Καπιταλιστικές “σταθερές” περί δημοκρατίας: δεν υπάρχει τίποτα παρά πόλεμος θέσεων
Η απάντηση δεν μπορεί να είναι η ακολούθηση της καλύτερης εκ των προτεινόμενων επιλογών του συστήματος, αλλά η κατάργηση του δικαιώματός του να διατηρεί όλη την βεντάλια των επιλογών στα χέρια του.
Με ιδιαίτερη ένταση τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται το εξής φαινόμενο: μια συνεχής εισαγωγή και εξαγωγή διαφορετικών εννοιών που προσπαθούν να περιγράψουν την πολιτική κατάσταση και το διεθνές σύστημα (παγκοσμιοποίηση, μεταμοντερνισμός, πολυπολικότητα, μεταδημοκρατία κ.λπ.). Παράλληλα, συχνές μετατοπίσεις στην οικοδόμηση του κυρίαρχου λόγου που με όρους μαζικής πολιτικής, προπαγάνδας, θεάματος, κουλτούρας και ιδεολογίας προσπαθεί να εκλαϊκεύσει, να εξειδικεύσει τις βασικές στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου στο σώμα της κοινωνίας, στο σώμα των ψηφοφόρων, ώστε να τύχουν υποστήριξης.
Σ’ αυτή την διπλή κίνηση δημιουργείται το εξής χάσμα: ενώ η πολιτική θεωρία, ακόμα και η αστική, εν μέρει αντιλαμβάνεται τα φαινόμενα με όρους ιστορικότητας, τοποθετημένα σε συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο και ως προϊόν αλλαγών και μετασχηματισμών (βέβαια, μη συνδέοντάς τα πάντα με την οικονομική βάση, αλλά αυτονομώντας τα στη σφαίρα της πολιτικής), από την άλλη ο με όρους μαζικής πολιτικής κυρίαρχος λόγος τα μεταφράζει είτε στατικά και τυχαία ως φυσικά φαινόμενα που κάπως κάποτε απλώς προκύπτουν, είτε αφελώς ψυχολογικοποιώντας τα ως προϊόντα αλλαγής λόγω προσωπικών ηθικών επιλογών των ηγετών/κυβερνόντων, είτε μεταφυσικά ως συνωμοσίες. Μεταφράζει, δηλαδή, τις αλλαγές ως κάποιου είδους διασαλεύσεις μιας υποτιθέμενης κανονικότητας.
Αυτή η ανάγκη για νέες έννοιες και νέες εκλαϊκευμένες εξηγήσεις των αιτιών και των λύσεων έρχεται εσπευσμένα στο προσκήνιο λόγω της τρέχουσας ιστορικής περιόδου. Η κρίση στην οικονομία και η υποχώρηση της κοινωνίας ωθούν το πολιτικό σύστημα σε διαρκείς αναμορφώσεις, στην αναζήτηση δηλαδή ενός νέου «κέντρου ισορροπίας» του, ενός κυρίαρχου λόγου που θα ενσωματώνει τα νέα δεδομένα της οικονομίας και της κοινωνίας στην ιδεολογία, που θα προβάλλει με πειστικότητα τα νέα διλήμματα και θα επανδρώνει τις αστικές πολιτικές δυνάμεις με νέων χαρακτηριστικών πρόσωπα. Επειδή αυτές οι πολιτικές επιλογές σε περίοδο κρίσης είναι εξαιρετικά προσωρινές και προκύπτουν περισσότερο ως προϊόν νευρικότητας και όχι ως προϊόν κάποιας σίγουρης και σταθερής κατεύθυνσης που θα λειτουργεί σε κάποιο βάθος χρόνου σαν «αυτόματος πιλότος», επειδή αυτές οι πολιτικές επιλογές δεν προσφέρουν λύσεις, με συνέπεια η νευρικότητα να εντείνεται, προκύπτει και η λεγόμενη κρίση αντιπροσώπευσης ως το εξής κυκλικό σχήμα: οικονομική κρίση – αναμόρφωση αστικής ιδεολογίας –αποτυχία των προτεινόμενων λύσεων – πολιτική αποτυχία φορέων/προσώπων – πολιτική κρίση αντιπροσώπευσης – νέα αναμόρφωση. Το σχήμα αυτό παρατηρείται στα μέχρι πρόσφατα πιο σταθερά πολιτικά συστήματα της Ε.Ε. και των ΗΠΑ.
