Μια κοινωνία της αγέλης και του όχλου
Είδαμε μεσαιωνικές πρακτικές, ανθρώπους με κινητά στα χέρια με σκοπό να απαθανατίσουν την στιγμή του λιντσαρίσματος, ανθρώπους που ζητούσαν διακαώς δικαιοσύνη με την επαναφορά της θανατικής ποινής και της κρεμάλας, κρατώντας από το χέρι τα παιδιά τους την στιγμή που οι ίδιοι με λαμπάδες στα χέρια σαν «καλοί» Χριστιανοί το Μ. Σάββατο σε κλίμα κατάνυξης θα ψάλλουν ευλαβικά το «Χριστός Ανέστη»…
Ανατρέχοντας κανείς στα λήμματα του Wikipedia σχετικά με το κυνήγι μαγισσών θα διαβάσει τα κάτωθι: «Ως κυνήγι μαγισσών νοείται η καταδίωξη μαγισσών, η οποία διεξάγεται με ιδιαίτερα επίμονη έρευνα για εξακρίβωση ενοχοποιητικών στοιχείων που αποδεικνύουν πιθανή χρήση μαγείας. Η συγκεκριμένη έρευνα συνήθως σχετίζεται με τη δημιουργία κλίματος ηθικού κινδύνου, μαζικής υστερίας και λιντσαρισμάτων. Πολλοί πολιτισμοί παγκοσμίως, αρχαίοι και σύγχρονοι, αντιδρούσαν στη χρήση μαγείας, ως απόρροια προκαταλήψεων και δοξασιών, όχι απλώς ως μέσω εξαπάτησης, και θανάτωναν όποιον σχετίζονταν με αυτή. Η κλασική εποχή του κυνηγιού μαγισσών ήταν η περίοδος 1480-1700. Ιδιαίτερη ένταση παρατηρήθηκε κατά την Μεταρρύθμιση και τον Τριακονταετή πόλεμο, συνέπεια αυτών υπήρξαν χιλιάδες εκτελέσεις «μαγισσών» και υπόπτων».
Μέσα από την τραγική εξέλιξη της υπόθεσης της Πάτρας (άλλωστε κανένα σύστημα αξιών δεν μπορεί να συλλάβει αυτό που έχει γίνει), όπου μια μάνα είναι η βασική ύποπτη για την τέλεση εγκλημάτων και στην οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση, στην επιφάνεια αναδύθηκε για ακόμη μια φορά όλη η σαπίλα της ελληνικής κοινωνίας. Τις προηγούμενες ημέρες, είδαμε απίστευτες εικόνες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που μας γυρνούν χρόνια πίσω, όταν ακόμη κάποιοι με μένος έκαιγαν ζωντανές τις μάγισσες.
Είδαμε μεσαιωνικές πρακτικές, ανθρώπους με κινητά στα χέρια με σκοπό να απαθανατίσουν την στιγμή του λιντσαρίσματος, ανθρώπους που ζητούσαν διακαώς δικαιοσύνη με την επαναφορά της θανατικής ποινής και της κρεμάλας, κρατώντας από το χέρι τα παιδιά τους την στιγμή που οι ίδιοι με λαμπάδες στα χέρια σαν «καλοί» Χριστιανοί το Μ. Σάββατο σε κλίμα κατάνυξης θα ψάλλουν ευλαβικά το «Χριστός Ανέστη», ανθρώπους που διψούσαν για αίμα, αλλά είδαμε και έναν όχλο αυτόκλητων τιμωρών να επιθυμεί τον λιθοβολισμό στην Πλατεία Αγίου Γεωργίου με φράσεις όπως «Κρεμάστε την»«Δώστε την στον λαό», να στήνει λαϊκά δικαστήρια και να εύχεται να ισχύσει ο άγραφος νόμος των φυλακών.
Μια κοινωνία της αγέλης και του όχλου λοιπόν. Που στεκόταν αμέτοχη και βουβή όλα αυτά τα χρόνια και που σώπαινε εκκωφαντικά. Γιατί να ασχοληθεί άλλωστε με το τι συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες; Πού να μπλέκει; Μαρτυρίες που βγαίνουν στο φως, άλλωστε, αποδεικνύουν ότι όλοι είχαν κάτι να πουν, όλοι γνώριζαν αλλά κανείς δεν μιλούσε. Σιγή ιχθύος και κουτσομπολιό στις γειτονιές και στις κλειστές κοινωνίες μιας επαρχιακής πόλης. Μια κοινωνία των ριάλιτι, των ινφλουένσερ, των social media, του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ», της αγίας ελληνικής οικογένειας με τα πρέπει και τα «τι θα πει ο κόσμος», μια κοινωνία που ακόμη και σήμερα θεωρεί ότι ο αυτοσκοπός μιας γυναίκας είναι η μητρότητα και την πιέζει με κάθε τρόπο και κάθε μέσο ώστε να εκπληρωθεί αυτός ο σκοπός, μια κοινωνία της πολιτικής ορθότητας, του καθωσπρεπισμού, του «δήθεν» και του « φαίνεσθαι».
