Με όνομα βαρύ σαν ιστορία – Οι δύο Μπελογιάννηδες
Για κάποιους “αριστερούς”, όταν κριτικάρεις πρόσωπα μπορείς να γίνεις προσβλητικός, αλλά όταν κριτικάρεις το κόμμα, όλα επιτρέπονται. Λες και το κόμμα είναι απρόσωπος μηχανισμός, χωρίς ιστορία που αξίζει σεβασμού, χωρίς ανθρώπους που μπορεί να προσβάλλονται.
Ένα από τα πρώτα ερεθίσματα που μπορούσε να συγκινήσει πολιτικά ένα παιδί της γενιάς μου -και όχι μόνο-, ήταν ο άνθρωπος με το Γαρίφαλο και όσοι διηγούνταν την ιστορία του.
Η ταινία του Τζίμα με τον ερασιτέχνη Φοίβο Γκικόπουλο και τον Κατράκη, που σε παίρνουν τα ζουμιά. Η Εντολή από τη Διδώ Σωτηρίου -απέφυγα συνειδητά τη γενική, γιατί δεν ξέρω αν η ίδια προτιμούσε μια αρχαιοπρεπή κατάληξη, “της Διδούς”, ή να εξελίξει τον γραμματικό κανόνα-, και το τελευταίο κεφάλαιο της ζωής του Μπελογιάννη σαν μυθιστόρημα.
Κι αν όχι αυτά τα δύο, τότε οπωσδήποτε κάποιο ντοκιμαντέρ στην ΕΡΤ, με τη μαρτυρία της Έλλης Παππά, που συγκλονιζόταν και έκλαιγε κάθε φορά που τα διηγούνταν και παρέσερνε μαζί της τον θεατή: για τα αεροσταυρόλεξα στη φυλακή, το τελευταίο φιλί από τον κλέφτη, το “πάμε για καθαρό αέρα”. Τόσο έντονα τα ζούσε, τόσο παραστατικά τα έλεγε, που ήταν αδύνατο να μείνουν ανεπηρέαστοι, αυτοί και το κοινό της.
Ξέρω συντρόφους που βλέποντας κάθε φορά το ίδιο σκηνικό, με την Έλλη Παππά (ή Ιωαννίδου, όπως την αναφέρει στην Εντολή η αδελφή της Διδώ) δακρυσμένη, τους έμπαινε το ζιζάνιο της αμφιβολίας, μήπως υπερέβαλλε, μπαίνοντας στο πετσί του ρόλου. Προσωπικά μου έφυγε κάθε αμφιβολία σε μια κομματική εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη για τα 50χρονα από την εκτέλεση του ήρωα και των συντρόφων του, που την έζησα πολύ έντονα -ίσως γιατί ήμασταν ακόμα νέοι, ίσως γιατί ζούσαμε την κορύφωση της σημιτικής αλαζονείας και τους Πασπίτες στη σχολή μου.
Μα ακόμα πιο έντονα την έζησε η Έλλη Παππά, που ηταν στην πρώτη σειρά παρούσα. Στο τέλος περνούσε ο κόσμος να την χαιρετήσει, να της σφίξει το χέρι, και αυτή έτρεμε σύγκορμη, κλαίγοντας με αναφιλητά. Και δεν είχε κανένα λόγο να μην είναι αυθεντική, να προσποιείται τη συγκινημένη.
-Γεια σου συντρόφισσα…
Και ας υποψιαζόσουν ότι μπορεί να μην ήμασταν ακριβώς σύντροφοι. Λέω ήμασταν, α’ πληθυντικό, όχι ότι δεν ήταν αυτή, σαν μπηχτή. Είναι αντιληπτό, ελπίζω.
Και ύστερα έρχεται σταδιακά η “απομάγευση” του μύθου, για να μπει σε πιο στέρεες βάσεις.
Το πρώτο που απομυθοποίησα ήταν η ταινία του Τζίμα. Γυρισμένη στα πρόθυρα της Αλλαγής, με αντίστοιχο ετεροχρονισμένο μήνυμα για τις δημοκρατικές δυνάμεις. Ο Πλαστήρας “ήταν καλός”, αλλά το παλάτι και τα ξένα κέντρα δεν τον άφηναν να κυβερνήσει, όπως θέλει. Και εσύ αναρωτιόσουν τι έφταιγε ο κομμουνιστής Κατράκης και τον έβαζαν να παίζει πότε τον Πλαστήρα και πότε τον Βενιζέλο του Ιδιώνυμου -στο “Αλίκη δικτάτωρ”.
