Και να που ερωτεύτηκα μία χρονολογία – Νοέμβρης 1973
Γιατί εξακολουθεί να μας γεννά τόσο έντονα συναισθήματα ο Νοέμβρης; Και γιατί δεν μπορούμε να συγχωρέσουμε όσους εξέπεσαν από τον έρωτά τους για τη χρονολογία κι όσα αυτή συμβολίζει;
Η πλατεία ήταν γεμάτη… Η συγκέντρωση ανάβει κι όλα είναι συνειδητά.
Γιατί όμως; Γιατί εξακολουθεί να μας γεννά τόσο έντονα συναισθήματα ο Νοέμβρης; Και γιατί δεν μπορούμε να συγχωρέσουμε όσους εξέπεσαν από τον έρωτά τους για τη χρονολογία κι όσα αυτή συμβολίζει;
Η απάντηση δεν είναι συναισθηματική ή βιωματική, για όσους έζησαν τα γεγονότα. Είναι αμιγώς πολιτική. Το Πολυτεχνείο είναι βαθιά συνδεδεμένο με αυτό που λέμε “ελληνική ιδιαιτερότητα”. Σε καμία άλλη χώρα του δυτικού κόσμου και γενικότερα δεν πρέπει να υπάρχει “θεσμοθετημένη” σε ετήσια βάση, μια μεγάλη, αντιϊμπεριαλιστική πορεία, σχεδόν ενιαία, που καταλήγει έξω από την πρεσβεία των ΗΠΑ. Κι αυτό ακριβώς εξηγεί, μεταξύ άλλων, την πολιτική αλλεργία όσων μισούν το Πολυτεχνείο, και θέλουν να καταργηθεί ο εορτασμός του.
Ο Δοξιάδης πχ (προβεβλημένη φιλελέ δεξαμενή σκέψης, με θητεία στο ΚΚΕ εσ. που αξιοποιεί γνώμες παλιών του συντρόφων προς επίρρωση όσων πιστεύει σήμερα), αφού μειώνει τεχνητά τον αριθμό των επιβεβαιωμένων νεκρών της καταστολής της εξέγερσης, ανακαλύπτει – πρώτοι εδώ – τον “μύθο” πως το “Πολυτεχνείο έριξε τη χούντα”, σημειώνοντας πως το άμεσο αποτέλεσμα της εξέγερσης ήταν η διακοπή του δρόμου της φιλελευθεροποίησης και η ακόμα σκληρότερη χούντα του Ιωαννίδη, που είχε σύντομο ορίζοντα, αλλά και βαρύ αντίτιμο την τραγωδία της Κύπρου. Η σύνδεση είναι σχεδόν ευθεία και ευθέως προκλητική για την κοινή νοημοσύνη: Το Πολυτεχνείο όχι μόνο δεν έριξε τη χούντα, αλλά περίπου ευθύνεται για τη διχοτόμηση του νησιού. Λες και φταίνε οι φοιτητές και ο λαός που εξεγέρθηκε, οι “gauchistes” όπως του γράφει ο γαλλοτραφής ακαδημαϊκός, κι όχι η χούντα, το ΝΑΤΟ, ο ιμπεριαλισμός και άλλες “κακές λέξεις”, που απαγορεύεται να μπουν στο κάδρο.
Σε ένα άλλο σημείο, αναρωτιέται γιατί γιορτάζουμε τη 17η Νοεμβρίου, κι όχι την επέτειο της αποκατάστασης της δημοκρατίας τον Ιούλιο, γιατί γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου, κι όχι το τέλος του πολέμου, και γιατί δεν τιμούμε το τέλος του εμφυλίου, δηλαδή τη νίκη του Εθνικού Στρατού επί του ΔΣΕ. Η απάντηση, που φαίνεται να μην μπορεί καν να την υποψιαστεί, είναι ότι τιμάμε πρωτίστως τις κορυφαίες στιγμές της λαϊκής αντίστασης. κι αυτές είναι που αποτυπώνονται και μένουν στη συλλογική μνήμη: Το όχι του λαού, η λαϊκή εξέγερση του Πολυτεχνείου, κι όχι η ήττα του ΔΣΕ.
Παραμένει όμως ανοιχτό το ζήτημα: Η χούντα δεν τελείωσε το ’73, όπως λέει το σύνθημα, αλλά το ’74. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ηττήθηκε και δεν είχε άμεση συνέχεια, παρά μόνο έμμεσα, στο ριζοσπαστικό κλίμα της μεταπολίτευσης, που ωστόσο εκφυλίστηκε σταδιακά, οδηγώντας στην παρακμή και ενσωμάτωση της περιβόητης γενιάς του, όπως επικράτησε συμβατικά να την αποκαλούμε, με έναν αποφορτισμένο και κενό πολιτικού νοήματος λόγο.
