Λίγα εντελβάις για τον Άλκη…
Κάθε φορά που θα διαβάσω ένα ποίημα σου, κάθε φορά που θα ακούσω ένα τραγούδι σου είναι σα να κρυφοκοιτάζω από μία κλειδαρότρυπα μικρή μέσα στο δωμάτιό σου, στο σπίτι της Κάτω Κηφισιάς ή της Πάργας ή ίσως μέσα στην ίδια την ψυχή σου…
Εφτά χρόνια χωρίς τον Άλκη είναι πολλά. Είναι περίεργο γιατί τη σχετικότητα του χώρου και του χρόνου όπως τη διατύπωσε ο Αϊνστάιν στη θεωρία του, την αισθάνεσαι τόσο διαφορετικά στην καθημερινότητα, από το να την εκφράζεις μαθηματικά. Τα μαθηματικά είναι κρύα γιατί τα πόδια τους πατάνε πάντα στην ψυχρή λογική. Όμως τα συναισθήματα είναι καυτά, τα ζεσταίνει συνεχώς το άλικο αίμα που κυλάει στις φλέβες των ανθρώπων που τα βιώνουν. Δεν ξέρω αν λείπεις εφτά χρόνια, εφτά μήνες, εφτά μέρες ή εφτά ώρες.
Σε μένα λείπεις περίπου εφτά λεπτά, τόσην ώρα όση πρόλαβε να κυλήσει από την ώρα που σταμάτησε το τραγούδι σου και άρχισα να γράφω αυτό το κείμενο, όση ώρα χρειάστηκε για να επιστρέψω το μυαλό μου στο Παγκράτι, που είχε έρθει να σε βρει στο καινούριο εξοχικό σου εκεί στην Πάργα και να αφήσει λίγα εντελβάις στο βάζο που έχεις δίπλα στη φωτογραφία σου, στο μαρμάρινο καθιστικό σου που αντιφεγγίζει στο φως. Σου άφησα λίγα από εκείνα τα λευκά εντελβάις που εσύ πρώτος μας χάρισες πριν 20 χρόνια, ίσως να ήταν από εκείνα που είχες κόψει από το στήθος της “Αντιγόνης” σου, στις αρχές ενός Μάη της δεκαετίας του ’70. Ξέρεις στάθηκα σήμερα τυχερός καθώς όταν έφτασα στο νέο σου σπίτι, είχες επισκέπτες το Μάριο και το Μήτσο. Πάντα ήθελα να σας συναντήσω όλους μαζί. Είπα να σας ζητήσω το Εντελβάις να τραγουδήσουμε αντάμα όλοι στη γιορτή σου, μα ο Μήτσος γέλασε δυνατά και είπε ξεφυσώντας τον καπνό του, εγώ νομίζω πως πιότερο μας πρέπει το Πάντα Γελαστοί, ειδικά σε εμάς τους τρεις. Εσύ συμπλήρωσες ναι ρε μανάρι δίκιο έχει ο Μήτσος και άναψες ένα τσιγάρο από τα κομμένα. Τότε ο Μάριος έκατσε στο πιάνο και άρχισε το Φα Μινόρε…
Εγώ εκείνο το Δεκέμβρη που αποφάσισες να μετακομίσεις ήμουν σε ένα γυάλινο κτίριο, γραφιάς, πετούσα τις ώρες μου από τα παράθυρα της Συγγρού για να κερδοσκοπούν οι τραπεζίτες. Αλλά (δεν) έχω παράπονο, βγάζαμε τα προς το ζην, πετσοκομμένα βέβαια λόγω κρίσης. Τι κι αν η τράπεζα ήταν έτοιμη να ανακοινώσει κέρδη δισεκατομμυρίων ευρώ στον ισολογισμό του έτους που έκλεινε; Ήταν λιγότερα τα κέρδη από το στόχο είπε η διοίκηση. Γι’ αυτό και εγώ έκλεισα τα λογιστικά τους φύλλα απ’ την οθόνη μου και άνοιξα να δω τα νέα στο διαδίκτυο. Τι το ‘θελα; Ήταν η δεύτερη φορά που εκείνη η ρημαδιασμένη οθόνη μου έφερνε άσχημα μαντάτα. Δεν είχαν περάσει οκτώ μήνες από τη μέρα που μου μαρτύρησε πως είχε φύγει ο Μήτσος. Τότε σηκώθηκα και έφυγα με άδεια απ’ τη σημαία, σκασιαρχείο κανονικό και πήγα στο 1ο να τον αποχαιρετήσω. Ύστερα που γύρισα σκάρωσα ένα παραμύθι στον προσωπάρχη πως τάχα δεν ένιωθα καλά και πήγα στο ΙΚΑ της Καλλιθέας. Και στο ίδιο μουντό μοτίβο, μέσα σε εκείνο το γκρι γραφείο, το ίδιο κουτί μου ξαναμαύριζε τη μέρα, λέγοντας μου πως είχες φύγει άξαφνα και εσύ, να πας να ανταμώσεις το Μήτσο, το Μάριο και τους υπόλοιπους αγγέλους. Η πρώτη μου κουβέντα ήταν γιατί ρε Άλκη;
