Στη Μακρόνησο δεν πας ούτε για αναψυχή, ούτε από περιέργεια.
Στη Μακρόνησο δε χρειάζεται κανένας αφηγητής , ούτε «ξεναγός». Μιλάει το τοπίο, ο «άλλος» ήλιος, ο «παντοτινός» άνεμος, η πέτρα. Κι αν ψάχνεις τ’ αγγίγματα, θα τα βρεις όλα εκεί, ανεξίτηλα .
–Γράφτηκες;
-Ναι ρε μάνα, αυτό έκανα !
-Γιατί βρε παιδάκι μου να ζούμε με το φόβο μια ζωή;
–Γιατί μία ζωή είναι ρε μάνα, πώς αλλιώς να την ζήσουμε; Θέλει οργάνωση, προσπάθεια, αγώνα...
Πέρασαν τα γεγονότα από τα χρόνια στις μνήμες, στις παραδόσεις, στα φοιτητικά αμφιθέατρα, στους αγώνες !
Δίσεκτα χρόνια μερικά, άλλα κουρασμένα κι αμφίρροπα, άλλα πικραμένα, μα πάντα αισιόδοξα και γελαστά.
Όταν η μάνα πήρε το δρόμο του πατέρα, κοντά στο τέλος της διαδρομής μια περηφάνια την εκμυστηρεύτηκε.
Όχι σ’ εμένα, μα σε τρίτους : «Δεν τον φοβάμαι πια, ξέρει τι κάνει, καλά έκανε ».
Έτσι (μου) είπε στο δικό της γεμάτο αξιοπρέπεια αντίο…
Τις προάλλες λαχταρούσα να είμαι εκεί. Δεν είχα ξαναπάει, κι ήθελα αν γινόταν να σβήσω μιαν «υπογραφή», τη δική μου .
Για τον πατέρα, για τον θείο μου τον Γιώργο, για τον Μάκη, για τη μοναξιά και τις σιωπές –κυρίως για αυτές – που ντύθηκα από παιδί ακόμα.
Εκείνες που με τσάκισαν γεμίζοντας με μνήμες , χωρίς να έχω ζήσει γεγονότα .
Μα υπάρχουν μνήμες και μάλιστα χωρίς να διαμεσολαβήσει κάποιο γεγονός; Υπάρχουν μνήμες που δεν είναι βιωματικές; Κι όμως υπάρχουν, αρκεί να πιάσεις το νήμα προκειμένου να βρεις μέσα σου το σημάδι. Εκείνο το αφημένο στην άκρη του νου. Και μυρωδιές υπάρχουν στη μνήμη , αρκεί να βρεις τον «χώρο», αρκεί να βρεθείς στο χώρο! Έρχονται στην ώρα τους , σαστίζουν το νου και την καρδιά σου. Με αναλαμπές , με εκείνο τον αδιόρατο ,τον «από μνήμης» φόβο να φτάνει μέχρι το μεδούλι.
Στη Μακρόνησο δεν πας ούτε για αναψυχή, ούτε από περιέργεια. Δεν πας για το «προσκύνημα» σ‘ εκείνους που δεν προσκύνησαν ποτέ! Πας για να σκαλίσεις την πέτρα και τη μνήμη χωρίς κανένα βιωματικό προαπαιτούμενο. Πας και είναι όλα εκεί ! Πας και τους βρίσκεις όλους εκεί. Και τον αέρα και την πέτρα και την αγωνία και την κραυγή μέσα στη σιωπή και την σιωπή μέσα στην κραυγή !
Μέγα τοπίο που το μεγαλώσαν οι άνθρωποι! Αλλά και τοπίο ΜΕΓΙΣΤΟ οι ίδιοι οι άνθρωποι !
Με βογγητά αλλόκοτα στη δοκιμασία των ορίων τους . Με υπογραφές που «δεν άντεξαν », με σκισμένα χαρτιά χωρίς υπογραφές. Μ’ εκείνους που χάθηκαν, αυτούς που ‘φυγαν, κι εκείνους τους αλύγιστους που άντεξαν και δεν λύγισαν ποτέ.
Κι η Ιστορία; Αυτή δεν ξαναγράφεται όσο και αν το επιδιώκουν μερικοί. Ούτε τηλεκοντρόλ υπάρχει, ν’ αλλάξεις κανάλι . Το ίδιο κι η πάλη η ταξική σε «γλώσσα ξύλινη» με πείσμα ΣΕ πείσμα, είναι γραμμένη !
Στη Μακρόνησο δε χρειάζεται κανένας αφηγητής , ούτε «ξεναγός». Μιλάει το τοπίο, ο «άλλος» ήλιος, ο «παντοτινός» άνεμος, η πέτρα. Κι αν ψάχνεις τ‘ αγγίγματα, θα τα βρεις όλα εκεί, ανεξίτηλα .
Στη Μακρόνησο, στην Καντάτα του Ρίτσου και του Θάνου, στο γεμάτο σεμνότητα μνημείο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας θα νιώσεις τις σιωπές των ανθρώπων να σε σκεπάζουν. Εκείνες που δεν εξαργυρώθηκαν, εκείνων που δεν εξαργύρωσαν.
Κι από κοντά μόνο ένας ψίθυρος , της μάνας μου θαρρώ , που τώρα πια δεν φοβάται: «Θά κρυώσεις, ρίξε κάτι επάνω σου»!
*Παναγιώτης Α. Λαζαρίδης.