Η Έλλη Παππά δυστυχώς φρόντισε εν μέρει για τη δική της απομυθοποίηση. Κράτησε την τελική μαρτυρία της για να βγει μετά θάνατον, δυσκολεύοντας αντικειμενικά τον αντίλογο και λέγοντας μεταξύ άλλων πως ο Ζαχαριάδης χρειαζόταν έναν ήρωα και έναν προδότη, τους οποίους βρήκε στα πρόσωπα του Μπελογιάννη και του Πλουμπίδη αντίστοιχα. Ότι ο Μπελογιάννης σκεφτόταν πως “πάμε να πεθάνουμε για ένα λάθος” -την αποχή από τις εκλογές του ’46. Και πως στο τέλος της ζήτησε να μείνει ζωντανή “για την εκδίκηση, για το παιδί μας”. Αλλά με αυτό δεν εννοούσε όσους τον έστελναν στο απόσπασμα, παρά την ηγεσία του κόμματος και τον Ζαχαριάδη…
Ήταν τόσο μεροληπτική η μαρτυρία της, σε διάφορα σημεία, που μερικές μέρες αργότερα η Αυγή -και όχι ο Ριζοσπάστης- φιλοξένησε μια επιστολή απάντηση-διάψευση από παλιές συγκρατούμενές της στις φυλακές, για άλλα σημεία του βιβλίου της. (Ευτυχώς υπάρχει εδώ, γιατί στο αρχείο της Αυγής την έφαγε πάλι το άτιμο το ρακούν).
Τα τελευταία χρόνια, και ενώ αποχωρούσαν και βιολογικά από το ιστορικό προσκήνιο οι πρωταγωνιστές, η μόνη “ιεροσυλία” που έτυχε να πέσει στην αντίληψή μου ήταν ένα καμένο -για αυτό και “υπέροχο”-, φαϊτ-κλαμπικό (για τους γνωρίζοντες) λογοπαίγνιο, ενός ακροατή της εκπομπής, με την υπογραφή-ψευδώνυμο: ο Λεκμπελογιάννης ζει -που ήταν αρκετά έξυπνο, για να θυμώσεις στον εμπνευστή του. Θυμόσουν συνειρμικά και την ποδοσφαιρική ομάδα ΑΕΚ-Μπελογιάννης, από το χωριό που πήρε το όνομα του ήρωα στην Ουγγαρία -ευτυχώς αυτή δεν μπορούν να την γκρεμίσουν, όπως άλλα μνημεία της σοσιαλιστικής εποχής. Κι επίσης, τη σλάβικη/αρβανίτκη ρίζα του επιθέτου “Μπελογιάννης”. Γιατί, σε αντίθεση με τους κατά φαντασίαν “Εαμοβούλγαρους” που έβλεπαν οι βασιλοχουντικοί, οι “Σλαβο-μωραΐτες” κι αργότερα οιΑρβανίτες ήταν απολύτως υπαρκτοί σε διάφορες γωνιές της Πελοποννήσου και άφησαν το στίγμα τους σε επώνυμα και τοπωνύμια.
Έμενε όμως ο γιος του ήρωα, που έφερε το τιμημένο όνομά του, και μες στην τόσο δυστυχή θέση του, με εκτελεσμένο κομμουνιστή πατέρα και μητέρα πολιτική κρατούμενη στις φυλακές του αστικού κράτους, είχε την τύχη να τον μεγαλώσει η Διδώ Σωτηρίου και να διαμορφωθεί ως προσωπικότητα σε ένα αξιοζήλευτο περιβάλλον, με αρκετά ερεθίσματα. Πιθανότατα όμως και με τη στρεβλή ερμηνεία για την εκτέλεση του πατέρα του και από ποιον έπρεπε να γυρέψει εκδίκηση…
Ο ίδιος έλεγε πως δεν έχει “καμία σχέση με τον Περισσό από το 1968” και πως το κόμμα καπηλεύεται τους αγώνες του πατέρα του. Ακόμα κι αν παραβλέψει κανείς όλα τα άλλα (στο βιβλίο του λέει πολύ χειρότερα), η αναφορά του στον “Περισσό” -που δεν υπήρχε καν ως έδρα της ΚΕ τότε- δεν είναι τυχαία φράση ή ένα δημοσιογραφικό κλισέ αλλά μάλλον μια έμμεση δήλωση ότι δε θεωρεί-αναγνωρίζει ως κομμουνιστικό κόμμα το ΚΚΕ. Αυτό που έγινε κόκκινο από το αίμα ηρώων σαν τον πατέρα Μπελογιάννη.
Αυτό κάποιοι το βλέπουν ως μια απλή πολιτική εκτίμηση, με την οποία μπορεί να συμφωνείς ή να διαφωνείς. Αν όμως γράψει κάποιος -πχ η Κατιούσα- ότι ο γιος Μπελογιάννης είχε το όνομα αλλά όχι τη χάρη του πατέρα του και πως απέρριψε την κομμουνιστική ιδεολογία, τα ίδια άτομα το θεωρούν προσβλητικό και μικροπρέπεια.
