Οι ρεμπέτισσες ως διαχρονικό πρότυπο γυναικείας χειραφέτησης
Το σημαντικότερο στοιχείο στο πρότυπο της ελεύθερης ρεμπέτισσας και λαϊκής γυναίκας είναι ότι η χειραφέτησή της είναι ουσιαστική γιατί διαμορφώνει στην καθημερινότητα έναν τρόπο ζωής και ένα σύστημα αξιών που αμφισβητεί ευθέως τις καθιερωμένες αστικές σχέσεις εξουσίας και αντιλήψεις όχι μόνο θεωρητικά αλλά κυρίως πρακτικά.
Με αφορμή τα γεγονότα στο Ιράν και την χρόνια καταπίεση των γυναικών από το εκεί θεοκρατικό καθεστώς αλλά και την καταγγελία μορφών έμφυλης βίας κι εκμετάλλευσης από το «Me too» και συνολικότερα το φεμινιστικό κίνημα στις δυτικές χώρες, έχουν επανέλθει στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης οι προϋποθέσεις και στρατηγικές της γυναικείας χειραφέτησης. Κι ενώ θα περίμενε κανείς ότι η διαδρομή του φεμινιστικού κινήματος την τελευταία 50ετία και η ύπαρξη μέσων μαζικής επικοινωνίας όπως τα σόσιαλ μίντια, που καθιστούν τα περιστατικά έμφυλης βίας άμεσα ορατά και γνωστά στο ευρύ κοινό, θα ευνοούσαν τον αγώνα για τη γυναικεία χειραφέτηση, μεγάλο τμήμα των σύγχρονων φεμινιστριών ή όσων αυτοαποκαλούνται τέτοιες αναπαράγει ταυτολογικές, ιδεαλιστικές και αδιέξοδες θεωρίες περί «κοινωνικού φύλου» που τείνουν να ανάγουν την έμφυλη βία κυρίως ή αποκλειστικά στην πατριαρχική νοοτροπία των ανδρών εν γένει, με βερμπαλιστικές εκφράσεις όπως «τοξική αρρενωπότητα», και να προτείνουν ως λύση έναν ιδιότυπο «πόλεμο» μεταξύ των δύο φύλων, που ενίοτε φτάνει μέχρι και απαξίωση ή ακόμη και τη φυσική εξόντωση των ανδρών ως εν δυνάμει δολοφόνων ή κακοποιητών.
Απέναντι σ αυτές τις επικίνδυνες στρεβλώσεις και παρανοήσεις, που αναπαράγουν ανεστραμμένη την πλέον βίαιη και αντιδραστική εκδοχή πατριαρχίας δικαιώνοντάς την, είναι επιτακτική ανάγκη να αναζητήσουμε και να αναδείξουμε ένα διαφορετικό, αληθινά ριζοσπαστικό πρότυπο γυναικείας χειραφέτησης. Όσο περίεργο κι αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως, το πρότυπο αυτό εντοπίζεται στο χώρο του ρεμπέτικου-λαϊκού τραγουδιού, το όποιο διόλου τυχαία διώχθηκε από τα αυταρχικά και δικτατορικά καθεστώτα των δεκαετιών του 30, του 40 και του 50 και το οποίο έχει βρεθεί και στο στόχαστρο ορισμένων σύγχρονων δοκησίσοφων «προοδευτικών» που του αποδίδουν σεξιστικά και μισογυνικά στερεότυπα. Μιλάμε για μια εποχή που σημαδεύτηκε από τα πλέον τραγικά γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας, από τη μικρασιατική καταστροφή μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, το κόστος των οποίων πλήρωσαν βέβαια κατεξοχήν τα εργατικά- λαϊκά στρώματα με διάφορους τρόπους (προσφυγιά, μετανάστευση, σφαγές, διώξεις και λογοκρισία από την κρατική εξουσία). Μέσα σ’ αυτό το πλέγμα σχέσεων εκμετάλλευσης και καταπίεσης εντάσσονταν προφανώς και οι γυναίκες, που ακριβώς λόγω του ότι βίωσαν από πρώτο χέρι όλα αυτά τα δεινά μπόρεσαν να κατανοήσουν σε βάθος αυτό που αρνούνται ή αδυνατούν να καταλάβουν πολλές σημερινές φεμινίστριες ή «φεμινίστριες», δηλαδή ότι η έμφυλη βία και καταπίεση αποτελεί επιμέρους όψη ενός ευρύτερου εκμεταλλευτικού οικονομικοκοινωνικού συστήματος και ότι μόνο η μαχητική και έμπρακτη αμφισβήτηση όλων των πρακτικών και των αξιών του, σε συμπόρευση με τις υπόλοιπες υποτελείς και περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες, μπορούσε να προωθήσει ουσιαστικά και τη δική τους χειραφέτηση. Υπό αυτό το πρίσμα δεν είναι τυχαίο ότι η εν λόγω χειραφέτηση έγινε πράξη στον κοινωνικό και πολιτισμικό χώρο που εξέφραζε τις προσδοκίες, τις αξίες και τα βιώματα όλων των παραπάνω ομάδων [πρόσφυγες, προλεταριάτο και λούμπεν προλεταριάτο των μεγάλων ελληνικών πόλεων της μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής περιόδου (Αθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη), παράνομοι και ημιπαράνομοι (κυρίως χρήστες «μαλακών» ναρκωτικών, όπως το χασίς)].
