Η κυρίαρχη μορφή σύντομου λόγου: ο εκφασίζων λόγος του διαδικτύου
Αν στο μεγάλο κείμενο (π.χ. άρθρο εφημερίδας ή περιοδικού, δοκίμιο, βιβλίο κ.λπ.) αυτό που κυριαρχεί είναι η ανάπτυξη του επιχειρήματος, στο μικρό κείμενο αυτό που κυριαρχεί είναι η συμπύκνωση της άποψης είτε άνευ του επιχειρήματος, είτε η σμίκρυνση του επιχειρήματος στο μέγεθος της ατάκας – συνθηματολογίας.
Μαζί με τις νέες δυνατότητες που άνοιξε η εποχή του διαδικτύου, εγκαινίασε και ένα νέο είδος προσωπικής έκφρασης με συνέπεια ένα νέο είδος μαζικού διαλόγου, ένα νέο είδος μαζικής επικοινωνίας. Το νέο αυτό είδος έκφρασης, που βασικό του χαρακτηριστικό είναι ο πολύ σύντομος λόγος, συναρθρώνεται με γενικότερες αλλαγές που σχετίζονται με τους ρυθμούς της καθημερινής ζωής και του ελεύθερου χρόνου, τους γενικότερους ρυθμούς με τους οποίους το άτομο καλείται σήμερα να σκεφτεί και να δράσει αξιολογώντας πράγματα και καταστάσεις.
Σχετικά με την αλλαγή που επιφέρει η ευρεία χρήση του διαδικτύου στην ενημέρωση, την πολιτική έκφραση και αξιολόγηση διακρίνονται ορισμένες μεταβάσεις. Η πολλαπλότητα πηγών, θεμάτων, σχολίων ενημέρωσης που προσφέρει το διαδίκτυο αυξάνει θεαματικά. Πρόκειται, ουσιαστικά – αν το συγκρίνουμε με τα παλαιότερα μέσα – για μια υπερεφημερίδα, μια υπερτηλεόραση, μια υπερβιντεοθήκη, ένα υπερραδιόφωνο κι όλα αυτά συν τη διαλογικότητά τους στη συσκευασία του ενός. Η μορφή και το περιεχόμενο παίρνουν χαοτικές διαστάσεις, καθώς το νέο μέσο περιλαμβάνει όχι μόνο όλους τους προηγούμενους τρόπους έκφρασης, αλλά εφευρίσκει και νέους.
Και το νέο που εφευρίσκει και επιβάλλει στον εαυτό του και στα προηγούμενά του είναι ο τρόπος του μέσου κοινωνικής δικτύωσης. Λέω «τρόπος» αφού η χρήση του μέσου κοινωνικής δικτύωσης ορίζει νέα τροπικότητα και την επεκτείνει στη χρήση των υπόλοιπων μέσων. Η τροπικότητα αυτή καθορίζει τη νέα κατάσταση: της (μικρής ή μεγάλης έντασης) φωνής που αποκτά ο καθένας, του βήματος που αποκτά για να πει τη γνώμη του (σε ελάχιστο ή τεράστιο ακροατήριο).
Η μετάβαση που υπάρχει εδώ είναι το γεγονός πως από την εποχή που ο δημόσιος πολιτικός διάλογος διεξαγόταν είτε μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης, είτε μέσω ατόμων που αντιπροσώπευαν κοινωνικές ομάδες, αφήνοντας θεωρητικά την προσωπική γνώμη του «απλού πολίτη» εκτός διαλόγου, περνάμε στην εποχή που ο καθένας μπορεί να εκφέρει γνώμη σε δημόσιο μαζικό πολιτικό διάλογο. Το «άνοιγμα» αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως δημοκρατικό κι άνοιξε συζητήσεις περί άμεσης δημοκρατίας του διαδικτύου κ.λπ.
Μόνο που αυτή η μετάβαση πρέπει να συνδεθεί με την αυξανόμενη ταχύτητα, το δεύτερο χαρακτηριστικό πέραν του «εκδημοκρατισμού» που φέρνει η νέα τροπικότητα. Η κάθε είδους ταχύτητα αυξάνει. Η ταχύτητα της αναζήτησης ενημέρωσης, της εκφοράς άποψης και του διαλόγου μέσω σχολίων αυξάνει πέραν του φυσιολογικού ορίου σχηματισμού τους. Το κρίσιμο, όμως, στα πλαίσια αυτής της ταχύτητας είναι ο εντοπισμός της διαφορετικής χρονικότητας που επιφέρει αυτή στον αναπαραγόμενο λόγο. Και η διαφορετική χρονικότητα είναι ότι τον συντομεύει. Διαμορφώνεται, έτσι, το νέο παράδειγμα κυρίαρχης μορφής πολιτικού λόγου.
