Μια κοινωνιολογία της βίας
Η βία ωστόσο, δεν συνιστά μονάχα άρνηση· συνιστά και ανάπτυξη, καύσιμο ή μοχλό για το προχώρημα από τις κατώτερες προς τις ανώτερες μορφές κοινωνικής ύπαρξης. Είναι «η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας που κυοφορεί μέσα της μια καινούρια».
Με αφορμή τα τεκταινόμενα των τελευταίων ημερών γύρω από τα Εξάρχεια και την ΑΣΟΕΕ, αλλά και δεδομένης της γενικότερης κλιμάκωσης της καταστολής που εφαρμόζει από την αρχή της ανάληψης των καθηκόντων της η νεοφιλελεύθερη -πλην όμως ακροδεξιών αποχρώσεων- κυβέρνηση της ΝΔ, είναι κάτι παραπάνω από επιβεβλημένο να καταδειχθούν ή έστω να διατυπωθούν ορισμένες θεμελιακές παραδοχές πάνω στο ζήτημα της βίας.
Για την πρώτη παραδοχή, παίρνουμε την πάσα από τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Μάκη Βορίδη: «Το ξύλο είναι στοιχείο αναγκαστικότητας». Πράγματι, η βία εντοπίζεται στη βάση κάθε εξουσιαστικής, άρα πολιτικής σχέσης· είναι η πρωταρχική, συγχρόνως δε και τελική απόληξη κάθε πολιτικής που σκοπεύει στη διατήρηση του εκάστοτε υπάρχοντος. Είναι το μέσο που μεταχειρίζονταν και μεταχειρίζονται οι εκμεταλλευτικές τάξεις για να επιβάλλονται στις εκμεταλλευόμενες μάζες. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Ως εκ τούτου, η δήλωση αυτή του υπουργού, παρ’ όλον τον ωμό κυνισμό (σημ. Ο Βορίδης μας έχει συνηθίσει και στο παρελθόν σε ανάλογου ύφους δηλώσεις και ακτιβισμούς) και την καταφανέστατη αλαζονεία της δύναμης που συνδηλώνει, αποτελεί στην ουσία μια επιβεβαίωση της αλήθειας, μια ξεκάθαρη από επιφάσεις και καλύμματα τοποθέτηση που κανονικοποιεί, ή καλύτερα, εντάσσει και στο επίπεδο του πολιτικού λόγου, την βία σε μια κανονικότητα που συμπυκνώνεται στο δόγμα «Νόμος και Τάξη». Το δόγμα που εδραιώνεται πάνω στη βία, μεταφράζεται απλούστερα στο εξής: «Ή θα συναινέσετε και θα υποταχθείτε, ή θα εξαναγκαστείτε να υποταχθείτε». Γνωρίζουμε ότι το αστικό κράτος, ανάλογα και με τη δεδομένη συγκυρία αλλά και την διαμόρφωση του συσχετισμού δύναμης, χρησιμοποιεί λιγότερη ή περισσότερη βία, επιθετικότερη ή αμυντικότερη πολιτική, εν ολίγοις εναλλάσσει τις τακτικές μεθόδους του, παρουσιαζόμενο άλλοτε περισσότερο ηγεμονικό, κι άλλοτε περισσότερο εξαναγκαστικό. Σε κάθε όμως περίπτωση, κι ανεξάρτητα από την ειδική μορφή που παίρνει το αστικό κράτος, αυτό παραμένει στην ουσία του η οργάνωση της κυρίαρχης τάξης, η δικτατορία δηλαδή της μειοψηφίας, της παρασιτικής τάξης που ζεί και πλουτίζει πάνω στον μόχθο της πλειοψηφίας του λαού, της τάξης των παραγωγών.
Η βία επομένως πάντα είχε και έχει τον ύστατο, ακροτελεύτιο λόγο, κανονικοποιημένη και σε εντελή συναρμογή με την κυρίαρχη, δηλαδή την αστική ιδεολογία και βέβαια, θεσμοθετημένη και κατοχυρωμένη απ’ το αντίστοιχο αστικό δίκαιο. Η βία του συστήματος, -κι αυτή είναι η δεύτερη παραδοχή μας- διατρέχει και συνέχει, έστω και δυνητικά, όλες τις εκφάνσεις του βίου, αποτελώντας έτσι το όριο ακριβώς αυτού του βίου. Όταν το σύστημα σε υπολογίζει ως απειλή, σε αρνείται με τα πιο θανατοπολιτικά μέσα: σε διώκει, σε εξορίζει, σε εξευτελίζει, σε βασανίζει, σε εκτελεί. Αν αποκλίνεις από την καπιταλιστική νόρμα καθ’ οιονδήποτε τρόπο κεντρίζει το εξαρτημένο αντανακλαστικό του νοικοκυραίου, κηρήσσεσαι ο σύγχρονος homo sacer, ο αποσυνάγωγος, ο έκνομος, ο «εισβολέας», ή κλασικά το κομμούνι, έννοια που συμπυκνώνει ένα σύνολο «αντικανονικών» αφαιρέσεων.