Στη βάση αυτή μπορεί να εξηγηθεί το χάσμα μεταξύ πραγματικότητας και αστικής ιδεολογίας ως ψευδούς συνείδησης: κάτι που είναι δυναμικό και μετασχηματίζεται διαρκώς στον άξονα του χρόνου, όπως ο καπιταλισμός και τα πολιτικά του παράγωγα, κάτι που αποτελεί μια δυναμική διαδικασία με διαρκείς αλλαγές και άρα δυνατότητα ριζικής αλλαγής του, αντ’ αυτού ερμηνεύεται ως κάτι το στατικό, ως κάτι εφοδιασμένο με πανανθρώπινη ηθική και αιώνια σταθερές αξίες – έννοιες ως σαν αυτές να μην ήταν προϊόν της ιστορικής διαδικασίας, αλλά κάποιο είδος οικουμενικών θεϊκών εντολών. Από αυτή την στατική ανάγνωση, ερμηνεία και αντίληψη μιας δυναμικής διαδικασίας, όπως είναι η ζώσα ιστορία, προκύπτουν μια σειρά φετιχισμών και ιδεολογημάτων, με τη βοήθεια των οποίων επιχειρείται να στηθούν κάθε φορά νέα ιδεολογικά δίπολα και πολιτικές ενσωματώσεις ως εξής: από τη μία βρίσκονται οι «πανανθρώπινες αξίες» εντός του καπιταλισμού (ελευθερία, δημοκρατία, ισότητα κ.λπ.) ανανοηματοδοτημένες κοσμοπολίτικα στις νέες συνθήκες, από την άλλη οι νέες αξίες – ανάγκες που προκύπτουν ως αντιδραστική εθνικιστική ανανοηματοδότηση των προηγούμενων ή και ως επιλεκτική/ολική άρνησή τους. Το φάσμα είναι τεράστιο και αντιστοιχεί σε διάφορα πολιτικά μείγματα διακυβέρνησης και κυρίαρχης ιδεολογίας σε όλο τον κόσμο.
Ένας από αυτούς τους φετιχισμούς που βρίσκεται στον «προοδευτικότερο» πόλο του κυρίαρχου ιδεολογικού διπόλου αφορά την έννοια της δημοκρατίας. Αυτή η έννοια της δημοκρατίας εξ’ αρχής έχει συγκεκριμένο επίθετο ως το βασικό της κατηγόρημα: είναι μία ιστορική μορφή δημοκρατίας, η αστική δημοκρατία ενός αναπτυγμένου καπιταλισμού. Το πολύ συγκεκριμένο αυτό επίθετο (αστική) που εκφράζει και τα πλαίσια, τις ιδιότητες του αφηρημένου ουσιαστικού (δημοκρατία) επιμελώς, σκοπίμως και μεθοδικά αποκρύπτεται από τον κυρίαρχο λόγο στην προσπάθειά του να κατασκευάσει κάτι το ενιαίο, πάντα αληθινό και πάντα ισχύων. Συνέπεια αυτού είναι μια καλή και φυσιολογική λειτουργία της αστικής δημοκρατίας να θεωρείται a priori ως το ανώτερο στάδιο κοινωνικής προόδου, ως το ανώτερο στάδιο ανάπτυξης της ανθρωπότητας.