Όντως, το Πολυτεχνείο δε νίκησε άμεσα, ούτε μακροπρόθεσμα – Τα βασικά του αιτήματα παραμένουν ιστορικά αδικαίωτα, σαν την πάλη των τάξεων. Κατά μία έννοια κέρδισε όμως, ακυρώνοντας το σχέδιο μιας “φιλελεύθερης χούντας”, που θα νομιμοποιούσε με εκλογές την εξουσία της και υπολόγιζε να τη διαιωνίσει, χωρίς αντίσταση. Στην πραγματικότητα, η εξέγερση επέσπευσε την “ομαλή μετάβαση” και την αλλαγή φρουράς, ακριβώς γιατί τρόμαξαν οι κυρίαρχοι πως κινδύνευαν να τη δουν να γίνεται με επαναστατικό τρόπο, ως καρπός της μαζικής, λαϊκής πάλης.
Το Πολυτεχνείο μπορεί να μην έφερε μια επαναστατική αλλαγή, είχε όμως άμεσα κοινωνικοπολιτικά αποτελέσματα, κι ήταν το μέτρο για την “ποιότητα” της αστικής δημοκρατίας που προέκυψε. Αυτήν που τα επιτελεία τους διαφημίζουν ως “την καλύτερη δημοκρατία που είχαμε ποτέ”, ενώ ο εργαζόμενος λαός βίωσε ως “τα καλύτερά του χρόνια”, μια περίοδο με συγκεκριμένες κατακτήσεις και δικαιώματα. Και δεν είναι τυχαίο πως όσο σβήνει αυτή η επίδραση και το σχετικό κλίμα, κάτω κι από το βάρος των αρνητικών διεθνών εξελίξεων – συσχετισμών, υποχωρούν παράλληλα αυτές οι κατακτήσεις κι οδεύουμε προς το αρχικό σχέδιο ενός τύπου “φιλελεύθερης” χούντας.
Μα το Πολυτεχνείο και το πολιτικό κλίμα που γέννησε, σταδιακά εκφυλίστηκε. Η γενιά του βολεύτηκε και κατέληξε στο ΠΑΣΟΚ , που φόρεσε για σημαία του τα συνθήματα της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας, το ένα σαν προϋπόθεση του άλλου, σα μικρά, διαδοχικά σκαλοπατάκια, μιας ομαλής εξελικτικής μετάβασης που έμεινε μετέωρη. Ενώ η ματωμένη σημαία του Πολυτεχνείου βρίσκεται ακόμα στα γραφεία της νεολαίας ΠΑΣΟΚ, αν και κυκλοφόρησε η ανεπιβεβαίωτη φήμη πως άλλαξαν στέγη και τη φόρεσαν προς την Κουμουνδούρου. Το παραπάνω σχήμα λέει βασικά πως το Πολυτεχνείο, που απέτυχε να ωριμάσει επαναστατικά, γέννησε βασικά ως υβριδική, μεσοβέζικη πολιτική μορφή το ΠΑΣΟΚ και εκφυλίστηκε μαζί του.
Κι όμως είναι αυτή ειδικά η επέτειος και οι εκδηλώσεις της, σε μια χώρα που σχεδόν όλοι ήταν ΠΑΣΟΚ (ή το μιμούνταν κι ας μην το δήλωναν) στις οποίες δε χωράει το ΠΑΣΟΚ σε παλιές και σύγχρονες συσκευασίες του, που τρέμουν να πατήσουν στο χώρο και συμμετέχουν στην πορεία από απόσταση ασφαλείας. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο ή άσχετο από το πνεύμα του Νοέμβρη.
Ο εκφυλισμός εξάλλου δεν αφορά τη γενιά ή το γεγονός, αλλά αυτούς που το εξαργύρωσαν, το πρόδωσαν και εξέπεσαν από τον έρωτά τους για τη χρονολογία ή από έρωτα για το χρήμα και το βόλεμα εξέπεσαν, καταλήγοντας να βγάζουν κούφιους δεκάρικους λόγους. Κι αν κάποιοι σήμερα δυσκολεύονται να βρουν το χαμένο νόημα του Νοέμβρη πίσω από ψόφια λόγια, που ταιριάζουν σε επικήδειους, αρκεί να δει ίσως, τη μαρτυρία του οδηγού του τανκς που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο.
Τιμή και δόξα στους σκευοφύλακες, που δεν παραδέχτηκαν την ήττα κι ακόμα στη ζωή τους φυλάνε Θερμοπύλες.