Μια κυβέρνηση που (τελικά) δεν πρωτοτύπησε καθόλου…
Το δημοψήφισμα του 2015 ασκήθηκε εντελώς χρησιμοθηρικά από μία κυβέρνηση που ήθελε συνενοχή και απόδραση και μας κάνει εύλογα να αναρωτιόμαστε τι διαφορετικό θα έπραττε ο Αλέξης Τσίπρας αν είχε υπερισχύσει το ΝΑΙ. Ίσως απλά να είχε παραιτηθεί, ίσως πάλι και όχι, αφού θα μπορούσε κάλλιστα να εφαρμόσει το μνημόνιο – το δικό του μνημόνιο – χωρίς καν να μπει στη βάσανο των εκλογών.
Το πρόβλημα διαφαινόταν ήδη προεκλογικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα που διαλαλούσε «σκίσιμο μνημονίων και τερματισμό της λιτότητας» και παράλληλα διαβεβαίωνε πως όλα αυτά θα τα πράξει μέσα στο στενό πυρήνα της Ε.Ε, είχε μόλις κερδίσει στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου του 2015. Πέντε μέρες μετά, στις 30 Ιανουαρίου, ο πρωθυπουργός δήλωσε: «σκέφτομαι να πρωτοτυπήσω και να μείνω συνεπής στις δεσμεύσεις μου».
Η κυβέρνηση που σχηματίστηκε, παρότι υποστήριζε πως είχε «ιδεολογικό πλεονέκτημα», στις 20 Φεβρουαρίου επικαιροποίησε την ισχύουσα Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης (το μνημόνιο της προηγούμενης κυβέρνησης, δηλαδή), προσπαθώντας να πείσει πως έτσι κερδίζει χρόνο για να διαπραγματευθεί καλύτερα με την τρόικα, που μετατράπηκε σε θεσμούς.
Προκειμένου να μη χάσει το όποιο συγκριτικό πλεονέκτημα είχε σε σχέση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις και να διατηρήσει ζεστό τον κόσμο στο πλευρό της, επέλεξε να επιδοθεί σε ένα blame game (παιχνίδι αλληλοκατηγοριών για το ποιός φταίει για την αργοπορία επίτευξης συμφωνίας), ενώ την ίδια στιγμή πλήρωνε κανονικά το ΔΝΤ, άλλοτε κηρύσσοντας εσωτερική στάση πληρωμών κι άλλοτε στραγγίζοντας τα αποθεματικά των δήμων και των ασφαλιστικών ταμείων.
Ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, Ολιβιέ Μπλανσάρ, υποστήριζε πως «το να χρησιμοποιείς τα αποθεματικά σου έχει νόημα μόνο αν είσαι σίγουρος ότι οι διαπραγματεύσεις θα καταλήξουν σε συμφωνία», στοιχείο που ίσως αποδεικνύει πως στο κυβερνητικό στρατόπεδο δεν πέρασε ούτε για μια στιγμή από το μυαλό τους η σκέψη της σύγκρουσης.
Όσο, λοιπόν, περνούσε ο χρόνος, γινόταν όλο και πιο εμφανές: η κυβέρνηση έψαχνε τρόπο να αποδράσει. Και η λύση του δημοψηφίσματος άρχισε να φαντάζει θελκτική στα μάτια πολλών.