Από εδώ «δικαιολογούνται» και οι παντός φύσης επιλεκτικές «εξαγωγές δημοκρατίας» σε όλο τον κόσμο: η αποικιοκρατία και οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις προς την κατάκτηση δήθεν πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών του πολίτη στις υπανάπτυκτες χώρες, οι αραβικές ανοίξεις και οι πορτοκαλί επαναστάσεις. Από εδώ δικαιολογείται και η βασική στρατηγική, το κυρίαρχο πολιτικό αφήγημα της σημερινής και χθεσινής σοσιαλδημοκρατίας που για να ενσωματώσει προοδευτική μερίδα της κοινωνίας απευθύνει την κριτική της σε έννοιες όπως ο νεοφιλελευθερισμός ή η μεταδημοκρατία: πρέπει να υπάρξει μια «ανανοηματοδότηση», μια «επανεπινόηση», μια «επανεκκίνηση», μια «επανεφεύρεση» της δημοκρατίας στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και τον κόσμο ή, απλούστερα, πρέπει το ρολόι της ιστορίας να γυρίσει αναίμακτα στην καπιταλιστική ανάπτυξη του 1945-1973.
Σ’ αυτή την ανάγνωση, οι σιδερένιοι νόμοι του καπιταλισμού είτε αγνοούνται παντελώς, είτε συσκοτίζονται μέσα σε μία πολιτική βουλησιαρχία, μέσα σε μία πολιτική πάλη, όπου η όλο και καλύτερη λειτουργία της αστικής δημοκρατίας αποτελεί τη βασική μεθοδολογία σταδιακής αλλαγής της κοινωνίας· το βασικό πεδίο πάλης εδώ είναι το κράτος και οι κρατικοί μηχανισμοί που στέκονται αυτόνομοι και υπεράνω του οικονομικού συστήματος. Σ’ αυτό το πλαίσιο, αυτομάτως αναγορεύονται ως απόλυτα κυρίαρχες οι έννοιες που σχετίζονται με τις ομάδες πίεσης και την ατομική ευθύνη: η ιδιότητα του πολίτη και η δημοκρατική ηθική, τα ΜΜΕ και η προπαγάνδα, τα σκάνδαλα και η έλλειψη ηθικού πλεονεκτήματος, η δημοκρατική διακυβέρνηση, η μη άσκηση βίας, η ασφάλεια· η εύρυθμη γενικά λειτουργία με όρους αντιπροσώπευσης της κοινωνίας από την πολιτική.
Σταδιακά, η ευθύνη μεταφέρεται στον αόριστο μέσο πολίτη που είτε δεν είναι «ενεργός», είτε δεν είναι «ενημερωμένος», είτε δεν είναι «ευαισθητοποιημένος», είτε είναι «θύμα νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας» και αφήνεται στο να υποχωρούν τα δημοκρατικά του δικαιώματα. Έτσι, προκύπτει ως αυτονομημένη από την υπόλοιπη πραγματικότητα η πολεμική π.χ. εναντίον των ΜΜΕ, εναντίον φαιδρών πολιτικών προσώπων, εναντίον αφηρημένα του νεοφιλελευθερισμού κ.λπ., ενώ αυτό που τίθεται ως σκοπός αυτής της πολεμικής είναι να «ακούγεται περισσότερο» η φωνή του πολίτη, να «διευρυνθεί» η δημοκρατία σε μια αέναη πορεία προς την τελειότητα και την αψεγάδιαστη λειτουργία της.
