Μια μη δημοφιλής άποψη για το “Τελευταίο Σημείωμα”
Το “Τελευταίο Σημείωμα” του Βούλγαρη έχει σοβαρές αδυναμίες, αλλά μπορεί να κάνει τις ιδέες υλική δύναμη, αν δώσει αφορμή στους νέους να μάθουν τι ήταν οι 200 της Καισαριανής και την ιστορία τους.
Χτες ήταν η 9η Μάη και η ΕΡΤ πρόβαλε την ταινία του Παντελή Βούλγαρη “Το Τελευταίο Σημείωμα” για την ιστορία του Σουκατζίδη και τους 200 της Καισαριανής, δίνοντας την αφορμή για το κείμενο που διαβάζετε. Ξεκαθαρίζω εξ αρχής πως είναι προσωπική άποψη και όχι προφανώς γνώμη του Περιοδικού συνολικά και το γράφω προκαταβολικά, αν και αυτονόητο, για τυχόν καλοθελητές που θα σπεύσουν να πουν “α, η Κατιούσα λέει αυτό…”, αγνοώντας πχ άλλες γνώμες-κριτικές που έχουν γραφτεί παλιότερα -πχ εδώ και εδώ.
Σημειώνω εξ αρχής ότι προσωπικά, η ταινία δε με συγκίνησε ιδιαίτερα. Τη βρήκα αρκετά αδύναμη και αυτό συνδέεται κυρίως με το ιστορικό-πολιτικό κομμάτι, αλλά όχι μόνο και βασικά όχι τόσο με την αχρείαστη ιστορική παραποίηση της εντολής της εκτέλεσης, που έκανε λόγο για 200 κομμουνιστές και όχι γενικά Έλληνες πατριώτες. Αν κάποιος θεωρεί σχετικά δευτερεύον αυτό το σημείο, ας σκεφτεί πως κάτι αντίστοιχο θα ήταν να μιλάμε πχ αποκλειστικά για Γερμανούς κατακτητές, μισώντας συλλήβδην το γερμανικό έθνος, και όχι για τη ναζιστική χιτλερική Γερμανία -από την οποία υπέφεραν και πολλοί Γερμανοί αγωνιστές.
Ο αντίλογος πολλών συντρόφων είναι πως η ταινία δείχνει καθαρά την οργάνωση που υπήρχε στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, καθώς και το μέλος του κόμματος που την καθοδηγεί και λίγο πριν την εκτέλεση λέει “κομμουνιστής ως το τέλος…”. Αυτό όμως φαίνεται να το λέει μάλλον στον εαυτό του, σαν κατάληξη μιας εσωτερικής διαπάλης, ενώ και όλα τα υπόλοιπα δίνονται κατά τη γνώμη μου με αδύναμο τρόπο.
Από αυτό κάποιοι καταλαβαίνουν -παρουσιάζοντας συχνά ως καρικατούρα την αντίθετη άποψη- πως όσοι κάνουν κριτική στην ταινία του Βούλγαρη, ήθελαν κάτι που να ικανοποιεί τα οπαδικά-κομματικά τους αισθήματα, με κομμουνιστές που θα βροντοφώναζαν την κομματική τους ιδιότητα σε κάθε ευκαιρία, ιδανικά ντυμένοι με κάποιο λάβαρο του ΚΚΕ στις περισσότερες σκηνές
Κάθε άλλο. Πρώτα απ’ όλα, οι 200 εκτελεσθέντες της Καισαριανής δεν ήταν όλοι μέλη του ΚΚΕ. Υπήρχαν ανάμεσά τους μερικοί τροτσκιστές αλλά και κάποιοι σαν τον Σκλάβαινα, παλιό βουλευτή του κόμματος -γνωστό από το Σύμφωνο με τον Σοφούλη, που φέρει κατά το ήμισυ το όνομά του- που είχε υπογράψει δήλωση επί Μεταξά και είχε διαγραφεί από το Κόμμα -πέθανε όμως φωνάζοντας συνθήματα για το ΕΑΜ και το ΚΚΕ.
