Η «ιθαγενής γνώση», η διαχείριση πληθυσμών, o ιμπεριαλισμός
Ουσιαστικός στόχος της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού, ήταν πάντοτε ο διαχωρισμός του πληθυσμού σε φυλές, εθνότητες ή, θρησκευτικές κοινότητες (βλ. «διαίρει και βασίλευε») ώστε να αποτραπεί η συγκρότησης ταξικών υποκειμένων (εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα, εργατικά κόμματα κ.λπ.).
Παρακολουθώντας τις επεμβάσεις στο Ιράκ, στη Λιβύη, στη Κεντρική Αφρική, στη Συρία, κ.ά. αναρωτιέται κανείς με ποιο τρόπο και από πού αποκτούν οι ιμπεριαλιστικές χώρες κρίσιμες πολιτισμικές πληροφορίες, γνώσεις και δεδομένα για τη διαχείριση πληθυσμιακών συνόλων (κοινωνικές ομάδες, εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες, σέχτες κ.ο.κ). Σαφώς και ένα μέρος της γνώσης, κυρίως για «τεχνοκρατικής» φύσης ζητήματα (εγκαταστάσεις, υποδομές κ.λπ.), μεταφέρεται από τις μυστικές υπηρεσίες, τους διπλωμάτες, τους ιεραπόστολους, τα στελέχη των θυγατρικών εταιρειών, τις ΜΚΟ κ.ά. Ωστόσο για να αποσπάσει κανείς αξιόπιστες πληροφορίες και έγκυρη γνώση (επιστημονική γνώση) για τη «ήθη και έθιμα», τους κώδικες τιμής, τους τρόπους ζωής και τις πολιτισμικές πρακτικές μιας εθνοτικής, φυλετικής ή, θρησκευτικής ομάδας χρειάζεται να αποκτήσει την εμπιστοσύνη και τη συμπάθεια των «ιθαγενών» πληθυσμών, «να μπει μέσα» στον πολιτισμό τους, να γίνει ένας εξ’ αυτών (συμμετοχική παρατήρηση, εθνογραφία κ.λπ.).
Επομένως για να οργανώσεις και να συντονίσεις την αποδιοργάνωση μιας ολόκληρης κοινωνίας, λόγου χάρη, της ιρακινής ή, της συριακής κοινωνίας στα κομμάτια που την συνθέτουν (εθνοτικά, θρηκευτικά, φυλετικά) οφείλεις να έχεις, εκτός των όπλων και των χρημάτων για τον εξοπλισμό των «δημοκρατικών» δυνάμεων (μουτζαχεντίν, τζιχαντιστές κ.ά.), γνώσεις και δεδομένα (ποσοτικά και ποιοτικά). Οι κοινωνικές επιστήμες (εθνολογία, ανθρωπολογία, θρησκειολογία κ.ά.) είναι που προσφέρουν αυτές τις γνώσεις και αυτά τα δεδομένα (κυρίως ποιοτικά) ώστε στη συνέχεια να είναι εφικτή η διαχείριση κοινωνικών ομάδων, κυρίως όμως εθνοφυλετικών και θρησκευτικών οντοτήτων (Αδελφοί Μουσουλμάνοι, Κούρδοι, Σουνίτες, Αλαουίτες, Σαλαφιστές κ.ά.).
