Να σταθεί ο λαός ατρόμητος απέναντι σε ένα νέο Δόγμα κορωναϊκού-ιμπεριαλιστικού Σοκ
Μία σύγχρονη μορφή τρομοκρατικής αστικής βιοψυχοπολιτικής;
Μία προϊστορία
Από την εποχή του T. Malthus μέχρι και σήμερα η αστική τάξη επιδίωκε- πατώντας πάνω σε υπαρκτά προβλήματα (πληθυσμού, ασθενειών, περιβαλλοντικά)- το σχεδιασμό μίας τέτοιας βιοπολιτικής που να προωθεί τα συμφέροντά της τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στο εξωτερικό. Έτσι ο Malthus (αν και υπήρξε ριζοσπάστης σε κάποιες από τις απόψεις του για την εποχή) με αφορμή τη μεγάλη αστικοποίηση που είχε λάβει χώρα στην Αγγλία ήδη κατά τα τέλη του 18ου αιώνα λόγω της Βιομηχανικής Επανάστασης και της ανεξέλεγκτης μετακίνησης πληθυσμών που αυτή προκάλεσε από την ύπαιθρο στις πόλεις, δημιουργώντας μια πρωτόγνωρη συμφόρηση και μια σειρά σοβαρών προβλημάτων υγιεινής- ειδικά στις γειτονιές της εργατικής τάξης που εξαπλώνονταν και στις αστικές συνοικίες- (μια κατάσταση που περιέγραψε λεπτομερώς ο Φ.Ένγκελς στο έργο του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία»)- με αφορμή αυτή λοιπόν την κατάσταση ο Malthus ανέπτυξε μια αστική επιστήμη βιοπολιτικής για την αντιμετώπιση του προβλήματος, η βασική θέση της οποίας υποστήριζε ότι η μείωση του πληθυσμού από λιμούς και αρρώστιες αποτελούσε μια φυσική διαδικασία για την πρόοδο της κοινωνίας και παρέπεμπε έτσι στην κατάργηση των «Νόμων για τους Φτωχούς» που βοηθούσαν τις φτωχότερες τάξεις να επιβιώσουν, όπως και στην αποχή τους από το σεξ προκειμένου να μειωθεί η γονιμότητά τους και άρα και η θνησιμότητά των ανθρώπων. Να σημειωθεί ότι μια πολιτική διαχείρισης του προβλήματος ήταν αναγκαία καθώς ο συνωστισμός στις πόλεις ήταν τόσο μεγάλος, όπως και ο βούρκος μέσα στον οποίο είχαν πετάξει οι κυβερνήσεις και το κεφάλαιο τους εργαζόμενους, που οι ασθένειες και η εγκληματικότητα άρχισαν να εξαπλώνονται και να απειλούν μέχρι και την ίδια την αστική τάξη.
Ο επόμενος μεγάλος σταθμός στον τομέα της βιοπολιτικής στην Αγγλία συντελέστηκε με το έργο του F. Galton, ενός Βρετανού πολυμαθούς επιστήμονα που ήρθε στα τέλη του 18ου να συνεχίσει τις θεωρήσεις του Malthus (προηγουμένως είχε ήδη αναπτύξει τις ρατσιστικές του θεωρίες ο Herbert Spencer, το δόγμα του οποίου θα αποκαλείτο αργότερα «κοινωνικός δαρβινισμός»). Ο Galton εισήγαγε το 1883 τον όρο της «ευγονικής» ως εργαλείο με στόχο την καλύτερη πολιτική διαχείριση των προβλημάτων του πληθυσμού, αλλά και την βιολογική του βελτίωση προκειμένου οι νέες γενιές να γεννηθούν με καλύτερες γενετικές προδιαγραφές (να πούμε ότι ένας τέτοιος στόχος δεν είναι αρνητικός ή φασιστικός από τη φύση του- η κληροδότηση ενός όσο το δυνατό υγιέστερου σώματος στις επόμενες γενιές είναι ένα γενεαλογικό καθήκον- η έννοια της βιοπολιτικής δεν πρέπει να δαιμονοποιείται λόγω του ναζισμού, πράγμα που κάνουν συνήθως οι μεταμοντέρνοι διανοούμενοι). Ωστόσο ο Galton θεωρούσε ότι οι κατώτερες τάξεις είναι και κατώτερης διάνοιας από τη φύση τους και έτσι τις αξιολογούσε ως «ηλίθιες» και «εγκληματικές». Επίσης πίστευε ότι αυξάνονται με ταχύτερο ρυθμό από τις ανώτερες τάξεις και για αυτό προέτρεπε την πολιτεία να λάβει κάποια μέτρα: την επίσπευση των γάμων μεταξύ των μελών των ανώτερων τάξεων, την στήριξη του πολλαπλασιασμού της τεκνογονίας τους και την αντίστοιχη μείωσή της στις κατώτερες τάξεις μέσω της στείρωσης.
