Ματιές στο εκλογικό σκηνικό
Για την αναπαραγωγή του πολιτικοοικονομικού status το εποικοδόμημα πρέπει να παρουσιάσει εναλλαγές, να σκηνοθετήσει καινούργια θεάματα, να παρασύρει και να εγκλωβίσει. Κι εμείς σαν να είμαστε χωρίς μνήμη πάλι να πλανηθούμε.
Και σ’ αυτές τις βουβές εκλογές, μετά από μια δεκαετία οικονομικής κρίσης όπου ξεκάθαρα αποκαλύφτηκε πως στις πολιτικές αποφάσεις που εφαρμόζονται ελάχιστη συμμετοχή έχουν τα όργανα που εκλέγονται, τα αστικά κόμματα δεν διαφοροποιούν τις στρατηγικές θέσεις τους σε σχέση με τις ανταγωνιζόμενες δυνάμεις του κεφαλαίου και της εργασίας. Κι αν αλλάζουν την τακτική τους για να τροποποιούνται οι εκάστοτε πολιτικοί σχηματισμοί είναι για να μπορούν να εξελιχτούν σε πεδίο αντιπαράθεσης ελεγχόμενο, για να μην έρχονται στο προσκήνιο ταξικά συμφέροντα και συγκρούσεις ανάμεσα σ’ εκμεταλλευτές και εκμεταλλευομένους.
Σ’ αυτό το πλαίσιο εξηγείται γιατί περίσσεψαν τα συγχαρητήρια κι οι εκφράσεις περηφάνιας για την βράβευση του Γιάννη Αντετοκούνμπο, τον οποίο ξαφνικά και ο φασίζων λόγος, όπως του Κ. Κυρανάκη, συγχαίρει σαν Έλληνα. Και εφόσον είναι μέρες προεκλογικής περιόδου δεν παρέλειψαν οι άμεσοι ενδιαφερόμενοι για τις εκλογές να ενσωματώσουν στο λόγο τους τη βράβευσή του, με χαρακτηριστικό το tweet του Κ. Μητσοτάκη που τον χαρακτηρίζει «θαυμάσιο άνθρωπο που δεν ξεχνά από πού ξεκίνησε» και την προεκλογική αφίσα της Κ. Νοτοπούλου που χρησιμοποιεί την εικόνα του.
Τα δυο κόμματα που κονταροχτυπιούνται για την εξουσία και προσπαθούν να πείσουν τις εκμεταλλευόμενες τάξεις για τις θετικές υπέρ τους παρεμβάσεις στην οικονομία και την πολιτική συναντώνται, τουλάχιστον λεκτικά, στο ίδιο ηθικό πεδίο του σεβασμού και αποδοχής της διαφοράς. Κι αν για τον ΣΥΡΙΖΑ θεωρείται προνομιακό αυτό το πεδίο και για τη ΝΔ όμως η διάκριση και βράβευση του κορυφαίου παίχτη προσαρμόζεται άνετα στις κενολογίες της περί αριστείας και ίσων ευκαιριών.
Κι αφού ο ΣΥΡΙΖΑ για τεσσεράμισι χρόνια κυβέρνησε με τους ΑΝΕΛ, θυμήθηκε στην προεκλογική του εκστρατεία το παλιό σύνθημα για τον κίνδυνο της Δεξιάς, αφήνοντας αιχμές, αν δεν το λέει κι ανοιχτά όπως ο Ευ. Τσακαλώτος, πως η στάση του ΚΚΕ απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ πριμοδοτεί τη ΝΔ. Κι από την άλλη στη ΝΔ μοιάζει βολικό να ταυτίζει το ΣΥΡΙΖΑ με το ΚΚΕ για να χαράζει ευδιάκριτες διαχωριστικές γραμμές που θα συσπειρώνουν οπαδούς στις τάξεις της, για να εξασφαλίσει αυτοδυναμία. Και η κακότεχνα προπαγανδιστική, απλοϊκά διασκευασμένη εκδοχή του μύθου του τζίτζικα και μέρμηγκα της Μιράντας Ξαφά αυτή την γραμμή κάνει …φιλότιμες προσπάθειες να ενισχύσει.
