«Μ’ αγαπάς;»
Δεν μπορώ και δεν με ενδιαφέρει, ως θεατής να σταθώ αντικειμενικά μπροστά στον Γιώργο Νινιό… Τον ηθοποιό τον εκτιμάς και τον θαυμάζεις γι’ αυτό που γίνεται στο πέρασμα του χρόνου με το ταλέντο του, τη μελέτη, τη γνώση, τη δουλειά, τις επιλογές του, την αποφυγή της πεπατημένης. Και για την ομορφιά των «ψεγαδιών» του…
Στα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» ήταν ο «Λούης», ο – φαινομενικά – χαβαλές με τη βέσπα, ο «δεν παίρνω τη ζωή στα σοβαρά» φιλόσοφος, η ψυχή αλλά και ο διάβολος της παρέας, ο αδίστακτος πλην ρομαντικός τυχοδιώκτης που ρουφούσε τη ζωή ως το μεδούλι, που προκαλούσε στους γύρω του χαμόγελο, περισυλλογή, θαυμασμό, ενίοτε και φθόνο. Ήταν ο φαντάρος που οι συγκλονιστικές σκηνές του με τον «συνταγματάρχη Κριτσίνη» του μεγάλου Γιώργου Μιχαλακόπουλου σε έκαναν να συγκινηθείς, να αναστοχαστείς, να ανατριχιάσεις.
Πριν από τριάντα χρόνια ο αείμνηστος σκηνοθέτης Κώστας Κουτσομύτης με τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» έφτιαχνε μια τηλεοπτική σειρά που θα έμενε στην Ιστορία (βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Κώστα Μουρσελά, σενάριο του Βαγγέλη Γκούφα και μουσική του Βασίλη Δημητρίου – προβλήθηκε στον ANT1), και ο Γιώργος Νινιός εισέφερε τα δικά του ανεξίτηλα «χρώματα» και «σχήματα», με την φρεσκάδα του και την ξεχωριστή ερμηνεία του, ανάμεσα σε μια πλειάδα σπουδαίων και καταξιωμένων ηθοποιών.
Από τότε, αναμετρώμενος με τον χρόνο και τους ρόλους σε θέατρο, σινεμά, τηλεόραση, ο καλός ηθοποιός έγινε ακόμα καλύτερος. Στην πορεία του, που συνεχίζεται, απέσπασε και μια ντουζίνα βραβεία, όχι πως αυτό αποτελεί ντε και καλά απόδειξη της αξίας του, αλλά έχουν κι αυτά την όποια σημασία τους.
Φέτος ξεχώρισε στην εξαιρετική παράσταση «Τσιτάχ. Η ερημιά του τερματοφύλακα» (θεατρικός μονόλογος του Βασίλη Κατσικονούρη, σε σκηνοθεσία Ερμίνας Κυριαζή), ως μια παλιά δόξα των γηπέδων σε παρακμή. Μια αθλητική, κάποτε, φιγούρα που γέμιζε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, και που με τα χρόνια μεταλλάχτηκε σε έναν ηλικιωμένο παρία, που πνίγεται μεταξύ καπνού και αλκοόλ παγιδευμένος στη μέγγενη του περιθωρίου. Ένας ένδοξος βασιλιάς που βρέθηκε στα αζήτητα, και έχασε τα πάντα, εκτός από την αξιοπρέπειά του. Την αξιοπρέπειά του που τραυματίστηκε κάποτε για χάρη της φιλίας και της αγάπης, και, αυτός που χόρευε με τη μπάλα πάνω στη λάσπη του γηπέδου, αναγκάστηκε να βουλιάξει στο βούρκο των ανθρώπων χωρίς όμως να κολλήσει στον πυθμένα του.
Αυτός ήταν ο Νινιός στο θέατρο Σταθμός. Το άλλοτε «τσιτάχ» των γηπέδων, σήμερα ένας τύπος με μακριά λευκά μαλλιά και γένια, που όταν με τσακισμένα φτερά έσπασε τα μούτρα του στο χώμα, βρήκε τη δύναμη που δίνει στον άνθρωπο η αξιοπρέπεια και το ατσάλωμα από την πίστη σε αξίες που τον ακολουθούν ανά τους αιώνες και δύσκολα νικιούνται, να ξανασηκωθεί και να σταθεί στα πόδια του.
