Η υγεία πενήντα χρόνια μετά την μεταπολίτευση (Από την επαγγελία του εθνικού συστήματος υγείας στα φακελάκια και την ιδιωτικοποίηση)
Η συζήτηση που έχει ξεκινήσει με αφορμή τα πενήντα χρόνια από τη μεταπολίτευση έχει δύο χαρακτηριστικά: αφενός εστιάζει στην οικονομική πολιτική των χρόνων αυτών και αφετέρου εξιδανικεύει ορισμένες παράπλευρες πολιτικές της περιόδου. Μια από αυτές είναι και η πολιτική υγείας.
Η συζήτηση που έχει ξεκινήσει με αφορμή τα πενήντα χρόνια από τη μεταπολίτευση έχει δύο χαρακτηριστικά: αφενός εστιάζει στην οικονομική πολιτική των χρόνων αυτών και αφετέρου εξιδανικεύει ορισμένες παράπλευρες πολιτικές της περιόδου. Μια από αυτές είναι και η πολιτική υγείας.
Η υγεία μέχρι το σημείο εκείνο είναι αλήθεια πως δεν ήταν συγκροτημένη σε εθνικό επίπεδο, υπήρχαν ορισμένα αποσπασματικά μέτρα, αλλά τα νοσοκομεία υπήρχαν σε μεγάλα αστικά κέντρα, η ύπαιθρος συνήθως ήταν ακάλυπτη και η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας αποκλειστική υπόθεση των ιδιωτών όπου και αν υπήρχαν (εντός της χούντας, το 1968, στο πλαίσιο της πολιτικής παροχών κατατέθηκε το πρώτο σχέδιο νόμου για τη συγκρότηση της πρωτοβάθμιας το οποίο τελικά αποσύρθηκε). Βέβαια όταν γίνεται αναφορά σε υγεία και μεταπολίτευση αυτόματα το μυαλό όλων πάει στο νομοσχέδιο Γεννηματά. Ήδη η διακήρυξη της 3ης Σεπτεμβρίου για τον τομέα αυτό στο σημείο ζ αναφέρει ως στόχο “Την κοινωνικοποίηση της υγείας, που συνεπάγεται τη δωρεάν ιατρική, φαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη, την προληπτική υγιεινή για όλους τους Έλληνες, την κατάργηση των ιδιωτικών κλινικών και όλων των προνομίων στην παροχή ιατρικών και νοσοκομειακών υπηρεσιών.” Τι όμως πραγματικά έγινε;
Ο νόμος Γεννηματά (1397/1983) συγκρότησε το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ). Σε σχέση με τα προηγούμενα αποσπασματικά νομοθετήματα ήταν σαφώς καλύτερος, καθώς θεσμοθετούσε ένα συγκροτημένο σύστημα υγείας με σύγχρονους ορισμούς και νομοθεσίες. Παρόλα αυτά ο νόμος άφηνε συνειδητά κενά, κυρίως στο χώρο της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, υπέρ των παροχών του ιδιωτικού τομέα. Ο νόμος δημιούργησε ένα νοσοκομιοκεντρικό σύστημα, με τα κέντρα υγείας να περιορίζονται μόνον σε ορισμένες αγροτικές περιοχές. Στο επίπεδο της κοινωνικής ασφάλισης και της οργάνωσης της σύνδεσής της με την υγεία, ακολουθήθηκε μια μίξη του Γερμανικού και Αγγλικού συστήματος, ανάλογα με τον εργασιακό χώρο και το ασφαλιστικό του ταμείο.
Τα παραπάνω μόνο τυχαία δεν έγιναν. Οι φαινομενικές αντιφάσεις τόσο στο επίπεδο της υγείας όσο και της ασφάλισης αντικατοπτρίζουν τις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις που επιχειρούσε να συσπειρώσει εκείνη την περίοδο το ΠΑΣΟΚ. Από τη μία στο επίπεδο της ρητορικής και των εξαγγελιών προσπαθούσε να συγκινήσει τα πιο λαϊκά στρώματα (εργατική τάξη και ορισμένους μικροαστούς και αγρότες), ενώ όμως στην πρακτική εφαρμογή έκλεινε το μάτι στην ανερχόμενη μεσαία αστική τάξη. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας δεν καλύφθηκε πλήρως από το δημόσιο, ώστε να μπορούν να επωφεληθούν από τα κενά οι ιδιώτες γιατροί και οι φαρμακευτικές εταιρείες. Για τον ίδιο λόγο που δε μπήκε ποτέ χέρι σε όσους έπαιρναν φακελάκια (τα οποία και καθιερώθηκαν ως πρακτική εκείνη την περίοδο, ως μέσο για να μείνουν κάποιοι γιατροί στο ΕΣΥ, χωρίς ταυτόχρονα να δοθούν αυξήσεις στους μισθούς) ή προμήθειες στο δημόσιο, το οποίο σε λίγο χρονικό διάστημα λειτουργούσε με όρους ιδιωτικού τομέα. Σε ένα επίπεδο με αυτό τον τρόπο ικανοποιήθηκαν οι βασικές ανάγκες των περισσοτέρων πολιτών, ενώ σε ένα δεύτερο επίπεδο ικανοποιήθηκαν ακόμα περισσότερο οι ανάγκες όσων είχαν πιο υψηλές οικονομικές βλέψεις και κυρίως μερίδας του ιατρικού κλάδου, δείχνοντας πως τελικά μόνο σοσιαλιστική χροιά δεν είχε όλο αυτό, καθώς ήταν ξεκάθαρες πια οι ταξικές αντιθέσεις.
Συμπερασματικά, η μεταπολίτευση στην υγεία δε διέφερε από την μεταπολίτευση Σεπτέμβρη στους υπόλοιπους τομείς: ένα λαϊκίστικο πρόγραμμα που δημιούργησε ένα πλαδαρό κράτος, το οποίο σε μεγάλο βαθμό ταυτίστηκε με το δικομματισμό και τελικά εγκολπώθηκε στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο τις επόμενες δεκαετίες. Δυστυχώς η όλη επίδραση της δεκαετίας του 1980 δεν έδωσε τη δυνατότητα στο εθνικό σύστημα υγείας να έχει τα αντισώματα και τις άμυνες ενάντια στην ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση της υγείας, στο πέρασμα από την υγεία δημόσιο αγαθό στην υγεία εμπόρευμα, τόσο από πλευράς ασθενών όσο και από πλευράς εργαζομένων.
Πενήντα χρόνια μετά, λοιπόν, πολλοί γιατροί έχουν αποχωρήσει από τη χώρα, τα νοσοκομεία της επαρχίας επανέρχονται στην κατάσταση της δεκαετίας του εξήντα, πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας δεν υπάρχει. Και, κυρίως, δεν υπάρχει δικαιοσύνη, το οποίο μας υπενθυμίζει πως ακόμα και πράγματα που θεωρούνται δεδομένα πρέπει η κοινωνία να τα υπερασπίζεται για να μπορεί να τα έχει.
Πάνος Χριστοδούλου, Βιοπαθολόγος/Εργαστηριακός Ιατρός, Ιατρός Δημόσιας Υγείας και κοινωνικής Ιατρικής, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, MSc Διατροφής, Τροφίμων και Μικροβιώματος, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης