Η «Τελευταία Μπλόφα»: πες μας τρόικα τι έγινε το 2015 στην Ελλάδα
Το παρασκήνιο γύρω από την περιβόητη διαπραγμάτευση του 2015, μέσα από τις μαρτυρίες των ίδιων των πρωταγωνιστών. Ή, αλλιώς, ένα βιβλίο για να «πειστείς» πως δεν υπάρχει εναλλακτική…
Πριν ξεκινήσω να γράφω για το βιβλίο η «Τελευταία Μπλόφα» (εκδόσεις Παπαδόπουλος), πρέπει να ομολογήσω πως ήταν πολλές οι στιγμές που σκέφτηκα να το παρατήσω, άλλοτε επειδή αισθανόμουν πως ήταν ένα βιβλίο που είχε γράψει η τρόικα (θεσμοί, δανειστές, πείτε τους όπως θέλετε) για να υπερασπιστεί τις αποφάσεις της απέναντι στην Ελλάδα και άλλοτε ένα βιβλίο που είχαν γράψει σύσσωμα τα αστικά κόμματα για να μας πείσουν πως δεν υπάρχει εναλλακτική. Με εξαίρεση την παράθεση των μαρτυριών και των γεγονότων, οι αναφορές του τύπου «τελείωσαν μια και καλή οι αυταπάτες της ελληνικής κοινωνίας και της πολιτικής ηγεσίας» ή «μετά από αίμα, δάκρυα και έξι χρόνια λαϊκίστικων υποσχέσεων, είχε επέλθει απότομα στροφή προς τον ρεαλισμό», κάνουν το βιβλίο σαν να θέλει να καταστήσει σαφές πως το μέλλον όχι μόνο του λαού της χώρας μας, αλλά και των υπόλοιπων λαών της Ευρώπης, δεν μπορεί παρά να αποτελείται από λιτότητα που θα εκτείνεται στο διηνεκές.
Αλλά ας τα πάρουμε όλα με τη σειρά.
Περί τίνος πρόκειται;
Το βιβλίο είναι γραμμένο από δύο δημοσιογράφους, την Ελένη Βαρβιτσιώτη (ανταποκρίτρια της Καθημερινής και του ΣΚΑΙ στις Βρυξέλλες) και τη Βικτώρια Δενδρινού (εργάζεται για το πρακτορείο Bloomberg στις Βρυξέλλες), και βασίζεται «σε πάνω από 230 off the record συνεντεύξεων με 95 πρωταγωνιστές των γεγονότων που σημάδεψαν τη χώρα από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Ιούλιο του 2015». Το γεγονός αυτό, όπως καταλαβαίνετε, εμπεριέχει σε μεγάλο βαθμό τον υποκειμενικό παράγοντα του φιλτραρίσματος των μαρτυριών, μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες και την κοσμοθεωρία με την οποία βλέπουν και αντιμετωπίζουν οι δύο δημοσιογράφοι τα πράγματα και τις καταστάσεις στη ζωή τους.
Προσωπικά, βλέποντας το βιβλίο να ξεκινάει με τον πρόεδρο του Eurogroup, Γερούν Ντάισεμπλουμ, που «ένιωθε μόνος του» στη δυσκολότερη συνέντευξη τύπου της καριέρας του, συνειδητοποίησα εξαρχής πως η «Τελευταία Μπλόφα» μάλλον θα απέχει παρασάγγας από το να αποτελέσει αυτό που θα ήθελαν οι συγγραφείς του βιβλίου: «μια αναλυτική, ολοκληρωμένη και κυρίως νηφάλια αφήγηση της πιο κρίσιμης χρονιάς για την Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση».