Ο Μίλτος ήταν σπίτι του και το έμαθε από τον Οδυσσέα με ένα λιτό μήνυμα στο κινητό που έλεγε “Πέθανε ο Αλκαίος”, όπως ο ίδιος περιγράφει στο βιβλίο του “Αγύριστο Κεφάλι – Ο Άλκης Αλκαίος που γνώρισα…” και συνεχίζει “Έτσι απλά, πριν πιώ καφέ και πριν ανάψω το πρώτο πρωινό τσιγάρο. Του τηλεφώνησα ακαριαία, ουρλιάζοντας σαν σε παραλήρημα. Πώς ρε μαλάκα, τι εννοείς πέθανε; (…) Αφού προσπάθησε να με καλμάρει μου εξήγησε. Ο καρκίνος είχε επιστρέψει καλπάζοντας. Μέσε σε είκοσι μέρες τον πήρε μαζί του .” (2013, Μίλτος Πασχαλίδης, “Αγύριστο Κεφάλι – Ο Άλκης Αλκαίος που γνώρισα…”, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη). Ύστερα ξεκίνησε να μοιράζεται τον πόνο του με φίλους. Έστειλε στο Χρήστο, στο Βασίλη, στο Νίκο τον Μπογιόπουλο και στο Λάρυ που του απάντησε ως γνήσιος και αιώνιος Λάρυ “Άσε φιλαράκι τα έμαθα, γάμησέ τα!” Ήταν το από μηχανής θεού γέλιο που χρειαζόταν ο Μίλτος για να κρύψει το δάκρυ του.. Αλήθεια ρε συ Άλκη ο Λαυρέντης που ήταν σήμερα το πρωί που ανταμώσαμε; Πάλι άργησε να ξυπνήσει; Ή μήπως ξέμεινε σε κανένα τσιπουράδικο του Βόλου;
Σε γνώρισα και εγώ μέσα από τα τραγούδια σου, αυτά που έγραφες μέσα στους τέσσερις τοίχους της καινούριας σου εξορίας, αυτά που έγραφες στα διάφορα κελιά που πέρασες, νοσοκομεία, ΕΑΤ-ΕΣΑ και τα δικά σου τα άυλα, τα αυτοάνοσα. Αυτά που πήρες προίκα από εκείνους, την αιώνια καταδίκη σου για το έγκλημα του να είσαι Κομμουνιστής και να αγαπάς τους ανθρώπους και τη ζωή, από την κορφή μέχρι τα νύχια. Σε λύγισαν οι φασίστες μα δε σε έσπασαν, σε βασάνισαν οι χουντικοί μα εσύ δεν έσπασες, δε μίλησες, δεν υπέγραψες κανένα από τα βρωμόχαρτα της ντροπής τους. Υπέγραφες μόνο τα ποιήματά σου, τους στίχους σου, τα ταξίδια σου στον κόσμο. Τα χειρόγραφά σου ήταν γεμάτα λέξεις, που από μια σύμπτωση έβρισκαν το άλλο νόημά τους όπως ο Ρίτσος συνήθιζε να λέει, λέξεις γραμμένες με τα ιδιότυπα καλλιγραφικά σου, θαρρείς πως τις ζωγράφιζες αντί να τις γράφεις και ας ήσουν μουδιασμένος όταν σε κοίταζε η Ρόζα στη Λειψία.
Δεν κατάφερα ποτέ να διαλέξω το αγαπημένο μου από τα ποιήματά σου. Θα μου πεις καλά έχω διακόσια ποιήματα και βάλε, δεν υπάρχει ένα που να αγαπάς πιο πολύ; Υπάρχει. αλλά μόνο κατά καιρούς. Διότι κάθε φορά που θα διαβάσω ένα ποίημα σου, κάθε φορά που θα ακούσω ένα τραγούδι σου είναι σα να κρυφοκοιτάζω από μία κλειδαρότρυπα μικρή μέσα στο δωμάτιό σου, στο σπίτι της Κάτω Κηφισιάς ή της Πάργας ή ίσως μέσα στην ίδια την ψυχή σου. Κάθε φορά και ένα άλλο κρυμμένο νόημα βρίσκω στα λόγια σου, μια νέα γωνιά φωτίζεται από το δωμάτιό σου, σε εκείνο το δωμάτιο που υπήρχαν όλα, αρκεί να έχεις μάτια να τα δεις και να έχεις χέρια να τα αγγίξεις.
Ήσουν αγύριστο κεφάλι Άλκη και έτσι είσαι ακόμα…
Θα ανταμώσουμε πάλι σύντομα. Αντίο.