Η τελευταία φωτογραφία…
Στην τελευταία του καταχώριση στο ημερολόγιό του, έγραφε πως «Το θέμα είναι να μπορείς να σηκώνεσαι. Και ποτέ δεν ξέρεις για πόσο θα μπορείς»…
Όταν μπήκε ο Μάης του 2013, ο καρκίνος τού είχε πια κατασπαράξει τις σάρκες, τόσο που διαγράφονταν έντονα τα κόκαλά του κάτω από μια σχεδόν διάφανη επιδερμίδα. Ήταν αδύνατο πια να φάει οτιδήποτε χωρίς να το αποβάλει αμέσως μ’ έναν οδυνηρό έμετο που με τρόμαζε πως θα τον αποτελείωνε. Ο καρκίνος, εκτός από το κεφάλι, το στήθος και τ’ άλλα του όργανα, του είχε καταστρέψει και το στομάχι.
«Πάρε το απόφαση», μου είπε ένας θείος του γιατρός στο τηλέφωνο, «κι άφησέ τον ήσυχο να πεθάνει». Αποτρόπαια λόγια που σε βυθίζουν δίχως έλεος στην απόγνωση: πώς να αποδεχτείς τον θάνατο εκείνου που αγαπάς περισσότερο στον κόσμο. Κι ας καταλάβαινα πως η κάθε στιγμή που περνούσε θα μπορούσε να είναι η τελευταία του. Γι’ αυτό, τον περίμενα πάντα με αγωνία να ξυπνήσει, για να του χαμογελάσω αμήχανα και να του δώσω κάποιο χάπι από το σωρό των φαρμάκων που συνωστίζονταν στην επιφάνεια του τραπεζιού του. Μάταια…
Αγωνιώντας για το αν τελικά θα ξυπνήσει, καθόμουν στον υπολογιστή του, ανάμεσα στα διάφορα μουσικά του όργανα, και προσπαθούσα να ξεχαστώ ακούγοντας με τ’ ακουστικά τη μουσική του και ταξιδεύοντας μέσα απ’ τις εικόνες και τα κείμενα…
Τραγουδούσε στα «Χρώματα της θλίψης»:
«…κάθε φορά που αναγνωρίζεις, την πιο οδυνηρή στιγμή
θέλεις το μέλλον να ορίζεις κι έτσι αποδέχεσαι το γκρι…
οι απώλειες είναι το χρώμα που χάνεις και δίνεις στην κάθε στιγμή
με μια αγκαλιά γι’ αυτόν τον χειμώνα
με χίλια χρώματα την στιγμή
θα προσπεράσεις κάθε απώλεια
χαμογελώντας ως την αυγή…»
Κάποια στιγμή, στάθηκα για ώρα, κοιτώντας στην οθόνη του υπολογιστή κάποιες εικόνες των παιδιών της Αφρικής, σκελετωμένων από τις ασθένειες και την πείνα. Ίσως γιατί εκεί με έστελναν εκείνη την ώρα οι συνειρμοί μου σ’ εκείνο το χωρόχρονο που πέθαινε ο Γιώργος. Ανάμεσά σ’ εκείνες τις εικόνες ήταν κι η φωτογραφία του ετοιμοθάνατου παιδιού και του γύπα που το περιμένει ο άθλιος να πεθάνει για να το κατασπαράξει.
Ύστερα σηκώθηκα, πήρα τη φωτογραφική μηχανή και στάθηκα στα πόδια τού κρεβατιού του Γιώργου, για να τραβήξω την τελευταία του φωτογραφία… Μια φωτογραφία που δεν πρόλαβε να τη δει ποτέ.
Στην τελευταία του καταχώριση στο ημερολόγιό του, έγραφε πως «Το θέμα είναι να μπορείς να σηκώνεσαι. Και ποτέ δεν ξέρεις για πόσο θα μπορείς».
Στις 7 του Μάη, γύρω στα μεσάνυχτα, ο Γιώργος κοιμήθηκε και δεν ξανασηκώθηκε ποτέ. Κι εγώ, στην τελευταία του φωτογραφία, τον φαντάστηκα να ταξιδεύει στον ύπνο του προς τ’ αστέρια, σ’ ένα αιώνιο ταξίδι μέσα στη νύχτα…