Η γυναικεία χειραφέτηση στο χώρο του ρεμπέτικου-λαϊκού τραγουδιού γίνεται φανερή σε δύο εξίσου σημαντικά επίπεδα. Αφενός, στην περίοπτη θέση που κατείχαν οι γυναίκες ως κορυφαίες ερμηνεύτριες, απόλυτα ισότιμες στο πλευρό των ανδρών δημιουργών (Ρ. Εσκενάζυ, Ρ. Αμπατζή, Σ. Μπέλλου, Μ. Νίνου κα). Αφετέρου, στο περιεχόμενο πολλών τραγουδιών, που είχαν γυναίκες πρωταγωνίστριες και συγκροτούσαν ένα εξαιρετικά προωθημένο ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα χειραφετητικό πρότυπο με τα εξής χαρακτηριστικά: α) ελεύθερη συναναστροφή με τους άνδρες και αδιαφορία για την κρατούσα ηθική και τη γνώμη του κόσμου («Μαριανθάκι»), β) περιφρόνηση του χρήματος («Τα λεφτά σου δεν τα θέλω», «Άσε τα κόλπα»), γ) Απόρριψη των κοινωνικών συμβάσεων μεταξύ των δύο φύλων (γάμος, προίκα) και αποδοχή της πολυγαμίας («Σαν είσαι μάγκας και νταής», «Ντερβίσαινα»), δ) ελευθερία του λόγου προς τους άνδρες («Λιλή η σκανταλιάρα», «Δεν παύει πια το στόμα σου»), ε) είσοδος σε τεκέδες και συμμετοχή στη χασισοποτεία («Γίνομαι άντρας», «Μόρτισσα χασικλού»). Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι η γυναίκα δεν αποτελούσε αντικείμενο πόθου και διεκδίκησης στο πλαίσιο του ανδρικού εγωισμού, αλλά ακόμη και σε περιπτώσεις ερωτικής απογοήτευσης και προδοσίας πολύ σπάνια υπήρχε η απειλή της αντεκδίκησης με χρήση βίας εις βάρος της γυναίκας.
Με βάση τα παραπάνω, και συνοψίζοντας, το σημαντικότερο στοιχείο στο πρότυπο της ελεύθερης ρεμπέτισσας και λαϊκής γυναίκας είναι αυτό που επισημάναμε και προηγουμένως, ότι η χειραφέτησή της είναι ουσιαστική γιατί διαμορφώνει στην καθημερινότητα έναν τρόπο ζωής και ένα σύστημα αξιών που αμφισβητεί ευθέως τις καθιερωμένες αστικές σχέσεις εξουσίας και αντιλήψεις όχι μόνο θεωρητικά αλλά κυρίως πρακτικά. Χάρη σε αυτήν την πρακτική και συνολική αμφισβήτηση, οι ρεμπέτισσες κατάφεραν να συνδέσουν την απελευθέρωσή τους με αυτή όλων των υποτελών τάξεων που εκφράστηκαν μέσω του τραγουδιού και να τύχουν αποδοχής, σεβασμού και εκτίμησης από τους άνδρες, πετυχαίνοντας μια ενότητα συμφερόντων και στόχων που είναι διαχρονικό ζητούμενο μέχρι και σήμερα.
Ραφαήλ Παπαδόπουλος