Πολιτική ως ανάδειξη ή ως ευθύνη;
Το πρόβλημα προέρχεται από την σύλληψη της πολιτικής ως μέσο καταξίωσης, ισχύος και ιδιοτέλειας κι όχι από την αμιγώς ανθρωπιστική ενασχόληση με τα κοινά, από το αίσθημα ευθύνης, το αίσθημα προσφοράς.
Είναι γνωστό τοις πάσι το δικαίωμα όλων των πολιτών στην πολιτική ζωή και πάγιο αίτημα η ενεργός συμμετοχή σε αυτή. Ωστόσο, παρατηρώντας την υπάρχουσα πολιτική πραγματικότητα, γεννάται η ανάγκη προσδιορισμού των εννοιών «πολιτική» και «πολιτικός», προκαλώντας έντονο προβληματισμό που οδηγεί κάποιους στην πεποίθηση πως η πολιτική πρακτική στην Ελλάδα απέτυχε ολοκληρωτικά λόγω της εσφαλμένης σύλληψης του όρου και των κινήτρων ενασχόλησης με το λειτούργημα. Το πρόβλημα ξεκινά από τους λόγους που ωθούν τον απλό, μέχρι εκ των προτέρων πολίτη, να κομματικοποιηθεί –η ορολογία μόνη αναδεικνύει την πηγή του σφάλματος- και να ασχοληθεί ενεργά με την δήθεν συλλογική ζωή.
Σε κάθε προεκλογική περίοδο εμφανίζονται άνθρωποι να επιζητούν την ψήφο του εκλογικού σώματος, το οποίο διερωτά εαυτόν σχετικά με την συνειδησιακή και ηθικοπνευματική σχέση τους με τον τομέα. Και το ερώτημα σαφώς και είναι εύλογο αφού, κατά το μάλλον ή ήττον, δεν πληρούν τα θεμελιώδη αξιολογικά κριτήρια κατάληψης της επιθυμητής θέσης. Η ατομική ώθηση ενασχόλησής τους με την πολιτική αρύεται από ιδιοτελείς ανάγκες και αριβιστικές επιδιώξεις. Άνθρωποι με παντελή έλλειψη γνώσης ή εμπειρίας διοίκησης και πολιτικής σκέψης αγκομαχούν να εκλεγούν με εξυγιαντικούς λόγους και υποσχέσεις. Στηριζόμενοι σ’ αυτήν την υποσχεσιολογική πρακτική αναζητούν τους ακολούθους που θα τους εμπιστευτούν με την ανάληψη των θέσεων εξουσίας. Όταν λοιπόν κρατούν πια την εξουσία, ξεκινούν την ανταμοιβή των πιστών σκυλιών, τα οποία γαβγίζοντας στις ομιλίες τους και τραμπουκίζοντας τους «εχθρούς», τους τοποθέτησαν ψηλά (βέβαια, άξιο προβληματισμού είναι το γεγονός ότι έχουμε δημοκρατία και άρα ο πολιτικός θα έπρεπε να είναι ακόλουθος του λαού με σαφή επιδίωξη την ανέλιξη του συνόλου αυτού βάσει των συλλογικών απαιτήσεων και διεκδικήσεων). Συλλογιζόμενος κανείς πως αν η παραβολή της προαναφερθείσας εικόνας παραπέμπει κυρίως σε αυτοδιοικητικές και τοπικές πολιτικές διεργασίες, ξεκινά να αντιλαμβάνεται τι γίνεται στους μεγάλους και ως επί το πλείστον οικογενειοκρατικούς κομματικούς σχηματισμούς της χώρας.
