χρόνια τώρα, στο ίδιο έργο θεατές;
Η απάντηση σε αυτό έχει ήδη δοθεί˙ και μπορεί να δοθεί με τρεις μόνο λέξεις: Εμπορευματοποίηση της γης. Κοιτάζοντας ξανά τη δικαιολογημένα οργισμένη αντίδραση του κόσμου, όλων μας, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει το προφανές: Κανένα σύνθημα, όσο μεστό ή βλακώδες, ενάντια στη σημερινή κυβέρνηση και προσωπικά τον πρωθυπουργό δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα ως αυτό έχει. Αν οι ευθύνες πράγματι υπάρχουν για την τουλάχιστον προβληματική αντιμετώπιση της καταστροφής και την ανύπαρκτη πρόληψη, δεν πρόκειται να μας σώσει καμία άναρθρη κραυγή, κανένα ευφυολόγημα έναντι του κράτους αυτού που έχει βαλθεί να ερημώσει τον τόπο. Είτε υπό τη διαχείριση των εκσυγχρονιστών σοσιαλδημοκρατών, είτε υπό εκείνη τη σύμφυση εθνοπατριωτών και γραβατοφορεμένων τεχνοκρατών, η χώρα χρόνια τώρα οδηγείται σε ένα καθοδικό σπιράλ οικολογικής καταστροφής που, υπό την παρούσα συνθήκη, μπορεί μονάχα να εντείνεται ώσπου να φτάσει –στο όχι μακρινό μέλλον– στην ερημοποίηση. Η κυβέρνηση, βεβαίως, δείχνει κατά τη διαχείριση της καταστροφής τη γνωστή της πια αλαζονεία. Από τα συγχαρητήρια που μοίραζαν οι υπουργοί της μεταξύ τους τις πρώτες μέρες της καταστροφής μέχρι τη θέαση της επόμενης ημέρας με όρους –ξανά– επικοινωνιακούς, το επιτελείο του πρωθυπουργού δείχνει να πιστεύει εαυτόν άτρωτο, υπεράνω τέτοιων ζητημάτων. Αν προσθέσει κανείς μάλιστα τα όσα ιλαροεφιαλτικά ζήσαμε με αφορμή την πανδημία τους προηγούμενους μήνες, είναι φυσικό και θεμιτό να δρέψει πολιτικά τους καρπούς της δυσαρέσκειας του κόσμου και κυρίως των νέων˙ μα δεν είναι το κεφαλαιώδες.
Το κεφαλαιώδες είναι να ξεδιαλύνουμε τα πυκνά νήματα που συνθέτουν την εφιαλτική πραγματικότητα. Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει πως θα ήταν μάλλον προτιμότερο στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών να επιχειρούσαν περισσότερα πυροσβεστικά παρά περιπολικά –αν και τούτη η διαπίστωση ίσως σοκάρει τους απολογητές της κυβερνητικής πολιτικής. Δεν μπορεί κανείς να μείνει εκεί όμως. Απλούστατα, γιατί ο ίδιος Νόμος που επιβάλλει οι καμένες εκτάσεις να κηρυχτούν αναδασωτέες (δίχως τούτο να σημαίνει πως θα καταφέρουν πράγματι να αναδασωθούν), δίνει και το δικαίωμα ύπαρξης στα γνωστά σε όλους τους ενδιαφερόμενους «παράθυρα», τα οποία θα συνεχίσουν να υπάρχουν και μετά την κυβέρνηση αυτή. Είναι τα ίδια αυτά που επέτρεψαν, δεκαετίες τώρα, να μπαζώνονται τα καμένα και να έχουμε οικισμούς μέσα ή δίπλα σε πυκνό δάσος. Αλλού έχουμε λιόδεντρα στη θέση των πεύκων και αλλού βλέπουμε να ξεπηδάνε ξενοδοχειακές μονάδες. Οι αλλαγές χρήσης γης δεν είναι αποτέλεσμα της παρούσας πολιτικής της κυβέρνησης. Είναι αποτέλεσμα όλων των κυβερνήσεων οι οποίες παραχωρούν μέρος των δασικών εκτάσεων στο κεφάλαιο με την ίδια ευκολία που το έκαναν και το κάνουν για ό,τι άλλο είναι εκείνο στο οποίο αυτό διαβλέπει υψηλό περιθώριο κέρδους. Αν λοιπόν βρίσκει κανείς ευχαρίστηση στο να παίζει κρεμάλα με τις δύο λέξεις της επικαιρότητας, μετά τη λύση του γρίφου έρχεται η συνειδητοποίηση –και τούτο δικαίως ακούγεται σαν απειλή– πως το κράτος έχει συνέχεια.