Ο τότε υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, ανέφερε στην Corriere della Sera στις 8 Μαρτίου του 2015: «Νέες εκλογές ή δημοψήφισμα αν οι εταίροι απορρίψουν τις προτάσεις της Ελλάδας», μια προσέγγιση που φάνηκε να την ενστερνίζεται και ο Αλέξης Τσίπρας, αφού σε συνέντευξη του στον «Ενικό» στις 27 Απριλίου του 2015 αναρωτιόταν: «εάν βρεθώ στη δύσκολη θέση – που δεν το ελπίζω γιατί πιστεύω ότι κανείς δεν θα έχει στην Ευρώπη όφελος από τη ρήξη – να έχω συμφωνία που με βγάζει από τα όρια που μου έχει δώσει η λαϊκή εντολή, δεν έχω άλλο αποκούμπι εκτός του λαού. Προφανώς, όχι με εκλογές. Ποιος ο λόγος να πάμε σε εκλογές;»
Η ροπή της κυβέρνησης προς την εξεύρεση μια δημοψηφισματικού τύπου λύσης στο πρόβλημά της, δεν άργησε να αποσυντεθεί από τα ΜΜΕ, αφού την επομένη κιόλας της συνέντευξης του Αλέξη Τσίπρα προβαλλόταν μία παλιότερη δήλωση που είχε κάνει σε δελτίο ειδήσεων του ALTER τον Οκτώβριο του 2011, σχετικά με την πρωτοβουλία που φερόταν έτοιμος να αναλάβει ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου. Η δήλωση ήταν η εξής: «Αν επιχειρήσει ο πρωθυπουργός να διενεργήσει δημοψήφισμα και να θέσει στον λαό το δίλημμα ευρώ και μέτρα ή έξοδος, τότε η κατάρρευση της οικονομίας, η πτώχευση της χώρας θα έρθει πολύ πριν την κάλπη. Αυτό δεν θα είναι δημοψήφισμα, θα είναι μια επικίνδυνη ζαριά για τη χώρα μας».
Το επόμενο διάστημα, η επιλογή του δημοψηφίσματος ως η πλέον συμφέρουσα λύση σταμάτησε να προβάλλεται και κυβερνητικοί κύκλοι διαλαλούσαν πως έριχναν το βάρος τους πάνω στην επίτευξη μίας «βιώσιμης συμφωνίας για τον ελληνικό λαό», μέχρι που ο τότε Υπουργός Εργασίας, Πάνος Σκουρλέτης, ανέφερε στις 11 Απριλίου του 2015 πως «δεν θα πρέπει να αποκλείεται η κάποιας μορφή προσφυγή στις κάλπες».
Στη συνέχεια, η επιλογή του δημοψηφίσματος έλαβε όλο και περισσότερους υποστηρικτές, που πίεζαν προς αυτή την κατεύθυνση. Γι’ αυτό και ο πρωθυπουργός, σε μία προσπάθεια να διαψεύσει τις Κασσάνδρες, δήλωσε σε σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου στις 13 Ιουνίου του 2015: «Ξεχάστε κάθε σκέψη για εκλογές και δημοψήφισμα. Η κυβέρνηση έχει πρόσφατη λαϊκή εντολή, τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού μαζί της και άνετη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο».
Στο μυαλό του, όμως, είχε ήδη μπει η ιδέα και έψαχνε αφορμή για να εφαρμόσει το δημοψήφισμα χρησιμοθηρικά, μεγαλώνοντας την προστιθέμενη αξία της κυβέρνησής του.
Αφού πέρασε μία εβδομάδα αμφιταλαντεύσεων και παλινωδιών, η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε πρόταση προς τους δανειστές το βράδυ της 22ας Ιουνίου, που στηριζόταν κυρίως στην υπέρμετρη φορολογία και δεν ήταν φυσικά ούτε «προωθητική», ούτε «συμβιβαστική», ούτε «έντιμη», ούτε «αμοιβαία επωφελής». Αντίθετα, ήταν εξολοκλήρου ετεροβαρής και αποτελούσε στην ουσία νέο μνημόνιο.
Η κυβέρνηση, όμως, αυτό το νέο μνημόνιο ήθελε να το εφαρμόσει με συμμέτοχο τον ελληνικό λαό, που εκείνη την περίοδο είχε βγει στους δρόμους – άλλοι καλούσαν την κυβέρνηση να απορρίψει τις προτάσεις των δανειστών και να φύγει από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων κι άλλοι να συμφωνήσει άμεσα μαζί τους για να μη διασαλευτεί η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.