Κάθε φορά, όπου κι αν επικεντρώνεται η προεκλογική καμπάνια των αστικών κομμάτων, υποσχέσεις για δημιουργία ισχυρής Ελλάδας ή επαναφορά διλημμάτων, όπως αριστερά και δεξιά ή αντίθεση δημόσιου και ιδιωτικού, που το περιεχόμενό τους μοιάζει να έχει εξανεμιστεί κι επιβάλλεται πια σαν διαφημιστικό σλόγκαν, ο στόχος είναι, μέσα από πολιτικά ασαφείς διαιρέσεις, στον απώτερο ορίζοντα να εξαλειφθεί κάθε πάλη και αγώνας. Αυτού του είδους οι αντιπαραθέσεις ή και ταυτίσεις των αστικών κομμάτων συγκροτούν μια τέτοια εικόνα της πραγματικότητας, μόνο και μόνο για να αποφευχθεί η πραγματικότητα των ταξικών συγκρούσεων. Επειδή ελάχιστα διαφοροποιούνται πια τα αστικά κόμματα είναι γι’ αυτό ακριβώς το λόγο που οι ονομασίες τους αποτελούν τους κεντρικούς μηχανισμούς ανταγωνισμού. Όταν τα σημαινόμενα εξασθενούν, τα σημαίνοντα κυριαρχούν. Γι’ αυτό και ο Γ. Παπανδρέου με την πρότασή του για συνεργασία ΚΙΝΑΛ, ΣΥΡΙΖΑ, Ν.Δ σε μια εθνική κυβέρνηση δεν πρωτοτυπεί παρά μόνο στο βαθμό που παραδέχεται προεκλογικά αυτήν την συγγένεια των αστικών κομμάτων.
Αν όμως οι αστικές εκλογές δεν μεταβάλλουν θεμελιώδεις σχέσεις ταξικής εξουσίας και δύναμης αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχουν νόημα ή πολιτική σημασία. Ανοίγουν ένα σημαντικό παράθυρο στους τρόπους με τους οποίους η αστική τάξη βλέπει τις δικές της αντιφάσεις, διαχειρίζεται τις ταξικές αντιθέσεις (η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση είναι ενδεικτική) και χρησιμοποιεί την ψευδαίσθηση ότι η εκλογική βούληση είναι η βάση στην οποία στηρίζεται η λαϊκή κυριαρχία. Κι αν στα χρόνια μας η ανάπτυξη της αστικής δημοκρατίας και η επέκταση των αστικών δικαιωμάτων καλλιέργησε την ψευδαίσθηση πως μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις εκμεταλλευόμενες τάξεις τα πολιτικά μέσα, όπως οι εκλογές, για το μετασχηματισμό του αστικού κράτους, κατά τους ευσεβείς πόθους της σοσιαλδημοκρατίας, είναι γιατί παραβλέφτηκε πως ανάπτυξη της αστικής δημοκρατίας, με πίεση μάλιστα του ταξικού κινήματος, πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά στο πλαίσιο της εξασφάλισης της κυριαρχίας της αστικής τάξης. Έτσι, μαζί με την επέκταση των αστικών δημοκρατικών δικαιωμάτων, προέκυψε η επέκταση της αστυνομικής υπηρεσίας του κράτους και η ανάπτυξη ενός πολύ πιο εξελιγμένου μηχανισμού καταστολής από ποτέ άλλοτε. Μαζί με την επέκταση των δικαιωμάτων ψήφου έχει αποκτήσει όλο και μεγαλύτερη σημασία ο συγκεντρωμένος πλούτος στη χειραγώγηση της πολιτικής διαδικασίας. Μαζί με την αποδοχή μιας ευρύτερης ελευθερίας έκφρασης έχει βρεθεί ένα πολύ πιο ανεπτυγμένο σύστημα ιδεολογικών ελέγχων στα χέρια της κυρίαρχης τάξης.
Μπορεί λοιπόν η πληθώρα των μέσων ενημέρωσης να φαίνεται πως δίνει στους ανθρώπους μια φωνή, όμως ακόμα και η δημόσια εκλογική συζήτηση είναι ένα αυστηρά ελεγχόμενο θέαμα, το οποίο διαχειρίζονται αντίπαλες ομάδες ειδικών με τις τεχνικές πειθούς και εξετάζουν ένα μικρό φάσμα θεμάτων που επιλέγονται από αυτές τις ομάδες. Η μάζα των πολιτών παίζει ένα παθητικό, σχεδόν αδιάφορο ρόλο, ανταποκρινόμενη μόνο στα σήματα που τους δίνουν. Επιπρόσθετα, η φύση αυτής της πολιτικής συμμετοχής, επειδή εντάσσεται στον σκληρό ανταγωνισμό ή τα διαφημιστικά έσοδα, ωθούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να δημιουργούν πλαστές αντιπαραθέσεις και πιο υπερβολικές συγκρούσεις. Για τα μέσα ενημέρωσης η πολιτική έχει μετατραπεί σε μια καθημερινή σαπουνόπερα, ενώ οι ιδιοκτήτες τους καθορίζουν σε κάποιο βαθμό το πλαίσιο, το σενάριο και την τύχη των πολιτικών με ποικίλους βαθμούς επιτυχίας προσπαθώντας να κλίνουν τα πράγματα με τον ένα ή άλλο τρόπο.