Κρίση, ποια κρίση;
Η οικονομική κρίση δεν αναφέρεται ούτε μια φορά ως καπιταλιστική κρίση, αλλά μόνο ως δημοσιονομική, χρηματοπιστωτική, κρίση χρέους και άλλα παρόμοια, που ναι μεν ισχύουν, αλλά αποτελούν μόνο υποσύνολα της μεγάλης ομπρέλας που ονομάζεται καπιταλισμός. Μια κρίση, που σύμφωνα με τις συγγραφείς του βιβλίου, οφείλεται μεταξύ άλλων στην «ανεξέλεγκτη σπατάλη», που μπορεί να μην κατονομάζουν ανοιχτά από ποιους έγινε, αλλά αφήνουν να εννοηθεί πως οφείλεται στους εργαζόμενους, επειδή όπως γράφουν τη δεκαετία πριν την κρίση στην Ελλάδα οι μισθοί είχαν αυξηθεί «80% στον ιδιωτικό και 177% στον δημόσιο τομέα», κάτι που έρχεται σε αντίθεση με αυτό που επισήμαινε ο ΟΟΣΑ μόλις το κοντινό 2015, ότι σε διαστήματα οικονομικής ανάπτυξης «το υψηλότερο 1% του πληθυσμού έλαβε τη μερίδα του λέοντος από την ανάπτυξη, και το κατώτερο 40% του πληθυσμού είδε το εισόδημά του είτε να μένει αμετάβλητο είτε να μειώνεται». Χώρια το γεγονός πως δεν αναφέρεται καν κατά πόσο αυξήθηκαν τα κέρδη των εταιρειών τα προηγούμενα χρόνια…
Οι φοροαπαλλαγές, οι φορομειώσεις, οι επιδοτήσεις και η φοροαποφυγή του μεγάλου κεφαλαίου σχολιάζονται μόνο ακροθιγώς, ενώ αντίθετα αναφέρεται συχνά με παράπονο πως δεν υπήρξε η «απαραίτητη στήριξη στην εθνική προσπάθεια των μνημονίων, αλλά η χώρα βρισκόταν διαρκώς υπό συνθήκες απειλούμενης κοινωνικής εξέγερσης».
Παράλληλα, οι συγγραφείς προσπαθούν να παρουσιάσουν πλείστους όσους Ευρωπαίους αξιωματούχους ως κοινωνικά ευαίσθητους. Για παράδειγμα, διαβάζουμε για τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, πως «θεωρούνταν δεξιός μόνο κατ’ όνομα, αφού ενστερνιζόταν πολλές από τις κοινωνικές ευαισθησίες της Αριστεράς», για τον πρόεδρο του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, πως «όταν ήταν 17 χρονών συμμετείχε σε διαδηλώσεις μαζί με χιλιάδες νεαρούς αριστερούς Ολλανδούς εναντίον των αμερικανικών πυραύλων Κρουζ», ενώ για τη διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, αναφέρεται πως «έδωσε ανθρώπινο πρόσωπο στο Ταμείο, δείχνοντας ενδιαφέρον γι’ αυτούς που δεν είχαν φωνή και για τους πιο ευάλωτους». Το ζητούμενο δεν είναι, όμως, αν όλοι αυτοί είναι «κοινωνικά ευαίσθητοι» στην προσωπική τους ζωή, αλλά ποιες είναι οι πολιτικές εκείνες που προτάσσουν για τους ασθενέστερους και ο τρόπος που αντιλαμβάνονται την έξοδο από την κρίση για τα φτωχότερα στρώματα.
Ταυτόχρονα, διαβάζουμε με μεγάλη έκπληξη πως «η υπόσχεση του Τσίπρα να τα βάλει με τους ολιγάρχες ήταν αυτό που ακριβώς ήθελαν να ακούσουν πολλοί στην Ευρωζώνη» (!) και παραλίγο να ξεχάσουμε πως στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυτή τη στιγμή, πάνω από 120 εκατομμύρια Ευρωπαίοι απειλούνται από τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, ενώ οι «ανισότητες έχουν προσλάβει τέτοια δυναμική και αυτονομία, ώστε τείνουν να μετατραπούν στο πρώτο αεικίνητο στην Ιστορία», όπως θα έλεγε και ο Πολωνός κοινωνιολόγος, Ζίγκμουντ Μπάουμαν. Άλλωστε, αν η Ευρωπαϊκή Ένωση ήθελε να τα βάλει με τους ολιγάρχες, θα μπορούσε απλώς να φτιάξει αντίστοιχα μνημόνια που να θίγουν τα δικά τους συμφέροντα και όχι τα συμφέροντα των λαών της.