Τις ίδιες επιστημονικές θεωρήσεις θα εισάγει στην Αμερική ο Karl Pearson-πρωτοπόρος του αμερικανικού ευγονικού κινήματος στις αρχές του 20ου αιώνα και στενός συνεργάτης του Galton– όπου μέχρι το 1936 31 Πολιτείες θα έχουν ψηφίσει κάποιον ευγονικό νόμο που προβλέπει τη στείρωση των «ακατάλληλων». Τέτοιοι «ακατάλληλοι» είναι κατά τον Henry Laughlin– επίσης πρωτοπόρος του κινήματος- οι «μικρόνοες, παράφρονες, ψυχοπαθείς, εγκληματίες (συμπεριλαμβανομένου και εκείνων με παραβατική και δύστροπη συμπεριφορά), επιληπτικοί, αλκοολικοί, άρρωστοι, τυφλοί, κωφοί, ορφανοί, άστεγοι και άποροι». Οι Αμερικανοί ευγονιστές υποστήριζαν ότι ορισμένες τάξεις και φυλές δεν θα έπρεπε να έρχονται σε επαφή προκειμένου να αποφευχθεί ο εκφυλισμός του ανώτερου είδους των ανώτερων τάξεων, ενώ παράλληλα υποστήριζαν τον περιορισμό της μετανάστευσης προς τις ΗΠΑ (είχε ενταθεί εκείνη την περίοδο λόγω των αντισημιτικών πογκρόμ που γίνονταν τότε στη Ρωσία), καθώς θεωρούσαν ότι οι μετανάστες εκπροσωπούσαν ένα υποδεέστερο είδος και η διασταύρωση μαζί τους αποτελούσε ένα είδος «υγειονομικής απειλής». Έτσι περισσότεροι από 60.000 άνθρωποι στις ΗΠΑ υποβλήθηκαν σε προγράμματα στείρωσης, μια πολιτική που γενικεύτηκε στη Βόρεια Ευρώπη στο διάστημα 1910-1930 σε χώρες όπως η Δανία, η Γερμανία και η Σουηδία, ενώ προηγουμένως βρήκε εφαρμογή στις αποικίες των Άγγλων (Ινδία) και των Γερμανών (Ναμίμπια). Καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα ασθένειες όπως χολέρα, φυματίωση και πολιομυελίτιδα αποτέλεσαν αφορμή για ρατσιστικές πολιτικές σε ΗΠΑ και Ευρώπη απέναντι στο ντόπιο και το διεθνές προλεταριάτο (π.χ Μαύροι, Ιρλανδοί, Εβραίοι, Ιταλοί κ.α). Οι πολιτικές αυτές νομιμοποιήθηκαν από την αστική επιστήμη με θεωρίες όπως αυτή του «μιάσματος» (miasma theory) που αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από τη «μικροβιακή θεωρία» (germ theory of disease).
Τελικά όλη αυτή η πολιτική των ιμπεριαλιστικών δημοκρατιών προλείανε το έδαφος για τη θέσπιση των αντισημιτικών Νόμων της Νυρεμβέργης το 1938 και για το γνωστό ναζιστικό τερατούργημα του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος, ένα ταξικό ρατσιστικό πρόγραμμα εξόντωσης εκατομμυρίων ανθρώπων ανάμεσά τους κοινωνικά περιθωριοποιημένοι, άνθρωποι με ειδικές ανάγκες, εργάτες, μικρομεσαίοι, δημοκράτες, αριστεροί, κομμουνιστές κ.α. Κάπως έτσι ο φασισμός στη Γερμανία επιδίωξε να λύσει το πρόβλημα της φτώχειας, της ανεργίας, της εγκληματικότητας και των ιδεολογικο-πολιτικών του αντιπάλων για την επιτάχυνση της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας των μονοπωλίων της στον ανταγωνισμό τους με αυτά της Δύσης και του υπόλοιπου κόσμου.