Γι’ αυτό και μοιάζει η συζήτηση για το ματαιωμένο ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών ελάχιστα να αφορά τους πολίτες. Το θεαματικό στοιχείο που κυρίως επιδιώκεται, μπορεί να προξενεί προς στιγμή κυριαρχία της έντασης και συγκίνησης όμως στην πραγματικότητα ενεργεί ενάντια στις φορτίσεις και προς όφελος της αποϊδεολογικοποίησης του πολιτικού χώρου και της κάθαρσής του από ανατρεπτικές τάσεις. Ο λόγος καταλήγει τυποποιημένος δίχως νόημα. Η κοινοτοπία και ο ομιχλώδης συγκρητισμός εξαφανίζουν ακόμα και τα φραστικά διακριτικά που μαρτυρούν την πολιτική τοποθέτηση εκείνου που τα χρησιμοποιεί, πεδίο που ο Α. Τσίπρας θριαμβεύει, χωρίς να υπολείπεται και ο Κ. Μητσοτάκης που όσο πλησιάζουν οι εκλογές στρογγυλεύει τις γωνίες του λόγου του. Ο πόλεμος του φαίνεσθαι αντικαθιστά την πάλη των ιδεών. Κι ενώ υπάρχει μια κυρίαρχη ιδεολογία που υπηρετούν επιστρατεύουν όμως πολλές ιδεολογίες –διαφημίσεις για να παραπλανούν.
Η άνετη παρουσία του Κ. Μητσοτάκη στην εκπομπή του Γ. Αρναούτογλου, η χαλαρή συνέντευξη στο RISE TV της Ε. Αχτσιόγλου είναι ενδεικτικές, και όχι οι μοναδικές, της μετατροπής της πολιτικής σε διαφήμιση, για πώληση της εικόνας της ως οικείας και σίγουρης που επικοινωνεί αντί να σκέπτεται. Και οι δυο φιλοτεχνούν την εικόνα τους πειστική, προσηνή και φιλική να δρα σαν αναισθητικό, να λησμονείται η πολιτική τους συμπεριφορά. Ο πολιτικός σταρ δείχνει ανθρώπινος, σαν να μοιάζει στο μέσο πολίτη με μια ιδιαίτερη λάμψη όμως που να τον κάνει να ξεχωρίζει. Όπως διαφήμιση.
Για την αναπαραγωγή του πολιτικοοικονομικού status το εποικοδόμημα πρέπει να παρουσιάσει εναλλαγές, να σκηνοθετήσει καινούργια θεάματα, να παρασύρει και να εγκλωβίσει. Κι εμείς σαν να είμαστε χωρίς μνήμη πάλι να πλανηθούμε.
Κι απομένει το κόμμα της εργατικής τάξης, το ΚΚΕ, να το κατηγορούν ή το χλευάζουν για παρωχημένο λόγο, απολιθωμένη ιδεολογία, περιθωριακή παρουσία, αποκόπτοντάς το από το παρελθόν του που διαστρεβλωμένο το οικειοποιούνται ή το καταδικάζουν.
Κι είναι το ΚΚΕ όπου βασικές κατηγορίες πάνω στις οποίες θεμελιώνονται οι κυριότερες επιλογές της πολιτικής, όπως εργατικό κίνημα ή καπιταλισμός και κομμουνισμός, συνεχίζουν να διατηρούν στο λόγο του το περιεχόμενό τους. Κι είναι το ΚΚΕ που οι υποψήφιοί του αγωνιστές της καθημερινής πάλης δεν υποδύονται τους σταρ της καθημερινότητας.
Κι επειδή είναι το ΚΚΕ που επιμένει στην προοπτική της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, με σταθερές τις ιδεολογικές του καταβολές και με συνεχή αγώνα για την οργάνωση της εργατικής τάξης, που αποτελεί τον αποφασιστικό και αναντικατάστατο αντίπαλο του κεφαλαίου, η υπερψήφισή του συμπληρώνει κι ενισχύει την ταξική πάλη προς όφελος όλων αυτών που τη ζωή τους έχει ρημάξει η καπιταλιστική κρίση.