Όπως η τοπική ηγεσία στηρίζεται σε μικρούς επιχειρηματικούς κύκλους για την ώθηση του πολιτικού «αγώνα», έτσι και τα εθνικά κόμματα βασίζονται σε μεγάλα επιχειρηματικά και επενδυτικά κεφάλαια (γεγονός που καθιστά πασιφανές ότι οι μετέπειτα πρακτικές των πολιτικών αυτών θα υπαγορεύονται από το κεφάλαιο κι όχι από τις συλλογικές ανάγκες). Ωστόσο, στην περίπτωση των εθνικών κομμάτων τα συμφεροντολογικά και ιδιοτελή κίνητρα ενασχόλησης με την πολιτική ανάγονται σε μία ευρεία κλίμακα συλλογικότητας. Μιας συλλογικότητας όχι φιλικής προς το ευρύ πλήθος αλλά το πλήθος των λίγων, των οποίων τα συμφέροντα θα εξυπηρετηθούν από την άσκηση του «ευγενικού» πολιτικού καθήκοντος. Άρα παρατηρείται πως η τοπική αυτοδιοίκηση είναι μία μικρογραφία και ένα προπαρασκευαστικό στάδιο της ευρύτερης κομματικής ζωής, καθώς οι περισσότεροι που διεκδικούν τοπικά αξιώματα χτίζουν το απαραίτητο βιογραφικό ώστε στο μέλλον να κατευθυνθούν στους κομματικούς σχηματισμούς, οι οποίοι θα εξυπηρετήσουν καλύτερα τις προσωπικές τους επιδιώξεις. Εννοείται πως η ιδεολογική βάση σε όλη αυτή την πρακτική περισσεύει, αφού η ιδεολογία στην προκειμένη περίπτωση πλάθεται συμφεροντολογικά (γεγονός ξεκάθαρο άλλωστε από τις συμμαχίες βουλευτών με προηγουμένως εχθρικές και αντίπαλες ιδεολογικά παρατάξεις).
Κατάληξη λοιπόν των ανωτέρω είναι εξουσίες με σοβαρό έλλειμμα πολιτικής συνείδησης συλλογικού χαρακτήρα. Αυτό οδηγεί, μοιραία, σε ελλιπή πολιτική πρακτική συλλογικού περιεχομένου με αποτέλεσμα ένα σύστημα δυσλειτουργικό για τους πολλούς. Όλα τα παραπάνω προέρχονται από την σύλληψη της πολιτικής ως μέσο καταξίωσης, ισχύος και ιδιοτέλειας κι όχι από την αμιγώς ανθρωπιστική ενασχόληση με τα κοινά, από το αίσθημα ευθύνης, το αίσθημα προσφοράς. Παρακείμενα κι ένα μέρος του λαού, λόγω της εύθραυστης εποχής που βιώνει, γίνεται κοινωνός του πελατειακού συστήματος για να βολευτεί μαζί του. Δεν συνειδητοποιεί όμως πως αυτή η βολή είναι και η χαριστική για την δημοκρατία, την επικράτηση των πολλών, βυθίζοντας το σύνολο ακόμη πιο βαθιά στον πολιτικό βούρκο που βρίσκεται χρόνια τώρα και αποθαρρύνοντας κάθε προσπάθεια εξυγίανσης και ομαλής πολιτικής λειτουργίας είτε του εκλέγειν είτε του εκλέγεσθαι.
Καθώς λοιπόν η πολιτική αποτελεί μεν δικαίωμα όλων αλλά λησμονείται δε η ευθύνη άσκησής του, είναι καιρός οι πολίτες και οι πολιτικοί να συνειδητοποιήσουν τον βαρύνουσας σημασίας ρόλο τους. Από την μία πλευρά οι πολίτες θα έπρεπε να χρησιμοποιούν όλα τα διατιθέμενα δημοκρατικά μέσα για ενημέρωση και ουσιαστική συμμετοχή στα κοινά – όχι μόνο το εκλογικό δικαίωμα μετά το πέρας της εξουσίας – με σκοπό την διεύρυνση της λαϊκής κυριαρχίας και ελέγχου, σκοπεύοντας στην προάσπιση της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων. Από την άλλη, οι εν δυνάμει ή υπάρχοντες πολιτικοί θα έπρεπε να αντιληφθούν πλέον την πολιτική τους ευθύνη υπό συλλογικότερο πρίσμα, πραγματώνοντας μέσω της θέσης τους την λαϊκή βούληση και εντολή με σκοπό την ανάπτυξη του συνόλου και την προαγωγή της δημοκρατίας. Η πολιτική δεν είναι το όχημα που θα οδηγήσει τον πολίτη στο βόλεμα, ούτε όμως και το μέσο ιδιοτελών σκοπών του κάθε πολιτικού, γιατί αν οι θεωρήσεις επί του φαινομένου τείνουν προς τα εκεί, τότε αναπόφευκτα χάνεται κι ο εννοιολογικός χαρακτήρας του δημοκρατικού καθεστώτος.
Γιώργος Σαρδέλης