Στο σήμερα
Όσο αφορά στη σύγχρονη εποχή φαίνεται πως η αστική τάξη συνεχίζει να αξιοποιεί διάφορες μορφές κρίσης και αναμπουμπούλες (ή να τις δημιουργεί σε ένα βαθμό η ίδια) προκειμένου να προωθήσει την πολιτική της τόσο από την πίσω πόρτα αποπροσανατολίζοντας για να περάσει διάφορα μέτρα στη «ζούλα», όσο και από την μπροστινή πόρτα με καταστολή και ρατσισμό. Ως προς αυτό έχουν αρκετό ενδιαφέρον οι τοποθετήσεις της Αμερικανίδας δημοσιογράφου, Naomi Klein, η οποία διαπίστωσε στις ΗΠΑ αυτού του είδους την πολιτική του «Σοκ», όπως την αποκαλεί η ίδια και την περιγράφει ως εξής:
«Αυτό για το οποίο ήθελα να μιλήσω με αυτό το βιβλίο μου ήταν η πολιτική στρατηγική της χρήσης μεγάλου εύρους σοκ ή τραύματος στις κοινωνίες για να απαλειφθεί κάθε ίχνος δημοκρατίας. Σε κάποιες περιπτώσεις έγινε πιο εμφανώς με πραξικόπημα, σε κάποιες άλλες με τη συγκεκαλυμμένη εκμετάλλευση ενός τρομοκρατικού χτυπήματος, μιας φυσικής καταστροφής, μιας μεγάλης κλίμακας οικονομικής κρίσης. Όλα αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως παράθυρα ευκαιρίας για να διεμβολίσουν την κοινωνική συνοχή και να εγκαθιδρύσουν ταχύτατα κοινωνικο-πολιτικές μεταλλάξεις, όπως ιδιωτικοποιήσεις, χαμηλή φορολογία των μεγάλων επιχειρήσεων, στρατιωτικοποίηση, φυλάκιση όσων άρθρωναν διαφορετικό λόγο κ.ά».
Ένα πρώτο Σοκ παγκοσμίου διαμετρήματος αποτέλεσε όπως λέει η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου την ίδια στιγμή όπου αναπτυσσόταν ένα μεγάλο κίνημα με «μεγάλου εύρους κινητοποιήσεις, στο Σιάτλ, στη Γένοβα κ.α» που αν και «δεν ήταν αψεγάδιαστο» όπως θα σημειώσει, ωστόσο «μιλούσε για το σύστημα με ένα τρόπο που δεν είχε συμβεί για πολύ καιρό» και φαινόταν να είχε «αντικαπιταλιστικό» προσανατολισμό, αποκαλύπτοντας «πολιτικές που επιβάλλονταν σε χώρες, κυρίως μέσω συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου, με σημαντική εμπλοκή του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου», ενώ παράλληλα αναπτυσσόταν ένας μεγάλος αντιρατσιστικός λόγος σε παγκόσμιο επίπεδο. Με το τρομοκρατικό χτύπημα ωστόσο φαίνεται πως αυτή η κατάσταση άλλαξε δραματικά καθώς: «Όταν συνέβη η 11η Σεπτεμβρίου, νιώσαμε αμέσως ότι δεν θα ξαναμιλούσαμε πια για αυτά τα ζητήματα».
Ένα άλλο παράδειγμα θα αποτελέσει το εξής: «Αμέσως μετά βρέθηκα σε δημοσιογραφική αποστολή στο Ιράκ. Ήταν λίγο μετά την εισβολή και βόμβες έσκαγαν γύρω μας. Σχεδόν όλοι οι δημοσιογράφοι ήταν επικεντρωμένοι στις βόμβες, ενώ την ίδια στιγμή σειρά απορρυθμίσεων, ιδιωτικοποιήσεων και φορολογικών μεταρρυθμίσεων υλοποιούνταν σε πολιτικό επίπεδο. Ξεκίνησα για να γράψω ένα μικρό βιβλίο με αφορμή το Ιράκ, τη διαχείριση που προηγήθηκε και ακολούθησε, και το μέλλον της αντιπαγκοσμιοποιητικής συζήτησης, αλλά μετά ήταν η Κατρίνα, το τσουνάμι στην Ασία και συνειδητοποίησα ότι αυτό το μοτίβο ακολουθούταν εδώ και πολύ καιρό».