Παρότι αναφέρονται στοιχεία για τη μείωση του ΑΕΠ – 25% από το 2010, μείωση που αποτελεί ρεκόρ σε καιρό ειρήνης – και την αύξηση της ανεργίας – σκαρφάλωσε στο 27,9% – φαντάζει λογικό (;) ως συνέπεια όλων των παραπάνω να τονίζεται η στάση του Φινλανδού Επιτρόπου, αρμόδιου για τις οικονομικές υποθέσεις, Όλι Ρεν, που έμεινε εμβρόντητος (!) όταν ο Τσίπρας του παρέδωσε στοιχεία για τα συσσίτια, τη φτώχεια και τα ποσοστά αυτοκτονίας στην Ελλάδα, αφού ενδεχομένως αυτά είναι θέματα που δεν εναπόκεινται των ενδιαφερόντων του ή δεν πρέπει καν να συζητούνται σε τόσο υψηλό επίπεδο!
Ο Τσίπρας και ο Σύριζα
Διαβάζοντας το βιβλίο, ελλοχεύει η παγίδα μέσα από ορισμένες δηλώσεις ξένων αξιωματούχων, να πέσουμε στην παγίδα να νιώσουμε συμπάθεια για τον ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά όταν διαβάζουμε αποσπάσματα όπως το παρακάτω: «ο Ντέκλαν Κοστέλο προσπάθησε να κοιμηθεί, δίχως όμως να τα καταφέρνει. Θα προλάβαιναν οι Έλληνες να ολοκληρώσουν εγκαίρως όλες αυτές τις μεταρρυθμίσεις; Θα κατάφερνε η χώρα τους να αποκτήσει συνεχή πρόσβαση στις αγορές; Άγχος τον κυρίευσε».
Όσον αφορά τον τέως πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, γίνεται σαφές, μέσα από τα στοιχεία που παρουσιάζουν οι συγγραφείς του βιβλίου από τις συναντήσεις του πριν αναλάβει την εξουσία, πως «ο Τσίπρας ήταν διατεθειμένος να παίξει σύμφωνα με τους κανόνες», παρότι υποστήριζε πως θέλει να είναι «ο πρώτος πρωθυπουργός που τηρεί τις υποσχέσεις του». Ποιες υποσχέσεις, όμως; Αφού, όπως σωστά επισημαίνουν εδώ οι δύο δημοσιογράφοι, «είχε υποσχεθεί τα πάντα σε όλους».
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως στις 20 Φεβρουαρίου του 2015 είχε προεκτείνει το μνημόνιο που υποσχόταν προεκλογικά πως θα καταργούσε και μάλιστα με έναν νόμο και έναν άρθρο. Ιδιαίτερη εντύπωση παρουσιάζει το σημείο, όπου σε μια προσπάθεια του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ να γεφυρώσει το δημοσιονομικό κενό στη διαπραγμάτευση, του είχε προτείνει «τη φορολόγηση των Ελλήνων εφοπλιστών και περικοπές στις στρατιωτικές δαπάνες», κάτι που ο Τσίπρας δεν μπορούσε να δεχτεί, επειδή «δεν ήθελε να συγκρουστεί με το κομμάτι της ελίτ που τον είχε στηρίξει στην προεκλογική του εκστρατεία».
Διαβάζοντας και τα υπόλοιπα στοιχεία, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε πως ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζεται τουλάχιστον από τυχοδιωκτισμό και πολιτικό οπορτουνισμό, στην προσπάθεια που έκανε να παραμείνει με κάθε τρόπο στην κυβέρνηση και να εδραιωθεί ως ο άλλος πόλος του δικομματικού συστήματος, κάτι που τελικά κατάφερε, σύμφωνα και με τα αποτελέσματα των τελευταίων εθνικών εκλογών του 2019. Βέβαια, όλα τα παραπάνω – ξαναλέω – μπορούν να γίνουν κατανοητά, μόνο αν ξεπεράσετε το αρχικό σοκ του να διαβάζετε φράσεις όπως «αυτό το Όχι της Αθήνας (στο δημοψήφισμα) έδειχνε αν μη τι άλλο αγνωμοσύνη απέναντι στους εταίρους».