Σε κάθε περίπτωση, μια δυνατή σκιαγράφηση δεν απαιτεί υπερβολικά έντονες, χτυπητές σκηνές. Αντιθέτως, ένα από τα σημεία που δε μου άρεσε στο “Τελευταίο Σημείωμα” ήταν ακριβώς οι υπερβολές και ο “εκβιασμός” του συναισθήματος σε κάποιες σκηνές που θεωρούνται από τις πιο εμβληματικές του έργου. Παρακολουθούμε πχ για αρκετά λεπτά τη σκηνή της εκτέλεσης, και σε αργή κίνηση σε ορισμένα σημεία. Η σκηνή με το γλέντι στη φυλακή, το βράδυ πριν την εκτέλεση, που δείχνει την αντίθεση ανάμεσα στους μελλοθάνατους που γλεντάνε και τους σιωπηλούς ανθρωποφύλακές τους, περιλαμβάνει μια ορχήστρα και ένα θορυβώδες γλέντι που κάνει να τρίζουν τα αντικείμενα στο γραφείο του Γερμανού αξιωματικού. Ενώ ο Σουκατζίδης ξεφεύγει στιγμιαία από τους δεσμοφύλακές του, για να αγκαλιάσει την αγαπημένη του και να μας δείξει την ανθρώπινη πλευρά του, με ένα ελάχιστα ρεαλιστικό εύρημα.
Προσωπικά θεωρώ πως τα ίδια τα γεγονότα μας δίνουν πολύ δυνατό υλικό που υπερβαίνει κάθε μυθοπλασία. Διαβάζοντας το Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου -του Θέμου Κορνάρου- βλέπουμε ότι οι κρατούμενοι δε γνωρίζουν από την προηγούμενη ημέρα πως θα εκτελεστούν, και δε στήνουν αποχαιρετιστήριο γλέντι και αυτός -αν δεν κάνω λάθος- είναι ο λόγος που πετούν τα τελευταία τους σημειώματα από τα φορτηγά που τους μεταφέρουν στην Καισαριανή. Μαθαίνουν την εντολή επί τόπου στην πρωινή αναφορά του στρατοπέδου και ενώ προσπαθούν να μαντέψουν από την κίνηση των οχημάτων τι θα συμβεί. Η ανακοίνωση έρχεται σαν σοκ, αλλά καλούνται να το ξεπεράσουν μες σε ελάχιστες στιγμές και να βροντοφωνάξουν “παρών”, όταν ακούν το δικό τους όνομα για να βγουν στη σειρά των μελλοθάνατων, για να μη δώσουν τη χαρά στους κατακτητές πως λύγισαν και φοβήθηκαν, έστω για μια στιγμή.
Αναρωτιέμαι ποιο σκηνοθετικό εύρημα μπορεί να ανταγωνιστεί σε δύναμη -κινηματογραφικά μιλώντας- αυτή τη σκηνή, τη σκηνοθεσία της πραγματικής ζωής και γιατί έπρεπε να παρουσιαστούν με διαφορετικό τρόπο τα γεγονότα -κρατώντας την επιφύλαξη να μην έχω καταλάβει εγώ κάτι σωστά από την αφήγηση του Κορνάρου ή να έχει πάρει αυτός την ελευθερία, λογοτεχνική αδεία, να μας τα παρουσιάσει αλλιώς -αν και ήταν και ο ίδιος κρατούμενος στο Στρατόπεδο.
Παρεμπιπτόντως, το Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου δεν ήταν απλά μια φυλακή, αλλά ένα κολαστήριο, όπου ο θάνατος έδινε καθημερινά μάχη με τη ζωή και με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, προσπαθώντας να την τσαλαπατήσει με κάθε τρόπο, όπως με το βασανιστήριο της άσκοπης μεταφοράς πέτρας, που τσακίζει τον άνθρωπο και την ανάγκη του για έλλογη, δημιουργική δραστηριότητα, με την ολοκληρωτική απουσία νοήματος. Επιπλέον, οι 200 της Καισαριανής δεν ήταν μια τυχαία “ψαριά” από τους κρατούμενους του Στρατοπέδου, αλλά κρατούμενοι στο μαρτυρικό μπλοκ 15, που ήταν η ψυχή των κρατουμένων και του αγώνα τους. Χάρη και στη δική τους καθοδήγηση, οι κρατούμενοι πέτυχαν μικρές πλην ηρωικές νίκες, αντιστρέφοντας εν μέρει το κλίμα, το δικό τους φρόνημα και τις συνθήκες κράτησής τους.