Το ίδιο αναφέρει και για την περίπτωση του Πουέρτο Ρίκο: «Δεν πρόκειται για θεωρία ή περιορισμένης εμβέλειας προσέγγιση, το κάνουν παντού, συνέχεια. Τώρα το κάνουν στο Πουέρτο Ρίκο, από όπου μόλις επέστρεψα. Λίγους μήνες πριν το χτύπημα του τυφώνα, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους ενάντια στη λιτότητα, εβδομήντα δύο μέρες οι φοιτητές έκαναν αποχή. Κι ύστερα ακολούθησε η φυσική καταστροφή και η διαχείρισή της. Τώρα ιδιωτικοποιούν το ηλεκτρικό ρεύμα, ανακοίνωσαν ότι 300 σχολεία κλείνουν και εν γένει ακολουθείται το μοτίβο που ακολουθήθηκε και στη Νέα Ορλεάνη μετά τον τυφώνα Κατρίνα». (Πηγή: Εποχή)
Αν και η ίδια θεωρεί ότι πρόκειται για μια πολιτική επέλασης του «νεοφιλελευθερισμού», κάτι το οποίο δεν με βρίσκει τελείως σύμφωνο, ωστόσο φαίνεται η ανάλυσή της να αναδεικνύει κάποιες αληθινές πλευρές της σύγχρονης αστικής πολιτικής, αν τη συνδυάσουμε και με τα όσα προαναφέρθηκαν για την προϊστορία της αστικής βιοπολιτικής.
Σε σχέση με αυτό λοιπόν ας σκεφτούμε ψύχραιμα τώρα τα εξής: σήμερα βρισκόμαστε στη διαρκή παρακολούθηση μιας μεγάλης οικολογικής κρίσης, με πιο επίκαιρο παράδειγμα αυτό της Αυστραλίας (που εκφράζεται και στην Ελλάδα με την όξυνση των πυρκαγιών, την περίπτωση της Χαλκιδικής κ.α), της διεθνούς μετάδοσης ενός ιού, της όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών (όπως η κυνική επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ με το θάνατο του Σολεϊμανί, οι αντιθέσεις στη Μέση Ανατολή, η αύξηση της τουρκικής προκλητικότητας απέναντι στην Ελλάδα κ.α) και της διόγκωσης του προσφυγικού προβλήματος. Αν και όλα αυτά προφανώς αποτελούν και τα κύρια προβλήματα της στιγμής ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέπει κανείς από την άλλη τη διαρκή, επαναλαμβανόμενη και μονόπλευρη προβολή τους από τα ΜΜΕ που έχει στόχο πιστεύω τόσο την ηθική κατάπτωση του λαού και της εργατικής τάξης εμφανίζοντας από τη μία έναν ιμπεριαλισμό παντοδύναμο που προσπαθεί να δείξει τα δόντια του και από την άλλη έναν Άνθρωπο κατατρεγμένο και αδύναμο μέσα στην κρίση που τον περιβάλλει προκαλώντας εσκεμμένα έναν πανικό, όσο και τον αποπροσανατολισμό του λαού προκειμένου να προχωρήσουν άμεσα εγκληματικές πολιτικές, όπως αυτή της αντιασφαλιστικής νομοθεσίας με την αρχή της ιδιωτικοποίησης της ασφάλισης, της παραχώρησης υδάτινων και χερσαίων πόρων σε εταιρείες (π.χ Κρήτη και ΛΑΡΚΟ), όπως και ένα σωρό στρατιωτικών βάσεων στο ΝΑΤΟ με την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στο εξωτερικό που εμπλέκουν τη χώρα ακόμα περισσότερο στους ανταγωνισμούς, αλλά και της κατάργησης του ασύλου, της εξίσωσης των κολεγίων με τα δημόσια πανεπιστήμια και του εγκλεισμού των προσφύγων στα νησιά μέσα σε ασφυκτικά στρατόπεδα. Παράλληλα διαμορφώνεται ένας πανικός με τον κορωναϊό που είναι πολύ πιθανό να αξιοποιηθεί εκτός από αποπροσανατολιστικό και ως ρατσιστικό εργαλείο (ιδιαίτερα απέναντι στους πρόσφυγες που όντως αντιμετωπίζουν κάποια προβλήματα προληπτικής υγιεινής και έλλειψης εμβολιασμού), με τις έρευνες ωστόσο να λένε ότι μόλις το 3% των προσβληθέντων αποκτά σοβαρά προβλήματα, ενώ μία απλή γρίπη σκοτώνει 60 φορές περισσότερο το χρόνο από ότι αυτός ο ιός. Πρόκειται συνεπώς για μία τυχοδιωκτική πολιτική που πατά πάνω σε υπαρκτά προβλήματα, τα οποία από την άλλη τροφοδοτεί παράλληλα.