Αναρωτιέμαι, πού ήταν όλο αυτό το αγανακτισμένο πλήθος στην υποστελέχωση Κοινωνικών Δομών και υπηρεσιών η οποία συντελείται χρόνια τώρα; Που μόνο εμείς ξέρουμε, οι Κοινωνικοί Λειτουργοί τι αγώνα δίνουμε καθημερινά ώστε να μην καταρρεύσει πλήρως το εναπομείναν κράτος πρόνοιας το οποίο κυριολεκτικά λειτουργεί με ελάχιστο δυναμικό. Πού ήταν αλήθεια όλοι αυτοί όταν πνίγονταν προσφυγόπουλα στο Αιγαίο; Όταν στη Μόρια και στο Καρά Τεπέ στοιβάζονταν και «φυλακίζονταν» άνθρωποι; Στις αθρόες επαναπροωθήσεις ανθρώπων; (Μήπως στέκονταν με «εθνική» υπερηφάνεια στις αποβάθρες αποτρέποντας τους μελαμψούς αλλόθρησκους να αποβιβαστούν;) Στις απεργιακές κινητοποιήσεις, στους δρόμους, στα μαζικά συλλαλητήρια; Στα αιτήματα για μαζικές προσλήψεις για μόνιμη και σταθερή δουλειά; Στην ενίσχυση των κρατικών δομών, οι οποίες θα μπορούν να εξασφαλίσουν την ασφάλεια των μελών μιας οικογένειας; Όταν καθημερινά πια η ζωή μας φυραίνει, όταν η ενεργειακή φτώχεια και η κοινωνικοοικονομική κρίση μαστίζουν, όταν η παιδική πορνεία και η παιδική εργασία αυξάνονται ραγδαία, όταν μας πετσοκόβουν τους μισθούς, όταν η μισή χώρα δουλεύει με ελαστικές σχέσεις εργασίας, όταν μας κλέβουν το παρόν αλλά και το μέλλον, όταν δεν μπορούμε πια να μιλάμε για ποιότητα ζωής, όταν συνεχίζει να υπάρχει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, όταν δίπλα μας πέφτουν βόμβες και γίνονται ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, όταν διαλύεται κάθε μέρα και κάθε ώρα το δημόσιο σύστημα υγείας και παιδείας; Αναρωτιέμαι, πού ήταν; Γιατί εγώ όσες φορές και αν γύρισα το βλέμμα μου δεν τους είδα.
Σιωπή λοιπόν! Το χρωστάμε στα τρία μικρά κορίτσια που χάθηκαν. Σε εμάς, στα παιδιά μας και στα παιδιά που δεν έχουν γεννηθεί ακόμη. Όσο για τον οργισμένο όχλο που χτυπούσε πόρτες και παντζούρια ένα έχω να πω… Ή μάλλον ας μιλήσει καλύτερα ο Μπρεχτ: «Δεν είμαι άδικος, μα ούτε και τολμηρός. Και να που, σήμερα, μου δείξανε τον κόσμο τους. Μόνο το ματωμένο δάχτυλό τους είδα μπρος. Και είπα ευθύς: «Μ αρέσει ο νόμος τους». Τον κόσμο αντίκρισα μέσα απ τα ρόπαλά τους. Στάθηκα κι είδα, ολημερίς, με προσοχή. Είδα χασάπηδες που ήταν ξεφτέρια στη δουλειά τους. Και σαν με ρώτησαν «Σε διασκεδάζει;», είπα: «Πολύ!» Κι από την ώρα εκείνη, λέω «Ναι» σε όλα. Κάλλιο δειλός, παρά νεκρός να μείνω. Για να μη με τυλίξουνε σε καμιά κόλλα, ό,τι κανένας δεν εγκρίνει, το εγκρίνω. Δε μου αρέσει η φτήνια κι η κακομοιριά. Για αυτό κι έχει στερέψει η έμπνευσή μου. Αλλά στου βρώμικου σας κόσμου τη βρωμιά ταιριάζει, βέβαια-το ξέρω-κι η έγκρισή μου».