Σαν πας στον πηγαιμό, έχασες την πυξίδα…
Και να ’ξερες, έρμε, τι σημαίνουν αυτές οι δύο Συμπληγάδες. Τον πόνο και τον καημό αυτού του ποιητή. Μπορεί και να κοκκίνιζες…
Του Γιάννη Δημογιάννη
Ούτε καν 15 χρόνια ποιητικού βίου δεν είχαν συμπληρωθεί, όταν γράφτηκε η μυθική αλληγορία, που έμελλε να μαγνητίσει το στοχασμό αναρίθμητων οδοιπόρων, απανταχού της γης. Κι όντως, η χρήση του εμβληματικού β’ προσώπου στο ποίημα – πολλοί μίλησαν για τη φωνή του ίδιου του Καβάφη – εγχαράχτηκε έκτοτε, ανεξίτηλα στο σώμα της προσωπικής και συλλογικής μνήμης.
Το στοιχείο βέβαια που επιστρατεύτηκε αριστοτεχνικά από τον Αλεξανδρινό, στη νοερή του συνομιλία με τον εκάστοτε μελλοντικό αναγνώστη ήταν η κλιμακούμενη χρήση της προτρεπτικής προστακτικής ꞉ «Σα βγεις», «να εύχεσαι», «μη φοβάσαι», «να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους». Με άλλα λόγια, η αίσθηση της πιο ακατέργαστης, της πιο αυθεντικής συνομιλίας μεταξύ ανθρώπων που μοιράζονται τις εμπειρίες ενός επικίνδυνου και πολυετούς διάπλου.
Μία επιλογή, απ’ ό,τι φάνηκε, διόλου τυχαία, αφού η εσωτερίκευση της προτροπής σε β’ πρόσωπο αποδείχθηκε τόσο έντονη, τόσο ισχυρή, που πολλοί αναγνώστες έφτασαν ν’ αφουγκράζονται πλέον, πίσω από τη φωνή του Καβάφη, τη δικιά τους εσωτερική φωνή.
Σε αυτή τη συχνότητα, αδιαμφισβήτητα, η αέναη πάλη του κάθε ναυαγού αναζωπυρωνόταν αέναα από τη βεβαιότητα πως τελικά, αυτό το νησί, αυτός ο προορισμός ανέκαθεν θα σε εμπνέει και θα σε οδηγεί. Και τούτο, διότι πολύ απλά, σχεδόν νομοτελειακά, ετούτος ο προορισμός, «η Ιθάκη δε σε γέλασε». Ποτέ.
Από εκείνο το χρονικό ορόσημο, η «Ιθάκη» μετατράπηκε, μετουσιώθηκε, θαρρείς, σ’ ένα κείμενο – πυξίδα προς όλους τους σύγχρονους επίγονους του μυθικού ήρωα. Και αυτό, μέχρις ότου το κείμενο – πυξίδα κορυφωθεί στην καταληκτική του αποστροφή ꞉ «η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι». Κοντολογίς, στην πίστη πως, ανεξάρτητα από τις όποιες ανατροπές, το ταξίδι δεν μπορεί σε καμία περίπτωση ν’ αποδειχθεί μάταιο, πόσο μάλλον σ’ έναν άνθρωπο, που τον κινεί, τον θρέφει ο άσβεστος νόστος της επιστροφής.
Σαν φιλόλογος, επομένως, αλλά και πολύ νωρίτερα, ακόμη και σαν μαθητής, διδάχτηκα πως η περιβόητη «Ιθάκη» είναι πρωτίστως ένα κείμενο αυτογνωσίας. Μία ιερή καταβύθιση στον ανθρώπινο βίο, τις αναρίθμητες ανατροπές, μα και στον εσωτερικό αγώνα ν’ αναμετρηθείς με τα δικά σου θεριά. Την προσωπική σου ευθύνη, τα λάθη, τις ανεπάρκειες, τους πειρασμούς, τις δειλίες και κυρίως την αλαζονεία που διέπει τη ματαιότητα του Εγώ σου.