Από την άλλη μεριά, είναι εύλογη η κριτική των δύο δημοσιογράφων την περίοδο του δημοψηφίσματος, που ξετυλίγουν τον λαϊκισμό που κρυβόταν πίσω από μια κυβέρνηση που ήθελε να πετάξει την καυτή πατάτα από τα χέρια της, ψάχνοντας ταυτόχρονα και να παραμείνει στην εξουσία και να μη δυσαρεστήσει τους δανειστές, έστω κι αν εστιάζουν περισσότερο σε λόγους που έχουν να κάνουν με το να μη διαταραχτεί η παραμονή της Ελλάδας στην Ε.Ε και το ευρώ.
Όσον αφορά τις επιπτώσεις στο ταξικό κίνημα, είναι σαφής η οπισθοχώρηση που παρατηρήθηκε και η απογοήτευση που προκάλεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που επικροτούν με συχνές αναφορές οι συγγραφείς του βιβλίου, που δείχνουν τη δυσανεξία τους με ό,τι έχει να κάνει με απεργίες ή διαδηλώσεις.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί η φράση που φέρεται να λέει ο Τσίπρας στη Γερμανίδα καγκελάριο, Άνγκελα Μέρκελ, από τις διαπραγματεύσεις ακόμα του 2015 πως θέλει να «λύσει το ζήτημα του Μακεδονικού, ακόμα και με τον Γκρουέφσκι», για να πάρουμε μια ιδέα από το παρασκήνιο πίσω από τη συμφωνία των Πρεσπών.
Το asset Βαρουφάκης
Δημιουργική ασάφεια. Αυτές οι δύο λέξεις που ανέφερε ο Βαρουφάκης για την επέκταση του μνημονίου της 20ης Φεβρουαρίου αποτυπώνουν με τον καλύτερο τρόπο τη δράση του, όσον ήταν υπουργός οικονομικών της Ελλάδας.
Με επαμφοτερίζουσα στάση μέσα στο Eurogroup, άλλοτε κουνούσε το δάχτυλο στους ομολόγους του για τα μνημόνια, άλλοτε καμωνόταν πως διέθετε εναλλακτικές λύσεις και άλλοτε έκανε τον θιγμένο όταν η συζήτηση έφτανε σε μια ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.
Με μπόλικη δόση ναρκισσισμού, ισχυριζόταν πως επιθυμούσε καλύτερη συμφωνία μέσα στην Ευρωζώνη, αν και τελικά εκδήλωσε την πρόθεσή του να ψηφίσει τη συμφωνία που ήρθε μετά το δημοψήφισμα στη Βουλή, που σίγουρα δεν ήταν καλύτερη από εκείνη που διαπραγματευόταν για πέντε μήνες.
Η σοβαρή Δεξιά
Το κόμμα της ΝΔ παρουσιάζεται ως ένα κόμμα που είχε καταφέρει να βγάλει την Ελλάδα ξανά στις αγορές, να πετύχει μια γενναία δημοσιονομική εξυγίανση, καθώς και πρωτογενές πλεόνασμα, παρότι της ασκείται κριτική για τον τρόπο που αντιπολιτεύτηκε πριν πάρει την εξουσία, επειδή «συνέβαλε στο να περάσει η αντιμνημονιακή ρητορική στον κεντρικό πολιτικό διάλογο της χώρας». Γι’ αυτό και γίνεται σύγκριση με άλλες χώρες (π.χ. Πορτογαλία), όπου η εναλλαγή κυβερνήσεων «δεν είχε φέρει καμία ουσιαστική αλλαγή στις μνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας».