Η αστική τάξη, είτε στην Ελλάδα, είτε στη Χιλή, είτε στο Εκουαδόρ, είτε οπουδήποτε αλλού, πέρα κι έξω απ’ τις ειδικές μορφολογικές διαφορές και τις διαφορές στο επίπεδο ανάπτυξής της στην κάθε χώρα, παρουσιάζει κάποια συγκεκριμένα κοινά και αναλλοίωτα χαρακτηριστικά: την διαρκή και αμείωτη αντίθεση προς τα πραγματικά κοινωνικά συμφέροντα, που μετουσιώνεται σε ανηλεή πόλεμο ενάντια στο εργατικό κίνημα, αλλά και στο φοιτητικό κίνημα ως επι-μέρους του πρώτου. Σε όλα τα κράτη, πέρα από το εάν η πολιτική επιτροπή που ρυθμίζει τα ζητήματα του μεγάλου κεφαλαίου είναι σοσιαλδημοκρατική, νεοφιλελεύθερη ή φασιστική, όταν το σσύστημα κλονίζεται και φτάνει ως το όριό του, η πιο σίγουρη και γι’ αυτό βασική καταφυγή του είναι αυτή στη βία. Οι αυταπάτες που βλέπουν ειρηνικούς δρόμους και σταδιακές, αναίμακτες μεταβάσεις, πρέπει να ξεριζώνονται απ’ την ιστορική εμπειρία και την επιστημονική επαναστατική θεωρία.
Η τρίτη παραδοχή είναι συμπερασματικά η αναγνώριση της βίας ως εκείνου του νομοτελειακού, ήτοι αναγκαστικού, αναπόφευκτου, οργανικού στοιχείου που πρωτοεμφανίζεται μαζικά με το πέρασμα απ’ την πρωτόγονη αταξική κοινωνία, στην πρώτη ταξική, δηλαδή εκμεταλλευτική κοινωνία, όταν οι δουλοκτήτες οργανώθηκαν ενάντια στους δούλους τους. Από κει και έπειτα, η βία βρίσκεται στον πυρήνα όλων των ταξικών κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών. Βία υφίσταται όπου υφίστανται αξεδιάλυτες αντιθέσεις και αναγκαστικά θα εξαλειφθεί όταν αυτές οι αντιθέσεις λυθούν, στην κατεύθυνση της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας, της κοινωνίας της πραγματικής ανθρώπινης αυτοπραγμάτωσης.
Η βία ωστόσο, δεν συνιστά μονάχα άρνηση· συνιστά και ανάπτυξη, καύσιμο ή μοχλό για το προχώρημα από τις κατώτερες προς τις ανώτερες μορφές κοινωνικής ύπαρξης. Είναι «η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας που κυοφορεί μέσα της μια καινούρια». Τότε η βία γίνεται άμεσα τμήμα της επαναστατικής συνείδησης μιας τάξης που οργανωμένη και ατσαλωμένη γκρεμίζει τις παρωχημένες παραγωγικές σχέσεις για να εγκαθιδρύσει τις νέες, αυτές που αντιστοιχούν στις αυξανόμενες ανάγκες, που αντιστοιχούν στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Παραδεχόμαστε και αποδεχόμαστε άρα την αναγκαιότητα χρήσης της βίας όχι στη βάση του βολονταρισμού ή της ενδεχομενικότητας, αλλά στη βάση της κατανόησης των νόμων της ιστορικής κίνησης. Δεν απορρίπτουμε την επαναστατική βία, γιατί απλά δεν μπορούμε να απορρίψουμε στη σφαίρα της Νόησης μια αντικειμενική πλευρά του προτσές εξέλιξης του κοινωνικού Είναι. Υπάρχει εδώ ωστόσο ένα λεπτό σημείο που πρέπει πάντα να τονίζεται. Ο μαρξισμός-λενινισμός, η μόνη επιστημονική κοσμοθεωρία που εξοπλίζει το κίνημα, βοηθάει το επαναστατικό υποκείμενο να διακρίνει την πραγματική βία που στοχεύει στην μεταβολή του κόσμου, από την προβοκατόρικη, αντιδραστική, ά-λογη βία που αποτελεί τροφή για το αστικό κράτος να εντείνει τα μέτρα καταστολής και τις άμεσες, μετωπικές επεμβάσεις του. Εδώ νομίζω λανθάνει κι ο κίνδυνος του εξισωτισμού της γενικά αντι-αστυνομικής βίας με την επαναστατική βία. Μια επίθεση με μολότοφ λ.χ. σε κάποιο ΑΤ δεν συγκρίνεται επ’ ουδενί με την οργανωμένη βία των συνειδητοποιημένων μαζών, καθότι δεν συγκροτεί έκφραση της ταξική πάλης η οποία διεξάγεται με όρους μαζικούς, παρά μόνο υποκειμενίστικη εκτροπή, αυθόρμητη πράξη εκτόνωσης μιας μερίδας ατόμων που εμμένουν στο να αυτοπροσδιορίζονται σαν Ροβινσωνιάδες, αναπαράγοντας από μια αναρχική προοπτική, τον φιλελεύθερο, ιδεαλιστικό ανορθολογισμό.
Το φοιτητικό κίνημα σε αυτή τη τεταμένη περίοδο, όπως άλλωστε και σε κάθε περίοδο, θα πρέπει να είναι σε θέση να ξεχωρίζει τον εαυτό του από τον τυφλό ρεβανσισμό απέναντι στην αστυνομική-κρατική-αστική βία, την ίδια στιγμή που θα πρέπει και να εναρμονίζεται με το ευρύτερο εργατικό κίνημα, για να προβάλει παντού και πάντα τα αιτήματα ενός ολόκληρου λαού, ενός ολόκληρου κόσμου, που του ανήκει ολόκληρος ο κόσμος.