Μαζεύοντας ως εδώ τα παραπάνω, συνοψίζω τα εξής χαρακτηριστικά της νέας τροπικότητας μαζικού πολιτικού διαλόγου που φέρνουν το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: εκδημοκρατισμός (ο καθένας μπορεί να πει πρωτογενώς τη γνώμη του), μαζικότητα πολιτικού διαλόγου (ο καθένας μπορεί να συμμετέχει στη συζήτηση), αυξημένη ταχύτητα (πληροφοριών, επιλογών, ενημέρωσης) και απόρροια όλων αυτών η ανάδειξη του σύντομου λόγου ως η κυρίαρχη μορφή λόγου.
Η μορφή του λόγου αν και δεν μπορεί να συνδεθεί απευθείας με το περιεχόμενο, ωστόσο του επιβάλλει ορισμένους απαρέγκλιτους περιορισμούς. Αν στο μεγάλο κείμενο (π.χ. άρθρο εφημερίδας ή περιοδικού, δοκίμιο, βιβλίο κ.λπ.) αυτό που κυριαρχεί είναι η ανάπτυξη του επιχειρήματος και συχνά η υποστήριξη του βασικού επιχειρήματος με τη χρήση ορισμένων επί μέρους επιχειρημάτων, η προσπάθεια δηλαδή να τεθεί το περιεχόμενο σε μια λογική διαδικασία τεκμηρίωσης ώστε να πείσει, στο μικρό κείμενο αυτό που κυριαρχεί είναι η συμπύκνωση της άποψης είτε άνευ του επιχειρήματος, είτε η σμίκρυνση του επιχειρήματος στο μέγεθος της ατάκας – συνθηματολογίας, είτε η συμπύκνωση του επιχειρήματος στο μικρότερο μέγεθος, στη λέξη. Έπειτα, αυτή η επιφορτισμένη με όλο το νοηματικό βάρος του επιχειρήματος λέξη μετατρέπεται σε λέξη – κλειδί και μπορεί να αναπαράγεται ως τέτοια αναπαράγοντας αυτόματα και το ήδη ελλειπτικό επιχείρημα που κουβαλά μέσα της.
Η μορφή που παίρνει το άνοιγμα «εκδημοκρατισμού» στην έκφραση της άποψης δεν μπορεί παρά να είναι τέτοια. Δηλαδή, η άποψη εκφέρεται σε αντικειμενικά χαμηλότερα επίπεδα λογικής στήριξης, ενώ πριμοδοτούνται από την άλλη το συναίσθημα, η παρόρμηση, η ειρωνία, ο γενικότερα αφοριστικός λόγος, ο λόγος – σύνθημα ή ο λόγος – εικόνα. Εφ’ όσον ο δημόσιος πολιτικός διάλογος αποκτά σχεδόν ολοκληρωτική μαζικότητα και αυτή με τη σειρά της εκφράζεται με λίγο πολύ αφοριστικό σύντομο λόγο, δημιουργείται το παρόν φαινόμενο: ο «εκδημοκρατισμός», ουσιαστικά, δεν προσφέρει στην διακίνηση και διαπάλη των πολιτικών ιδεών με όρους επιχειρηματολογίας που μπορεί να βοηθήσει τον πολιτικά σκεπτόμενο να διαμορφώσει στέρεα πολιτική άποψη, αλλά αντίθετα ο αφοριστικός λόγος συσκοτίζει περαιτέρω και ορίζει τον δημόσιο πολιτικό διάλογο ως διάλογο με όρους ποσότητας ή όρους μάρκετινγκ· διάλογο στον οποίο η ποσότητα του συνεχώς αναπαραγόμενου αφοριστικού σύντομου λόγου επικρατεί με την ίδια λογική που επικρατεί το προϊόν του οποίου η διαφήμιση καλύπτει περισσότερο διαφημιστικό χρόνο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης την ώρα που οι περισσότεροι τα παρακολουθούν ή περισσότερη έκταση στους πιο επίκαιρους και πολυσύχναστους χώρους μιας πόλης.