Άλλο ένα σημείο, όπου καλλιεργείται συνειδητά πως η μόνη επιλογή που είχαμε και έχουμε μπροστά μας είναι η συμμόρφωση με τις πολιτικές λιτότητας και τα μνημόνια.
Tο Σχέδιο Β΄
Όσον αφορά το περιβόητο Grexit, γίνεται προσπάθεια να διαχωριστούν οι επιπτώσεις που θα επέφερε ένα Grexit το 2012 (με κωδική ονομασία «Ένταξη της Κροατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση») με ένα αντίστοιχο Grexit το 2015 (με κωδική ονομασία «Αλβανία: ανάλυση και σχέδιο έκτακτης ανάγκης, ενδεχόμενη χρεοκοπία 2015») για τη διεθνή οικονομία και τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, αφού σύμφωνα με απόρρητη έρευνα που παρουσίασε o Τόμας Βίζερ στον Σόιμπλε, το Grexit θα κόστιζε στην ευρωζώνη 725 δισ. Ευρώ το 2012 και 325 δισ. ευρώ το 2015. Αυτή η θωράκιση που μοιάζει να έχει επιτευχθεί το 2015 απέναντι σε ένα ενδεχόμενο Grexit σχολιάζεται διαρκώς μέσα στο βιβλίο, για να γίνει κατανοητό πως η «μπλόφα» του Σύριζα να απειλήσει με Grexit για να πάρει μια καλύτερη συμφωνία δεν υφίστατο πλέον, παρότι κανείς δεν παραβλέπει ακόμα πως το κόστος θα ήταν υψηλό «για οικονομικούς, κοινωνικούς και γεωπολιτικούς λόγους». Φυσικά, δεν αναφέρεται πουθενά αν η συγκεκριμένη «μπλόφα» θα είχε νόημα το 2012, που το κόστος του Grexit ήταν πολύ μεγαλύτερο, επειδή δεν συμφέρει να υπονοηθεί πως υπήρχε τρόπος να κερδίσεις τη μάχη απέναντι στους δανειστές, αν φυσικά ήθελες να την κερδίσεις και όχι να καταδικάσεις έναν λαό στη φτώχεια και την ανέχεια, υποχρεώνοντάς τον να πληρώνει ματωμένα πλεονάσματα μέχρι το 2060.
Παρότι το ΚΚΕ δεν βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής των συγγραφέων, δεν παραλείπονται αναφορές στο βιβλίο του τύπου: «η Μέρκελ σπούδασε φυσικός επειδή θεωρούσε πως στη φυσική η αλήθεια δεν μπορεί να διαστρεβλωθεί εύκολα, όπως γινόταν με πολλά πράγματα στην πρώην κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία, όπου είχε μεγαλώσει» ή «ο Τουσκ είχε μεγαλώσει στο Γκνανσκ υπό κομμουνιστικό καθεστώς και θεωρούσε αξίες όπως η ελευθερία και η δημοκρατία αδιαπραγμάτευτες», που έχουν καθαρά στόχο να χτυπήσουν όχι μόνο τον σοσιαλισμό που γνωρίσαμε τον 20ο αιώνα, αλλά και τη μοναδική ρεαλιστική προοπτική για τους λαούς τον 21ο αιώνα, επιχειρώντας να βάλουν στο ίδιο τσουβάλι το ΚΚΕ με τον ΣΥΡΙΖΑ. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, αναφέρεται πως το ΚΚΕ «έκανε στροφή προς τον ρεαλισμό», όταν ο γενικός γραμματέας του, Δημήτρης Κουτσούμπας, δήλωσε στη συνάντηση των πολιτικών αρχηγών μετά το δημοψήφισμα, πως «δεν είναι δυνατόν να αποχωρήσουμε από το κοινό νόμισμα κάτω από αυτές τις συνθήκες», μοιάζοντας να μην καταλαβαίνουν τους λόγους και τις συνθήκες που ειπώθηκε κάτι τέτοιο. Άλλωστε, για το ΚΚΕ δεν τίθεται το δίλημμα καπιταλισμός με ευρώ ή καπιταλισμός με δραχμή, αφού έχει αναφέρει πολλάκις πως το ζήτημα δεν είναι το νόμισμα, αλλά η κοινωνικοποίηση του πλούτου, προκειμένου ο λαός να πάρει τα κλειδιά της οικονομίας στα χέρια του και να δημιουργήσει εκείνες τις συνθήκες που θα του επιτρέψουν να καλύψει τις σύγχρονες ανάγκες του.