Χωρίς αυτή τη γνώση «του κυβερνάν» (art of government), δηλαδή της εργαλειοποίησης των διαφορών θα ήταν πολύ δύσκολο για τους Αμερικανούς και Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές να επικρατήσουν. Ουσιαστικός στόχος της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού, ήταν πάντοτε ο διαχωρισμός του πληθυσμού σε φυλές, εθνότητες ή, θρησκευτικές κοινότητες (βλ. «διαίρει και βασίλευε») ώστε να αποτραπεί η συγκρότησης ταξικών υποκειμένων (εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα, εργατικά κόμματα κ.λπ.). Σε αυτό το συγκείμενο γίνεται κατανοητό γιατί οι Βρεττανοί ιμπεριαλιστές υποστήριξαν την Μουσουλμανική Αδελφότητα, από την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ως αντίβαρο στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα με σοσιαλιστικό προσανατολισμό στις αραβικές χώρες (Μπααθισμός, Τζαμαχαρία κ.ο.κ.). Για τους ίδιους λόγους πάλι το κοινωνικό εγχείρημα εκσυγχρονισμού (εθνικοποιήσεις, κοινωνικές υποδομές κ.λπ.) στις αραβικές κοινωνίες, στο Ιράν (δεκαετία ΄50), στο Αφγανιστάν (δεκαετία ΄80) κ.α. υπονομεύτηκε από την αρχή παντοιοτρόπως από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Ως γνωστό οι Άγγλοι αποικιοκράτες δημιούργησαν μια ολόκληρη επιστήμη, την Ανθρωπολογία (Κοινωνική), για να διαχειριστούν σύμφωνα με το αξίωμα «διαίρει και βασίλευε» κοινωνικές ομάδες και μειονότητες κατακτημένων λαών (βλ. Α. Κούπερ, Ανθρωπολογία& Ανθρωπολόγοι). H «κάστα», λόγου χάρη, -παρόλο που προϋπήρχε ως πρόπλασμα-, επινοήθηκε ως οργανωτική αρχή της ινδικής κοινωνίας (μετά τις εξεγέρσεις του 1857) από το αποικιακό κράτος (βλ. N. Dirks, Colonialism and Culture). Ανθρωπολόγοι συμμετείχαν επίσης στις υπηρεσίες του υπουργείου αμύνης των ΗΠΑ (δεκαετίες ΄60, ΄70) με σκοπό την καταστολή του αντάρτικου κινήματος σε χώρες της Νότιας Αμερικής και της Νοτιοανατολικής Ασίας (counterinsurgency) ενώ κοινωνικοί επιστήμονες «ενσωματωμένοι» το 2003 στον αμερικανικό στρατό παρείχαν πολιτισμική πληροφόρηση για την κατάκτηση του Ιράκ (Human Terrain System). Εξάλλου στη βάση «ανθρωπολογικών» αναλύσεων (κώδικες τιμής, έμφυλες συμπεριφορές, σεξουαλικές πρακτικές κ.ά.) βασάνιζε ο αμερικανικός στρατός Ιρακινούς στις φυλακές Αμπού Γκράιμπ (2003).
Ίσως ακόμη πιο σημαντικό από την απόκτηση γνώσης και πληροφοριών για τις «ιθαγενείς κοινωνίες» είναι να ελέγχει κανείς τις έννοιες (εργαλεία σκέψης) μέσω των οποίων παράγεται η γνώση. Και αυτό γιατί ανάλογα με την εννοιολόγηση των πραγμάτων (επιστημονικές παραδοχές και ορισμοί) προσδιορίζονται οι αιτίες αλλά και οι λύσεις ενός ζητήματος (Παραδείγματα). Η εννοιολόγηση του κοινωνικού ζητήματος μέσα από το Παράδειγμα των «μεταποικιακών σπουδών», λόγου χάρη, αποδομούσε το «αντιστασιακό έθνος» (Ινδία, Αραβικές χώρες, Ινδοκίνα, Αφρική κ.α.) και μαζί το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα με φορέα το εθνικό κράτος. Το εθνικό κράτος φαίνεται πως συνιστούσε πλέον, μετά την ενσωμάτωση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, και το τελευταίο εμπόδιο για την ιμπεριαλιστική επέμβαση. Από την άλλη η εννοιολόγηση του κοινωνικού υποκειμένου με όρους «υποτελών τάξεων» (subaltern classes), δηλαδή τάξεων που έχουν αποδεχτεί την κυρίαρχη αναπαράσταση για τον εαυτό τους (κυριαρχούμενες) αμφισβητούσε τη δυνατότητα ομογενοποίησης της κοινωνικής εμπειρίας και συγκρότησης ταξικού υποκειμένου (συλλογικοί φορείς δράσης). Να υπενθυμίσουμε πως η έννοια των «υποτελών τάξεων» (subaltern classes) ανήκει στον Ιταλό μαρξιστή A. Gramsci και αναφέρεται πρωτίστως στα αγροτικά και μικροαστικά στρώματα της Νότιας Ιταλίας που αδυνατούσαν, χωρίς την παρέμβαση του «συλλογικού διανοούμενου» (κόμμα), να συγκροτηθούν πολιτικά.