Αυτός ο τύπος, στην εμφάνιση, είναι ο Γιώργος Νινιός στην τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ, «Παραλία». Ο «Δημητρός», ένας ασπρομάλλης με μυαλό μικρού παιδιού και καρδιά που χωράει όλο τον κόσμο, που όταν τον κυνηγούν οι δαίμονές του ψάχνει να βρει καταφύγιο στην παντοτινά ζεστή αγκαλιά της αγάπης. «Μ’ αγαπάς;» ρωτάει κάθε τόσο τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν. Τον αγαπούν. Η αγάπη των άλλων είναι η κινητήρια δύναμή του και ταυτόχρονα η πανοπλία του. Ο Νινιός αποτελεί έναν σημαντικό λόγο για να στρέψει κάποιος την προσοχή του σε μια τηλεοπτική σειρά που έχει ως βασικά συστατικά την ανθρωπιά, τη συντροφικότητα, το εμείς, την αλληλεγγύη, τον σεβασμό στο διαφορετικό, την προσφορά στον συνάνθρωπο, την αντίσταση στη βαρβαρότητα – τόσο δυσεύρετα, τραυματισμένα ή παρεξηγημένα, μα και τόσο πολύτιμα στην άγρια εποχή μας. Μια σειρά με εξαιρετικούς συντελεστές και θαυμάσια πρωτότυπη μουσική επένδυση.
Έχει την τύχη αυτός ο μικρός τόπος να μεγαλουργεί στην Τέχνη. Μέσα από την οθόνη θαυμάζουμε ηθοποιούς που δεν βρίσκονται στη ζωή και λέμε πόσο σπουδαίοι και τρανοί είναι. Την ίδια ώρα κάποιοι απαισιόδοξα σημειώνουν ότι οι εποχές άλλαξαν και δεν γεννιέται σήμερα πχ ένας άλλος Λογοθετίδης, μια άλλη Λαμπέτη, ένας άλλος Κατράκης. Ναι, δεν θα γεννηθούν άλλοι σαν εκείνους, γιατί ο καθένας είναι μοναδικός. Οι εποχές άλλαξαν (δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά), άλλαξαν και οι συνθήκες. Η Τέχνη, όμως, είναι πάντα εδώ, και με το σπαθί της μάχεται στις συμπληγάδες της φθοράς των συνειδήσεων ανάμεσα σε βουνά άχρηστων πληροφοριών και θεαμάτων-σκουπιδιών. Και, σήμερα, άλλοι σπουδαίοι ηθοποιοί κρατούν τη σκυτάλη που πήραν από τα χέρια των παλαιότερων.
Δεν μπορώ και δεν με ενδιαφέρει, ως θεατής να σταθώ αντικειμενικά μπροστά σε έναν ηθοποιό, περισσότερο μπροστά σε έναν αγαπημένο ηθοποιό. Δεν υπάρχει αντικειμενικότητα στα συναισθήματα. Τον ηθοποιό τον εκτιμάς, τον θαυμάζεις, τον αγαπάς γι’ αυτό που γίνεται στο πέρασμα του χρόνου με το ταλέντο του, τη μελέτη, τη γνώση, τη δουλειά, τις επιλογές του, την αποφυγή της πεπατημένης. Και για την ομορφιά των «ψεγαδιών» του που αποτελούν ένα κομμάτι αυτού που είναι στο σύνολό του κι εσύ απολαμβάνεις ως θεατής. Δεν μπορείς, και να θέλεις, τους αισθητήρες που συλλαμβάνουν ό,τι εκπέμπει αυτός ο ηθοποιός και τα οδηγούν ίσια στην ψυχή σου, να τους βάλεις δίπλα στους κανόνες που ορίζουν ειδικοί. Ακόμα και αν προσπαθήσεις, οι αισθητήρες αυτοί στο τέλος θα κάνουν το δικό τους.
Με αυτούς τους αισθητήρες, παλλόμενους, υποκλίνομαι με εκτίμηση και θαυμασμό στον Γιώργο Νινιό. Τον ευχαριστώ, γιατί μέσα από το θέατρο, την τηλεόραση ή τον κινηματογράφο, τρέφει και ομορφαίνει την ψυχή μου. Επειδή αποτελεί μέρος των διαχρονικών αποσκευών μου, εκείνων που ο καθένας μας κουβαλάει μέσα του στο ταξίδι της ζωής. Δεν μπορεί, λοιπόν, παρά να είναι αυτονόητη και η απάντηση στην ερώτηση του τίτλου της ανάρτησης…