Θετικά του βιβλίου
Στα θετικά του βιβλίου περιλαμβάνεται ο τρόπος που περιγράφονται τα γεγονότα, που δεν κουράζει, ενώ αντίθετα σε κρατάει σε εγρήγορση και αγωνία για να διαβάσεις παρακάτω, σαν να διαβάζεις αστυνομικό μυθιστόρημα, που θέλεις να μάθεις ποιος είναι τελικά ο δολοφόνος. Γραφή ρέουσα και γλώσσα απλή, χωρίς πολλούς δυσνόητους οικονομικούς όρους, που θα δυσχέραιναν τον αναγνώστη να κατανοήσει το βιβλίο.
Συμπέρασμα
Αν κάτι μπορούμε να κρατήσουμε από το συγκεκριμένο βιβλίο, αυτό είναι σίγουρα η παντοδυναμία των αγορών, που κινούν τα νήματα διεθνώς και φοβίζουν ακόμα και τους ηγέτες των πιο ισχυρών κρατών της Ευρωζώνης. Δεν είναι κάτι που δεν γνωρίζαμε, είναι όμως κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε. Μια παντοδυναμία, που δεν είναι λίγοι αυτοί που θέλουν να μας πείσουν πως πρέπει όχι μόνο να αποδεχτούμε, αλλά και να υποταχτούμε ολοκληρωτικά, επειδή διαφορετικά θα μετατραπούμε σε «κάτι ελαφρώς καλύτερο από την Βενεζουέλα», όπως δήλωνε ο Τόμας Βίζερ σε μέλη της ελληνικής αποστολής το 2015.
Ακριβώς γι’ αυτό, όμως, έχουμε χρέος να διαφυλάξουμε έννοιες σαν την ελπίδα και την αλληλεγγύη, που στο βιβλίο φαίνεται να μην περιέχονται καν στην ημερήσια ατζέντα, αφού ο κοινωνικός αυτοματισμός ανάμεσα τις φτωχές με τις ακόμα πιο φτωχές χώρες της Ευρωζώνης (π.χ. Λιθουανία, Βουλγαρία) όχι μόνο μοιάζει με κοινή λογική, αλλά κάτι παραπάνω από αυτονόητος.
Από τη μεριά μου, θα σας καλέσω αφενός να διαβάσετε το βιβλίο για να γνωρίσετε γεγονότα και καταστάσεις που σημάδεψαν τη χώρα μας, ίσως στην πιο σημαντική στιγμή της από τη Μεταπολίτευση και μετά, αφετέρου να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα φιλτραρισμένα μέσα από τη καθημερινότητα που βιώνετε, μια καθημερινότητα στην οποία έχει απαγορευτεί εδώ και χρόνια όχι μόνο το δικαίωμα στο όνειρο, αλλά και το δικαίωμα στην κανονικότητα.
Οι δύο δημοσιογράφοι ολοκληρώνουν το βιβλίο γράφοντας πως η χώρα μας «μπορεί και αξίζει πολύ περισσότερα», κάτι που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο, έστω κι αν το εννοούμε διαφορετικά. Απλώς θα συμπλήρωνα και τη φράση του Έλληνα παιδαγωγού, Δημήτρη Γληνού: «επιστήμονας χωρίς γενική επιστημονική κοσμοθεωρία είναι ένας απλός δεξιοτέχνης, ένας επαγγελματίας, πολύ κατώτερος από έναν εργάτη, γιατί ο τελευταίος, όταν είναι συνειδητός, έχει έστω, και σε γενικές γραμμές, την επιστημονική θεώρηση του κόσμου».
Το ίδιο ισχύει και για τους δημοσιογράφους και τους συγγραφείς…