Ταυτόχρονα βέβαια η αστική τάξη δεν επαναπαύεται στην αστική ενημέρωση, αλλά επιδίδεται σε μια κυνική καταστολή για την επιβολή αυτής της πολιτικής απέναντι στις διαμαρτυρίες του λαού είτε στα νησιά για το ζήτημα των προσφύγων, είτε στα πανεπιστήμια για την καταστολή και την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, είτε ευρύτερα στην ενδοχώρα απέναντι στην ενιαία πολιτική της κυβέρνησης, των εργατοπατέρων και του κεφαλαίου. Αγώνες που τα αστικά ΜΜΕ προσπαθούν συστηματικά να κρύψουν από το λαό με πιο επίκαιρο και χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό της κεντρικής διεύθυνσης της ΕΡΤ με τη λογοκρισία των περιφερειακών σταθμών της που προετοιμάζονταν να μεταδώσουν την αντίδραση των νησιωτών απέναντι στην καταστολή των ΜΑΤ με στόχο το άνοιγμα του δρόμου για την κατασκευή νέων στρατοπέδων συγκέντρωσης για τους πρόσφυγες από ιδιωτικές εταιρείες (ΤΕΡΝΑ, ΑΚΤΩΡ, ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ).
Όμως όσο και αν προσπαθούν να τη θάψουν πάντα θα θεριεύει αυτή η άλλη μεριά, την οποία πρέπει ο λαός και ειδικά η επαναστατική πρωτοπορία να διακρίνει και να διαδίδει: αυτή των 250 εκατομμυρίων που απήργησαν στην Ινδία, αυτή του αμερικανικού λαού που αμέσως μετά το θάνατο του Σολεϊμανί διαδήλωσε κατά χιλιάδες σε 70 πόλεις, αυτή των εργαζομένων στη Γαλλία που δίνουν μάχη απέναντι στην αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης αυτό το διάστημα με μια σειρά απεργιών, αυτή του ελληνικού λαού που απήργησε κατά χιλιάδες πριν λίγο καιρό ενάντια στον ασφαλιστικό νόμο, αυτή της πρωτοβουλίας αστυνομικών να καταδικάσει την απόβαση των ΜΑΤ στη Λέσβο απαιτώντας την επιστροφή των διμοιριών και της αντίστασης των νησιωτών που τελικά είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρηση των κατασταλτικών δυνάμεων από τα νησιά, όπως και αυτή που θέλει το το 52% και το 55% του ελληνικού και του τουρκικού λαού αντίστοιχα να εναντιώνονται στο ΝΑΤΟ (σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και την προσπάθεια στρατευμένων και έντιμων δημοσιογράφων που παρακολουθούν και δημοσιεύσουν καθημερινά όλα τα παραπάνω). Αυτά τα γεγονότα σε συνδυασμό τόσο με τον αγώνα για άμεση υγειονομική πρόληψη σε όλους τους τομείς (από τη στελέχωση των νοσοκομείων και την παροχή δωρεάν πρόσβασης μέχρι την αποσυμφόρηση των λεωφορείων και την περίθαλψη των προσφύγων), όσο και με τα διδάγματα της ιστορίας (από τον αντιαποικιακό αγώνα μέχρι τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις) μπορούν να αναπτερώσουν την ηθική των Λαών προκειμένου να νικήσουν τον ψυχολογικό πόλεμο των Ιμπεριαλιστών και να αντιμετωπίσουν ψύχραιμα, οργανωμένα και με σθένος, συλλογικά και ενιαία όλα τα προβλήματα που θέτει στο δρόμο τους το κεφάλαιο φτάνοντας τελικά στην ανατροπή του και στη λαϊκή εξουσία.