Παρόλ’ αυτά, κι επιστρέφοντας στον απόηχο του πρωθυπουργικού διαγγέλματος, βρέθηκα, προς μεγάλη μου έκπληξη, αντιμέτωπος με την ολοκληρωτική διαστρέβλωση και συρρίκνωση του Καβαφικού μύθου. Τη μετατροπή του, δηλαδή, σ’ ένα φτηνό και παντελώς άτεχνο εγχειρίδιο πολιτικής προπαγάνδας, με αποκλειστικό λόγο ύπαρξης τη δικαίωση μίας φιλόδοξης κομματικής αυλής στις επόμενες εκλογές.
Ο συλλογισμός μου, φαντάζομαι, προβάλλει τουλάχιστον εύλογος.
Από ετούτη πια την Αυγουστιάτικη Δευτέρα, το ποίημα μαζί μ’ όλα τα συμφραζόμενα του μετατράπηκαν σ’ ένα εφήμερο κέλυφος, σ’ ένα όχημα φτηνής κομματικής χειραγώγησης, με απώτερο στόχο την καλλιέργεια ενός βαθύτατα διχαστικού λόγου ανάμεσα στον πολυμήχανο Οδυσσέα/ Τσίπρα και τους λοιπούς σύγχρονους Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες.
Ειδάλλως, σε όλους τους πολιτικούς αντιπάλους, οι οποίοι προβάλλουν ανερυθρίαστα στα μάτια του φιλόδοξου βασιλιά μας, ως επίδοξοι μνηστήρες, που εποφθαλμιούν το θρόνο της εξουσίας και μόνο. Χωρίς προφανώς, ούτε καν ένα ψήγμα αυτοκριτικής για τα γδαρσίματα και τις πρόσφατες πυρκαγιές. Χωρίς καν το παραμικρό ερώτημα, ούτε καν μία στοιχειώδη, προσχηματική έστω, αναζήτηση της προσωπικής ευθύνης.
Αντιθέτως, βέβαια, τι μας περίσσεψε;
Η τηλεοπτική εικόνα. Το θέαμα στην Αγορά. Ένας άφθαρτος Καίσαρας, παντελώς ανυποψίαστος, ακόμη και σχετικά με τον σκεπτικισμό και την αποστροφή του Καβάφη απέναντι στην εξουσία παντός καιρού και προσωπείου.
Όλα, λοιπόν, ανάκατα στο μπλέντερ του ματαιόδοξου ηγέτη μας, όλα μαζί τσουβαλιασμένα, έτσι για να μασήσει το πόπολο.
Στην ανάγκη, δε, αυτού του προπαγανδιστικού πληθωρισμού, οι ευφάνταστοι λογογράφοι του αυτοκράτορα μας δε δίστασαν ούτε να συμψηφίσουν στο λεκτικό τους ντελίριο, μέχρι και τον ίδιο το Σεφερικό λόγο. Την έντεχνη αγωνία ενός εγνωσμένου αστού ποιητή, που όμως τόσο σοφά εντρύφησε στην Καβαφική παρακαταθήκη και τις διαχρονικές της αλληγορίες.
Όλα, λοιπόν, στριμωγμένα σ’ ένα πρωτοφανές ποιητικό τουρλουμπούκι. Ακόμη κι αν χρειαστεί να στριμώξουμε στον πρόλογο του διαγγέλματος μας, έως κι ολίγον Σεφέρη ∙ έτσι για να δοθεί μία επίφαση συγχρονικότητας.
Η απορία μου, φοβάμαι, θα παραμείνει, για καιρό, μετέωρη κι ορφανή…
Και να ’ξερες, έρμε, τι σημαίνουν αυτές οι δύο Συμπληγάδες. Τον πόνο και τον καημό αυτού του ποιητή. Μπορεί και να κοκκίνιζες.