Μα εσείς το γράψατε για κάποιον που πέθανε, θα πει κάποιος. Και ακριβώς το ίδιο θα λέγαμε όσο ζούσε, χωρίς καμία έλλειψη σεβασμού, αλλά ως πολιτική κριτική. Αλλά αν πει κάποιος πως “το ΚΚΕ είναι ένα πολιτικό πτώμα”, “που είναι ζωντανοί γιατί ξέχασαν να πεθάνουν” -πχ όπως ο Σλ. Ζίζεκ σε εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ-, κάποιοι το παίρνουν ως αιρετικό, χαριτωμένο σχόλιο, που δεν προσβάλλει κανέναν. Στο ΚΚΕ δεν υπάρχουν ποτέ άνθρωποι να προσβληθούν, είναι πάντα απρόσωπος, αρτηριοσκληρωτικός μηχανισμός, με απλές βιδίτσες και γρανάζια. Αλίμονο όμως αν κάποιος φίλος, μέλος, οπαδός τολμήσει να κάνει το ίδιο εκφέρει πολιτική γνώμη για ένα πολιτικό πρόσωπο -εν ζωή ή που έφυγε απ’ αυτήν. Και αυτό ασφαλώς είναι διαχρονικό, δεν αφορά ειδικά τον γιο Μπελογιάννη.
Αλλά ας επιστρέψουμε στην εκδίκηση.
Το 1991 στον… Περισσό (ή μάλλον στο ΣΕΦ) ήταν κατά κάποιον τρόπο η ρεβάνς για το “ελληνικό ’68”. Το κύριο ζήτημα στον προσυνεδριακό διάλογο του 13ου Συνεδρίου ήταν τι κόμμα θέλουμε-χρειαζόμαστε και αν/πώς θα συνεχίσει να υπάρχει. Κι αυτή ήταν η αφορμή να γράψει η Έλλη Παππά ένα πολυσέλιδο σημείωμα που έγινε μπροσούρα, με τίτλο “Ο Λένιν χωρίς λογοκρισία και εκτός μαυσωλείου”. Μπορεί κανείς να διαφωνήσει με όλα και πρωτίστως με το βασικό συμπέρασμα πως το οργανωτικό μοντέλο του Λένιν για το Κόμμα Νέου Τύπου αντιστοιχούσε σε άλλη ιστορική περίοδο και τις ασφυκτικές συνθήκες παρανομίας επί τσάρου. Έχει όμως ενδιαφέροντα επιχειρήματα κι αξίζει ασφαλώς να διαβαστεί, ακόμα και για αποδομηθούν οι συλλογισμοί του.
Αντιθέτως, το λιβελογράφημα του μικρού Μπελογιάννη και της Κώττη για τη “θρησκεία του Σταλινισμού” είναι χαμένος χρόνος. Και ήδη απ’ τον τίτλο (Σταλινισμός, η τέταρτη μονοθεϊστική θρησκεία, δεν έχουμε να χάσουμε παρά το κεφάλι μας), σου καρφώνονται στο μυαλό αυτά που ευχόταν ο ήρωας Μπελογιάννης, στα 70χρονα -αν δεν κάνω λάθος- του Στάλιν.
Στ’ όνομα του Στάλιν, για τα μεγάλα μας ιδανικά, ποτίστηκε με το αίμα των ηρώων μας και κάθε γωνία της πατρίδας μας. Κι αν αυτή τη στιγμή μπορούσε μαζί μας να φωνάξουν οι πολιτείες και τα βουνά μας, οι κάμποι και τα χώρια μας, θα φώναζαν και θα λέγαν:
«Ζήσε ακόμα πολύ, παρά πολύ, μεγάλε Στάλιν!»
Ο μικρός Μπελογιάννης -χρησιμοποιώ τον επιθετικό προσδιορισμό χρονικά-ηλικιακά, παρά τους συνειρμούς που μπορεί να γεννά- δεν ήθελε να κουβαλά το βάρος μιας αέναης σύγκρισης με τον πατέρα του, αλλά να ακολουθήσει τον δικό του, διαφορετικό δρόμο. Και όντως, το κατάφερε -και είναι απολύτως θεμιτό. Αλλά αυτή η διαφοροποίηση που πέτυχε φαίνεται πρωτίστως στο πολιτικό επίπεδο και τη στάση του απέναντι στο κόμμα του πατέρα του. Και αυτό είναι απολύτως θεμιτό, όπως είναι εξίσου θεμιτό να του ασκείται κριτική, πχ όταν λέει ότι δεν πήγε στα εγκαίνια του Μουσείου Μπελογιάννη, για να αποδοκιμάσει το ΚΚΕ…
Δεν ξέρουμε τι πορεία θα είχε ο Μπελογιάννης αν ζούσε -και είναι αντιδιαλεκτικό το ερώτημα- ξέρουμε όμως τι έκανε όσο ζούσε. Όπως γνωρίζουμε πολύ καλά τι έκανε όσο ζούσε η Έλλη Παππά, παρά την πολυκύμαντη σχέση της με τον “Περισσό”. ‘Εβγαλε ένα βιβλίο της από τη Σύγχρονη Εποχή, συμμετείχε στον Προσυνεδριακό Διάλογο το ’91 κι είχε τουλάχιστον μια παρουσία στον ραδιοφωνικό 902, τα χρόνια μετά από τη διάσπαση.
Με άλλα λόγια, σεβόταν ένα κόμμα, με το οποίο κατά κανόνα δε συμφωνούσε, αλλά έχει όνομα βαρύ σαν ιστορία, όπως οι ήρωές του -και ο Νίκος Μπελογιάννης από τους πρώτους ανάμεσά τους. Μπορεί να πει κανείς άραγε για τον μικρό Μπελογιάννη;