Το βράδυ της 26ης Ιουνίου, ο πρωθυπουργός ζήτησε με διάγγελμα από τον ελληνικό λαό να «απαντήσει στο εκβιαστικό τελεσίγραφο των θεσμών με την αποδοχή ή την απόρριψη των προτάσεων τους», προκηρύσσοντας δημοψήφισμα στις 5 Ιουλίου, ύστερα από ομόφωνη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Στόχος του να περιορίσει τις εσωκομματικές τριβές και να καταστήσει τον λαό κοινωνό στην εφαρμογή του νέου μνημονίου. Άλλωστε, η επίκληση στο φιλότιμο των Ελλήνων και το φορτισμένο συναισθηματικά μήνυμα που μετέδωσε ο πρωθυπουργός στο διάγγελμα της προκήρυξης του δημοψηφίσματος είναι χαρακτηριστικές τακτικές καλλιέργειας συναντίληψης.
Την επομένη κιόλας της προκήρυξης του δημοψηφίσματος, ξεκίνησε μια ολοφάνερη παρέμβαση από τη μεριά ευρωπαίων πολιτικών προκειμένου να επηρεάσουν το αποτέλεσμά του. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του τότε προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς, πως «αν οι Έλληνες ψηφίσουν όχι τότε θα πρέπει να υιοθετήσουν ένα νέο νόμισμα, καθώς το ευρώ δεν θα είναι διαθέσιμο ως μέσο πληρωμής», καθώς και του Φρανσουά Ολάντ, που διατελούσε χρέη προέδρου εκείνη την περίοδο: «το δημοψήφισμα είναι επιλογή ανάμεσα σε ευρώ ή πιθανή έξοδο».
Όσον φορά τις προθέσεις που είχε το Μέγαρο Μαξίμου, αυτές αντικατοπτρίζονται στην πρόταση διετούς συμφωνίας που κατέθεσε στον ESM στις 30 Ιουνίου του 2015, ημέρα που έληγε το προηγούμενο μνημόνιο, επισημαίνοντας παράλληλα πως «το δημοψήφισμα δεν αποτελεί το τέλος της διαπραγμάτευσης αλλά τη συνέχειά της με καλύτερους όρους για τον ελληνικό λαό».
Αυτό που δεν έλεγε, βέβαια, ήταν πως το κείμενο της πρότασης ήταν σχεδόν ίδιο με αυτό που καλούσε τον ελληνικό λαό να απορρίψει την Κυριακή στις 5 Ιουλίου.
Με τις τράπεζες κλειστές και τους κεφαλαιακούς ελέγχους να κάνουν την εμφάνισή τους, ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Γιάννης Δραγασάκης, δήλωνε στις 30 Ιουνίου του 2015 πως «μπορεί η κυβέρνηση που προκήρυξε το δημοψήφισμα να αποφασίσει κάτι διαφορετικό», εννοώντας πως ίσως και να παρότρυνε τους πολίτες να ψηφίσουν ΝΑΙ. Αυτή η (ανοιχτή) κυβίστηση προτιμήθηκε τελικά να αποφευχθεί, από τη στιγμή που η Γερμανίδα Καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, διαβεβαίωνε την 1η Ιουλίου του 2015 πως «οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν μετά το δημοψήφισμα».
Ο Αλέξης Τσίπρας καλούσε τον κόσμο «να πάει μαζί του μπροστά και να τον εμπιστευτεί», εκμεταλλευόμενος την υψηλή δημοτικότητα που φερόταν να έχει εκείνο το διάστημα. Η παρουσία του στην τελευταία συγκέντρωση υπέρ του ΟΧΙ και η συναισθηματικά φορτισμένη ομιλία του («Σας καλώ να γράψουμε μαζί ιστορικές στιγμές. Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία») έγειραν οριστικά την πλάστιγγα προς το μέρος της κυβερνητικής επιλογής.