Είναι ενδιαφέρον πως αυτές οι εννοιολογήσεις ξεκίνησαν από αποδομιστικές-αντιεξουσιαστικές προσεγγίσεις που προαναγγέλλοντας το «θάνατο του υποκειμένου» (τέλος των κοινωνικών τάξεων, τέλος της ιστορίας, τέλος της εργασίας κ.λπ.) εστίασαν στη διαφορά και στην ετερότητα (θρησκευτική, φυλετική, εθνοτική, έμφυλη). Κατά κάποιο τρόπο το κοινωνικό υποκείμενο όφειλε να αναζητηθεί όχι στη συνθήκη εκμετάλλευσης (αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας) αλλά στη συνθήκη καταπίεσης (εθνοτική, θρησκευτική, έμφυλη κ.ο.κ.). Ακολουθώντας μάλιστα αυτές οι προσεγγίσεις το μεταμοντέρνο αφήγημα πως δεν υπάρχει μια πραγματικότητα αλλά πολλές πραγματικότητες (όσες είναι και οι μειονότητες, οι ετερότητες κ.λπ.), αποφαίνονται πως δεν μπορεί να υπάρξει και ένα ενιαίο κοινωνικό υποκείμενο (κοινωνική τάξη), ας πούμε η εργατική τάξη. Από την άλλη ο αγοραίος σκεπτικισμός έναντι των «μεγάλων αφηγήσεων» (διαφωτισμός, μαρξισμός κ.λπ.) που προσιδιάζει στο μεταμοντέρνο διάβημα εξωθεί σε ένα γνωσιοθεωρητικό σχετικισμό (η ορθολογική γνώση εξισώνεται με τη μαγεία, τις δοξασίες, την πίστη κ.ο.κ.) με ότι αυτό συνεπάγεται, για την έγερση μιας έγκυρης και επιστημονικής γνώσης για τα πράγματα.
Κάπου εδώ, και ενώ ο ιμπεριαλισμός αποκτούσε πρόσβαση σε ένα όγκο γνώσεων και δεδομένων («ιθαγενής γνώση»), υπονόμευε συστηματικά και μεθοδικά πλέον εθνικοαπελευθρωτικά κινήματα αλλά ακόμη και αυτή την εθνική ανεξαρτησία των χωρών της γης (πραξικοπήματα, «Αραβική άνοιξη», κινήματα δικαιωματισμού κ.ο.κ.). Απώτερος στόχος ήταν η παρεμπόδιση μετεξέλιξης κοινωνιών με δυναμικά εθνικοαπελευθρωτικά και κομμουνιστικά κινήματα (Βιετνάμ, Αγκόλα, Κούβα κ.ά.) σε μοντέλα ανάπτυξης μεταποικιακών κοινωνιών. Σε ένα επάλληλο επίπεδο τμήματα της ιντελιγκέντσιας του «Τρίτου Κόσμου» ανασυντάσσονται, υιοθετώντας τις παραπάνω απόψεις για το κοινωνικό υποκείμενο και τη γνωστική διεργασία (η γνώση ως σύμβαση και ως γλωσσικά σχήματα). Πρόθεση, κυρίως της «ιντελιγκέντσιας της διασποράς», ήταν να ελευθερωθεί από πάγιες ταυτότητες (τάξεις, έθνος, φυλή) διατυπώνοντας μια εναλλακτική πρόταση στα εθνικά κινήματα (βλ. A. Ahmad, Πέρα από τον Οριενταλισμό). Αυτό όμως στρεφόταν κατά μιας συνεκτικής θεωρίας για το κοινωνικό υποκείμενο που πρόσφεραν κάποιες θεωρήσεις, μεταξύ άλλων, και ο μαρξισμός. Η απόρριψη της ταξικής ανάλυσης ήταν συνέχεια της απόρριψης του εθνικού (αστικού) κράτους και με αυτή την έννοια υποσκάπτονταν η ίδια η πολιτική δράση ως δύναμη αντίστασης και μετασχηματισμού των κοινωνιών, πόσο μάλλον όταν έμφαση δινόταν όχι στο μέλλον αλλά στην επεξεργασία του παρελθόντος (αποικιακή εμπειρία, μετα-αποικιακό υποκείμενο κ.λπ.). Όπως αντιλαμβάνεται ο καθένας τα πράγματα γινόταν, όπως έδειξε και η εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας του 21ου αιώνα, όλο και πιο εύκολα για τον ιμπεριαλισμό και την «Αυτοκρατορία».