Όλως περιέργως, μπορεί κανείς να συγκατανεύσει στο επιχείρημα των κυβερνώντων πως «παντού έτσι είναι», όπως μας υπενθυμίζεται με αναφορές στις πυρκαγιές στην Τουρκία, την Ιταλία, την Αλγερία και αλλού. Επιβάλλεται πράγματι να κοιτάξουμε πέρα από τη στενή μας χερσόνησο. Μόνο που πρέπει να προσθέσουμε πως είναι η ίδια αυτή πολιτική που ασκείται η οποία οδηγεί στην καταστροφή και σε αυτό που θα μάθουμε να αποκαλούμε ως κλιματικό απαρτχάιντ. Η περιβαλλοντική κρίση κάνει διακρίσεις –και είναι αυτές διακρίσεις κοινωνικές. Οι κλιματικοί πρόσφυγες είναι ήδη παρόντες, ενώ και στην Ευρώπη ακόμα, στον τελευταίο μεγάλο καύσωνα του ’19, μέσα στη μακάβρια λίστα των νεκρών έβρισκε κανείς διαρκώς θύματα όχι του καιρού καθαυτού μα, και πάλι, των ταξικών του διακρίσεων. Ενδεικτικά –και γιατί οφείλουμε να κάνουμε μνεία ώστε να μας γίνει αυτό σαφές– μέχρι τις 29/06 του έτους, είχαμε πέντε νεκρούς. Πέρα από έναν 93χρονο, τη λίστα συμπλήρωναν ένας 72χρονος άστεγος στο Μιλάνο, ένας 60χρονος εργάτης στο Ρίμινι που ένιωσε αδιαθεσία καθώς βρισκόταν σε σκαλωσιά και έπειτα κατέρρευσε, ένας 33χρονος στεγοποιός στη Ριέν που λιποθύμησε καθώς βρισκόταν πάνω σε στέγη και, τέλος, ένας 17χρονος στην Ανδαλουσία που εκτελούσε αγροτικές εργασίες και έπαθε θερμοπληξία: Η ταξική θέση των πληττόμενων από την κλιματική κρίση είναι σαφής και καλά ορισμένη (εδώ μάλιστα θα μπορούσαμε να βρούμε και αναλογίες με τα σπίτια που «πρόκειται να ξαναφτιαχτούν» –θέση ανάλαφρα ειπωμένη, και εκφρασμένη από εκείνους που το πόθεν έσχες τους δείχνει να μην έχει τελειωμό).
Οι βασικές αρχές όμως είναι αμείλικτες και δεν μπορούν να συνεχίζουν να παραβλέπονται: Η αδιάκοπη και άλογη παραγωγή προς υποστήριξη και γιγάντωση του κεφαλαίου μπορεί μονάχα να οδηγεί στην καταστροφή του παγκόσμιου οικοσυστήματος. Ξανά και ξανά ακούμε τα τελευταία χρόνια πως η ανθρωπότητα καταναλώνει τους πλανητικούς πόρους ταχύτερα απ’ όσο αυτοί μπορούν να αναπληρωθούν. Και όμως, τίποτα δεν δείχνει να αλλάζει παρότι η διαπίστωση και τα παρελκόμενα της είναι εφιαλτικά. Αντίθετα, κάθε χρόνο δείχνουμε πιο αποφασισμένοι από ποτέ να σπάσουμε το προηγούμενο ρεκόρ. Τούτος ο φαινομενικός παραλογισμός, αυτή η μέγιστη αντίφαση, δεν είναι τίποτα άλλο παρά διευρυμένο αποτέλεσμα εκείνου που ο Μαρξ ονόμαζε «μεταβολική ρήξη» της (καπιταλιστικής) κοινωνίας με τη φύση.