Στις 5 Ιουλίου, ο κόσμος προσήλθε στις κάλπες και επιβράβευσε το κυβερνητικό μνημόνιο με ποσοστό 61,31%.
Η κυβέρνηση υποστήριζε πως το δημοψήφισμα αποτελούσε «τακτική για σκληρότερη διαπραγμάτευση στη συνέχεια», αλλά τελικά, όπως αποδείχθηκε, όχι μόνο δεν έγινε καμία διαπραγμάτευση – πόσο μάλλον και σκληρή – αλλά το μνημόνιο που ψηφίστηκε ήταν χειρότερο σε μέτρα από αυτό που συζητούσε η κυβέρνηση πριν το δημοψήφισμα.
Η αναπόφευκτη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, που οδήγησε στην έλλειψη κυβερνητικής πλειοψηφίας στη Βουλή, πυροδότησε πρόωρες εκλογές στις 20 Σεπτεμβρίου του 2015, μετά από μία ταραχώδη ψήφιση των προαπαιτούμενων στη Βουλή το πρωί του Δεκαπενταύγουστου.
Με αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση διατήρησε αφενός την εξουσία και αφετέρου απέσπασε τη σύμφωνη γνώμη των πολιτών στα μέτρα λιτότητας. Είναι χαρακτηριστική η παρέμβαση που έκανε ο ξάδελφος του πρωθυπουργού, Γιώργος Τσίπρας (νυν βουλευτής), την επομένη των εκλογών: «ο κόσμος νομιμοποίησε το μνημόνιο και αυτός ορίζει τι είναι ηθικό και τι όχι, τι επιτρεπτό και τι ανεπίτρεπτο».
Το «τι είναι ηθικό και τι όχι, τι επιτρεπτό και τι ανεπίτρεπτο» είχε φροντίσει να μας το ξεκαθαρίσει και ο Γιάννης Δραγασάκης στις 4 Σεπτεμβρίου του 2015: «φταίμε και εμείς που δαιμονοποιήθηκε η λέξη μνημόνιο».
Για να πάψει να δαιμονοποιείται το μνημόνιο, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του ύστερα. Επιδίωξε ευρεία πολιτική συναίνεση και εισήγαγε νεοπολίτικα στοιχεία στον λόγο του, που εκφράστηκαν κυρίως μέσω της ρητορικής της εξεύρεσης «ισοδύναμων μέτρων» που θα ανακούφιζαν τις πιο αδύναμες ομάδες. Οι εποχές που τα στελέχη του δήλωναν πως «η λέξη ισοδύναμα έχει εισαχθεί από την τρόικα. Όταν αναζητούνε ισοδύναμα, εννοούν ισοδύναμους πόνους» είχαν περάσει ανεπιστρεπτί.
Στο πλαίσιο της κυβερνητικής αναδιάταξης, ο Αλέξης Τσίπρας επιχείρησε να δημιουργήσει την εικόνα ενός ανθρώπου που «πάλεψε σθεναρά αλλά ηττήθηκε» – χαρακτηριστική είναι η φράση του προέδρου του Podemos, Pablo Iglesias: «Ο Τσίπρας πάλεψε σαν λιοντάρι».
Κλείνοντας, θα μπορούσαμε να πούμε πως το δημοψήφισμα του 2015 ασκήθηκε εντελώς χρησιμοθηρικά από μία κυβέρνηση που ήθελε συνενοχή και απόδραση και μας κάνει εύλογα να αναρωτιόμαστε τι διαφορετικό θα έπραττε ο Αλέξης Τσίπρας αν είχε υπερισχύσει το ΝΑΙ. Ίσως απλά να είχε παραιτηθεί («Εγώ δεν είμαι Πρωθυπουργός παντός καιρού», είχε δηλώσει την εβδομάδα του δημοψηφίσματος), ίσως πάλι και όχι, αφού θα μπορούσε κάλλιστα να εφαρμόσει το μνημόνιο – το δικό του μνημόνιο – χωρίς καν να μπει στη βάσανο των εκλογών.