Κρίση ταυτότητας;
Όσοι προσπαθούν να πείσουν τον κόσμο πως δεν υφίσταται πλέον η διάκριση μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, πως «όλοι ίδιοι είναι», είτε δεν ξέρουν είτε κάνουν πως δεν ξέρουν πως αριστερά σημαίνει ρήξη με το καπιταλιστικό σύστημα και όχι ανοχή, διαχείριση και διαιώνισή του.
Είναι αρκετοί αυτοί που, μετά την οικονομική κρίση του 2008, προσπάθησαν να πείσουν τον κόσμο πως δεν υφίσταται πλέον η διάκριση μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, πως είναι περιττός οποιοσδήποτε τέτοιος διαχωρισμός επιχειρείται να γίνει. Το έδαφος είχε λειανθεί από το 1990 ακόμα, όπου υπήρξαν συντεταγμένες ενέργειες για να πεισθεί ο κόσμος πως έχει επέλθει το «τέλος της ιστορίας», πως έχουμε φτάσει στο ανώτερο επίπεδο εξέλιξης της κοινωνίας που θα μπορούσαμε ποτέ να φτάσουμε.
Η δεκαετία που ακολούθησε ύστερα, μέχρι το πέρασμα στον 21ο αιώνα, υπήρξε ένα διάστημα έντονων ζυμώσεων και προβληματισμών, μια διαρκής πάλη ανάμεσα στα πρότυπα που αναπαρήγαγε το κυρίαρχο σύστημα και την κοινωνική πραγματικότητα της οποίας ήμασταν μάρτυρες.
Στη συνέχεια, η έννοια της «μη ύπαρξης» διαφοράς ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά εκφυλίστηκε σε τέτοιο βαθμό, φτάνοντας μέχρι την πλατιά αναπαραγωγή της φράσης «όλοι ίδιοι είναι» την περίοδο της κρίσης. Πίσω της κρύφτηκαν ευθύνες πολλών κυβερνήσεων, αλλά και μεμονωμένων πολιτικών, αμβλύνθηκαν αντιδράσεις και καλλιεργήθηκε (ή διευρύνθηκε) η άποψη πως «δεν υπάρχει εναλλακτική».
Βάση για τη στήριξη του συγκεκριμένου αφηγήματος αποτέλεσε η σύγχυση, που προκλήθηκε σκόπιμα και κατευθυνόμενα, γύρω από την έννοια της αριστεράς. Το περιβάλλον ήταν, άλλωστε, πρόσφορο έπειτα από το 1990, με τα περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα να περνούν μια παρατεταμένη περίοδο κρίσης και αναζήτησης ταυτότητας στη μετά-σοβιετική εποχή.
Το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό, με πλείστα όσα εργατικά κόμματα να καταστέλλουν τις «σημαίες» της ρήξης με το καπιταλιστικό σύστημα και να απεκδύονται την επαναστατική προοπτική. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρήκαν τον χώρο για να επιχειρήσουν να καλύψουν το κενό που δημιουργήθηκε, αναδυόμενα στην επιφάνεια ως αυτόκλητοι υποστηρικτές των συμφερόντων των λαϊκών μαζών και όχι των κερδών της αστικής τάξης.
Φυσικά, η ίδια η πραγματικότητα διέψευσε τις όποιες βλέψεις είχαν, αφού απέδειξε πως δεν είχαν καμία πρόσθεση να σταθούν στο πλευρό των αναγκών της εργατικής τάξης, παρά μόνο να αποσπάσουν με χυδαίο τρόπο τη σύμφωνη γνώμη της στην επιβολή αντιλαϊκών μέτρων.
Στη χώρα μας, είναι ενδεικτικό το πρόσφατο παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ. Από τη μία μεριά, έχουμε τον πολιτικό φορέα που στο όνομα της αριστεράς, ξεπέρασε σε φιλελεύθερα μέτρα ακόμα και τον πιο διαπρύσιο υποστηρικτή τους και, από την άλλη, έχουμε ένα κλασικό φιλελεύθερο κόμμα που την περίοδο της πανδημίας εφαρμόζει ορισμένα μέτρα επεκτατικής πολιτικής, ενισχύοντας τον ρόλο του κράτους στην αγορά και την κοινωνία.
«Αυτή είναι η ενδεδειγμένη συμπεριφορά σε περιόδους κρίσεων», σπεύδουν να υποστηρίξουν τόσο οι μεν όσο και οι δε, ενώ οι κλακαδόροι τους αναφέρονται συνήθως σε μια αναπόφευκτη «κρίση ταυτότητας» που λαμβάνει χώρα ύστερα από τέτοιες περιόδους, διαβεβαιώνοντας και καθησυχάζοντας τον κόσμο πως σύντομα θα ξεπεραστεί με συνέδρια, ημερίδες και… εσωτερικό «αναστοχασμό».
Δεν πρόκειται, όμως, σε καμία περίπτωση για «κρίση ταυτότητας», αλλά για αναπόφευκτη πολιτική αναγκαιότητα σε μια αστική δημοκρατία, όπου οι πολιτικές εναλλαγές ενσωματώνονται σε μια συνολικότερη στρατηγική διατήρησης και διαιώνισης της εξουσίας της.
«Θα μοιραστούμε τα βάρη της κρίσης με τρόπο δίκαιο, όπως το κάνουμε μέχρι σήμερα. Για να έχουν όλοι μετά, μέρισμα από την αναπτυξιακή έκρηξη που θα ακολουθήσει», δήλωσε ο πρωθυπουργός στο μήνυμά του προς τον ελληνικό λαό στις 13 Απριλίου.
Η εμπειρία που έχουμε αποκτήσει πάνω στις αστικές εναλλαγές τα τελευταία χρόνια μπορεί – και πρέπει – να γίνει όχημα συνειδητοποίησης για τον τρόπο που «μοιράζονται τα βάρη της κρίσης με τρόπο δίκαιο» και να αποτελέσει το εφαλτήριο πραγματικών αλλαγών στο μέλλον.