Επίσης, όταν η ευχέρεια έκφρασης άποψης μεταπηδά από το μέσο μαζικής ενημέρωσης στον «αυθεντικό» και «άδολο» πολίτη που εκφράζει τον εαυτό του, δημιουργείται και η εξής παρανόηση: η αίσθηση ότι η άποψη που εκφέρεται είναι προσωπική και πηγαία, άρα αυθεντική και όχι διαμεσολαβημένη από κάποιον ανάξιο σκοπό, όπως εύκολα θα γινόταν η σύνδεση στην περίπτωση των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Δυσκολεύεται, δηλαδή, κάποιος να αντιληφθεί ότι ο ρόλος της οικοδόμησης, διάχυσης και αναπαραγωγής της πολιτικής άποψης περνάει βαθμιαία από τα μέσα ενημέρωσης στα άτομα της κοινωνίας με συνέπεια η αναπαραγόμενη άποψη αυτών των ατόμων να «καθαρίζεται» από κάθε είδους σκοπιμότητα, να συσκοτίζεται όσον αφορά τον πολιτικό της φορέα και τελικά να χαρακτηρίζεται ως απλώς ο πραγματικός, ο αυθεντικός, ο ξεκάθαρος σφυγμός της κοινωνίας. Οι πολλοί διαφορετικοί χρήστες, δηλαδή, οι οποίοι εκφράζουν την ίδια σε παραλλαγές πολιτική άποψη μέσω του ίδιου αφοριστικού σύντομου λόγου, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι συγκροτούν ένα αόρατο, αποκεντρωμένο και πολυκλαδικό μέσο μαζικής ενημέρωσης που εισχωρεί παντού με ό,τι συμφέρον συνεπάγεται αυτό από την έλλειψη του ιδιοκτήτη, την ανωνυμία των συντακτών, την έλλειψη πολιτικού σκοπού και την προφανή πηγαία αντικειμενικότητά του: το νέο μέσο μαζικής ενημέρωσης είναι τέλειο γιατί απλά δεν υπάρχει ως τέτοιο. Το νέο μέσο εξευγενίζεται από κάθε είδους ιδιοτελή μικροπολιτική σκοπιμότητα, καθίσταται εξ ορισμού αυθεντικό και αντικειμενικό, ενώ με ευκολία διαχέεται σε όλες σχεδόν τις πτυχές της ενημέρωσης – ψυχαγωγίας – επικοινωνίας: οπουδήποτε μπορεί να αναγνωστεί και – ακόμα καλύτερα – να μην αναγνωριστεί ως τέτοιο.
Συγκεκριμένο παράδειγμα, όλων των παραπάνω σκέψεων, αποτελεί ο εθνικιστικός – φασιστικός αφοριστικός λόγος που αναπαράγεται σε μεγάλες ποσότητες και διαχέεται παντού στο διαδίκτυο με τεράστια ευκολία. Κάτω από τα περισσότερα σχεδόν άρθρα ηλεκτρονικών εκδόσεων εφημερίδων ή ειδησεογραφικών πόρταλ, κάτω από ποσταρίσματα που ίσως δεν περιέχουν σχετικό με πολιτική θέμα, κάτω από τα περισσότερα βίντεο, που πάλι ίσως δεν έχουν σχετικό με πολιτική θέμα· είναι παντού και μάλιστα παντού όπου κάποιος δεν περιμένει ότι θα τον συναντήσει.
Μπορούμε να συνδέσουμε αυτήν την ευκολία σαφώς με πολιτικές σκοπιμότητες, αλλά και με το εξαιρετικό συνταίριασμα που εμφανίζει ο εθνικιστικός – αφοριστικός λόγος ως περιεχόμενο στην κυρίαρχη μορφή του σύντομου λόγου του διαδικτύου. Ο αφορισμός, η έλλειψη ή σμίκρυνση ή συμπύκνωση του επιχειρήματος στο επίπεδο της λέξης, η συνθηματολογία, το απαραίτητο λογικό άλμα, η επίκληση αυθεντίας – σοφιστείας, η έλλειψη στοιχείων – τεκμηρίωσης: όλα δείχνουν όχι μόνο να ταιριάζουν, αλλά να προσφέρουν προνομιακό πεδίο έκφρασης σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο λόγο που βρίσκει τη δυναμική του ακριβώς στην τεκμηρίωση και στη λογική. Μετατρέπεται, έτσι, ο εθνικιστικός λόγος σε κυρίαρχο λόγο στη «διαδικτυακή» κοινωνία μέσω της σύντομης αφοριστικής μορφής του λόγου και των χαρακτηριστικών της, της «πειθούς» που προσφέρει η ποσότητά του και μάλιστα με την διάχυσή του και την αναπαραγωγή σε όλα τα εναλλακτικά πεδία έκφρασης και επικοινωνίας.
Γυρνώντας και συσχετίζοντας αυτό το γεγονός με τους σημερινούς γρήγορους ρυθμούς, γίνεται φανερό πως οι συνέπειες είναι ολέθριες σχετικά με την πολιτικοποίηση των λιγότερο πολιτικά ενήμερων, την ιδεολογική διάπλαση των νεότερων και την δημιουργία συγκεκριμένου πολιτικού κλίματος και δυναμικής στη συνείδηση των ανυποψίαστων· σε τελική ανάλυση, δίνεται η αίσθηση μιας αναντιστοιχίας ανάμεσα στην ποσότητα αυτής της άποψης στην «πραγματική» κοινωνία και στην ποσότητα αυτής της άποψης που ηγεμονεύει στην «διαδικτυακή» κοινωνία. Έτσι, αν η πολιτική αίσθηση κάποιου διαμορφώνεται καθημερινά πιάνοντας τον σφυγμό της «διαδικτυακής» κοινωνίας, αυτή μπορεί να κεφαλαιοποιηθεί με την σειρά της στην «πραγματική»: να δημιουργήσει αυτοεκπληρούμενες προφητείες, να δημιουργήσει τεράστιες σκιές στον τοίχο που τελικά επιστρέφουν και ψηλώνουν το ίδιο το τέρας.