Το πρόβλημα είναι λοιπόν πλανητικό, μα όχι καθολικό˙ και ο καπιταλισμός ούτε το μπορεί μα ούτε και επιθυμεί μια ριζική ανατροπή της κατάστασης. Αντίθετα, σαν μπλεγμένοι σε σενάριο δυστοπίας, παρακολουθούμε αποκαρωμένοι τους νεόκοπους σταρ της παγκόσμιας ολιγαρχίας να σουλατσάρουν στο διάστημα οραματιζόμενοι νέα πεδία απροσμέτρητου κέρδους, αφήνοντας πίσω από το νέφος των πυραύλων να κρύβεται ένας κόσμος κοινωνικά ισοπεδωμένος. Το κατά μία έννοια εντυπωσιακό: Η οικολογική καταστροφή, η οποία είναι αποτέλεσμα και ταυτόχρονα προϋπόθεση για την καπιταλιστική ανάπτυξη, η ίδια αυτή ανάγεται σε βαλβίδα αποσυμπίεσης για τη λαϊκή οργή και, ταυτόχρονα, σε μοχλό πίεσης για τη συστράτευση τμημάτων των μαζών και ακτιβιστών σε αμφίβολης περιβαλλοντικής (μα βέβαιης επενδυτικής) αξίας μέτρα, όπως η αλματώδης και μονόπλευρη ανάπτυξη των ΑΠΕ δίχως να γίνεται παράλληλα ουδείς λόγος για τον πυρήνα του προβλήματος. Αυτή είναι και απάντηση στα τμήματα εκείνης της Αριστεράς στη Δύση που διαβλέπουν στις συμφωνίες των αστικών κυβερνήσεων μια προοπτική για «μεταμόρφωση» του καπιταλισμού, για ένα ξεπέρασμα των εγγενών του αντιφάσεων. Το διαβρωτικό στην άποψη αυτή δεν είναι μόνο πως αναθέτει κανείς την κατάστρωση και εφαρμογή σχεδίου απέναντι στην καταστροφή σε εκείνους που συνεχίζουν να την προκαλούν –προσφέροντας τους έτσι βολικά μια επιπλέον ηθική νομιμοποίηση. Είναι κάτι χειρότερο ακόμα, δηλαδή πως βρίσκεται κανείς στη θέση να υποστηρίζει μια συμφωνία η οποία όχι μόνο καταστρατηγείται, μα δεν είναι και αρκετή για τη βελτίωση της κατάστασης.
Ας κλείσουμε λοιπόν λέγοντας πως είναι προφανές ότι οι πυρκαγιές τις οποίες βιώσαμε, και από τις οποίες ξεκινήσαμε εδώ, δεν αποτελούν και οι ίδιες παρά άλλον ένα λίθο του ευρύτερου μωσαϊκού. Η παγκόσμια εργατική τάξη δέχεται μια επίθεση ανηλεή –επίθεση που έχει ενταθεί ποικιλοτρόπως τις τελευταίες δεκαετίες. Στην οικονομική και υγειονομική κρίση, ήρθε τώρα να προστεθεί εμφατικά η περιβαλλοντική˙ ένα τρικέφαλο τέρας, ένας Κέρβερος που έχει βαλθεί να την κατασπαράξει. Όπως και στην περίπτωση της πανδημίας, που αποτέλεσε και αποτελεί και αυτή ένα πεδίο κερδοφορίας για τους αστούς μέσα στην υποτιθέμενη καθολική πληγή, η ανθρωπότητα καλείται ξανά να βρει τη λύση στα θανατηφόρα προβλήματα της μέσα από τη συνθήκη που τα δημιούργησε: Είναι πλέον επιτακτικό να αποφασίσει να δει πέρα και πάνω απ’ αυτήν. Στην ελεύθερη πτώση στην οποία βρισκόμαστε, και ανάμεσα στα διάφορα αμφίβολης αξίας φρένα που μας προσφέρονται, εμείς θα ήταν ίσως συνετό να αρπάξουμε αλεξίπτωτο.
Άγγελος Ποθουλάκης