Η αστική δημοκρατία, όμως, δεν είναι ούτε αυτονόητη, ούτε αποτελεί προϊόν εγγύησης από τον καπιταλισμό. Ένα προϊόν εγγύσης που δήθεν κάποιες νεόκοπες ιδεολογίες, όπως ο νεοφιλελευθερισμός, ή κάποιοι άφρονες την διασαλεύουν χωρίς προηγούμενο και χωρίς έγκριση. Αντίθετα, αυτονόητος είναι ο καπιταλισμός και αυτονόητη είναι η επιλογή της καλύτερα ταιριαστής στρατηγικής σε κάθε ιστορική περίοδο, είτε για την βέλτιστη διαχείρισή του, είτε γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς στο κυνήγι της αύξησης του μέσου ποσοστού κέρδους. Η παραδοχή αυτή ανοίγει το πεδίο, αφού ακυρώνει την αυτονόητη αντιστοίχιση «ηθικής του καπιταλισμού» ως «ηθικής της (αστικής) δημοκρατίας». Οδηγεί στη διαπίστωση πως σε όλο το χώρο του εποικοδομήματος δεν υπάρχει κανενός είδους αστικό ταμπού, δεν υπάρχει κανενός είδους ιδεολογικοπολιτικός λόγος που να μην μπορεί ανά πάσα στιγμή να ακουστεί, να καταστεί κυρίαρχος και να επιστρατευτεί στην υπηρεσία του καπιταλισμού. Η μαύρη προπαγάνδα, τα εξόφθαλμα ψέματα, τα κραυγαλέα φαιδρά πολιτικά πρόσωπα, οι συνωμοσιολογίες, ο φασισμός κι ο ρατσισμός, οι δικτατορίες, οι πόλεμοι και η προσφυγοποίηση τεράστιων πληθυσμών, η καταδίκη και στοχοποίηση των θυμάτων· όλα αποτελούν επιλογές – πτυχές του συστήματος και όχι διασαλεύσεις του, σε όλα επιτρέπει να υπάρχουν και ως πράξεις και ως λόγοι. Σε τελική ανάλυση δεν υπάρχει τίποτα άλλο στο εποικοδόμημα παρά μόνο πόλεμος θέσεων. Και από τη συνισταμένη αυτού του συσχετισμού δυνάμεων των θέσεων και πρακτικών προκύπτει το «κέντρο ισορροπίας» του κυρίαρχου λόγου, η κυρίαρχη ιδεολογία που ορίζει σε εξαιρετικά ρευστές περιόδους μόνο προσωρινά τι είναι επιτρεπτό να υποστηρίζεται, τι είναι με την ευρεία έννοια πολιτικά ορθό και τι όχι.
Αυτός ο δίχως όρια και δίχως ταμπού πόλεμος θέσεων αποτελεί – στο βαθμό που αναγνωρίζεται – για την σοσιαλδημοκρατική οπτική ένα σχήμα περίπου θρησκευτικού είδους ατομικής και συλλογικής ελευθερίας εντός του καπιταλισμού: ο καπιταλισμός (θεός) επιτρέπει την ελεύθερη έκφραση και κυκλοφορία απόψεων (αφήνει ελεύθερο στον άνθρωπο να επιλέξει το καλό ή το κακό), έτσι ώστε ο πολίτης μέσω της δημοκρατικής του αγωγής (θρησκευτική πίστη και άσκηση) να επιλέγει πάντα τις δημοκρατικές λύσεις (να επιλέγει το καλό – θεό). Στο τέλος, βέβαια, το δημοκρατικό και ηθικό (το καλό – ο θεός) πάντα θριαμβεύει και έτσι θεμελιώνεται η ελευθερία του πολίτη (η ελευθερία του ανθρώπου) ως ελεύθερη επιλογή της δημοκρατίας.
Αρνείται να αναγνωρίσει αυτή η οπτική πως η απάντηση δεν μπορεί να είναι η ακολούθηση της καλύτερης εκ των προτεινόμενων επιλογών του συστήματος, αλλά η κατάργηση του δικαιώματός του να διατηρεί όλη την βεντάλια των επιλογών στα χέρια του. Το ξεπέρασμα, η διαλεκτική άρση των μορφών πολιτικής που έφερε στο προσκήνιο της ιστορίας με νέες, καθαρά δημοκρατικές που θα εκπορεύονται από και θα αντιστοιχούν στις ανώτερες σχέσεις παραγωγής, σε μια απελευθερωμένη κοινωνία.