Με άλλα λόγια, οι 200 της Καισαριανής σαφώς ήταν άνθρωποι με όλες τις αδυναμίες και τα πάθη του είδους μας και δε θα ωφελούσε να τους παρουσιάσει κανείς σαν ατσάλινους υπερανθρώπους που δεν είχαν τέτοιες πλευρές. Το μεγαλείο τους όμως έγκειται ακριβώς στο ότι κατάφερναν διαρκώς, κάθε μέρα, να τις νικήσουν, να τις υποτάξουν σε ένα συλλογικό ιδανικό, να ατσαλωθούν από τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπιζαν και να οργανώσουν αυτόν τον αγώνα, να γίνουν η ψυχή του. Προσωπικά εκτιμώ ότι η ταινία δεν καταφέρνει να δώσει πολλά πράγματα σε σχέση με αυτόν τον αγώνα μες στο στρατόπεδο και το μεγαλείο του.
Πολλοί κάνουν διάκριση ανάμεσα στο “Ψυχή Βαθιά”, την ταινία του Βούλγαρη για τον εμφύλιο με την ατάκα του Βέγγου “μα Έλληνας να ντουφεκάει Έλληνα…” και το “Τελευταίο Σημείωμα”, ως προς το πολιτικό μήνυμα που αφήνουν. Θυμάμαι έναν σύντροφο να λέει πως στην πραγματικότητα υπάρχει ένα κόκκινο νήμα που συνδέει τις δυο ταινίες, καθώς εκκινούν από μια πατριωτική σκοπιά και ρίχνουν την ευθύνη -το “ανάθεμα”- στους ξένους. Στην πρώτη, οι Μεγάλες Δυνάμεις (δηλαδή και η Σοβιετική Ένωση) στήνουν τα γεωπολιτικά τους παιχνίδια στην πλάτη των Ελλήνων και τους αφήνουν να αλληλοσκοτώνονται, ενώ στη δεύτερη έχουμε την εκτέλεση Ελλήνων πατριωτών από τους κατακτητές Γερμανούς.
Δηλαδή δεν υπάρχει τίποτα θετικό να πει κανείς για το “Τελευταίο Σημείωμα”; Ασφαλώς και υπάρχει. Όλα τα παραπάνω είναι μια καθαρά υποκειμενική κρίση. Αυτό που είναι αντικειμενικό είναι η ιστορική χρησιμότητα της ταινίας, που πιάνει ένα τέτοιο ιστορικό ζήτημα σε μια εποχή όπου η ιστορική αναθεώρηση δείχνει τα δόντια της και είναι πιο επιθετική από ποτέ. Με αυτήν την έννοια, πάει ενάντια στο ρεύμα της αντίδρασης, ενώ δίνει αφορμή στις νεότερες γενιές που πλέουν σε πελάγη άγνοιας και οργανωμένης παραπληροφόρησης, να διαβάσουν και να μάθουν περισσότερα για την πραγματική ιστορία του τόπου, που δε γράφτηκε με μελάνι, αλλά με αίμα και αγώνες.
Τηρουμένων των αναλογιών, μπορεί να πει κανείς ότι λειτουργεί όπως ακριβώς στον καιρό της η ταινία “Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο” για τον Μπελογιάννη. Έχει σαφείς πολιτικές-ιστορικές αδυναμίες, δείχνει τον Μπελογιάννη να διαφωνεί με τους “σκληρούς συντρόφους” που δε θέλουν την ενότητα και την κυβέρνηση Πλαστήρα -που έβαψε τα χέρια της με το έγκλημα της εκτέλεσης των τεσσάρων κομμουνιστών- να προσπαθεί να τους σώσει, αλλά να έχει δεμένα τα χέρια της εξαιτίας των ΗΠΑ. Μια ταινία που εντάσσεται σαφώς στο κλίμα της εποχής και το “άθροισμα των δημοκρατικών δυνάμεων”, με το ΠΑΣΟΚ να καλπάζει προς την εξουσία.
Υποθέτω παρόλα αυτά πως όταν την είδαν πρώτη φορά -ιδίως αν ήταν μικροί τότε- συγκινήθηκαν σε πολλά σημεία της ταινίας που έγινε η αφορμή για να μάθουν ακόμα περισσότερα στην πορεία, διαβάζοντας. Αν το Τελευταίο Σημείωμα πετυχαίνει κάτι αντίστοιχο σήμερα για τις νεότερες γενιές, θα έχει καταφέρει ήδη πολλά -πολύ περισσότερα από όσα είπε ή ήθελε να πει η ταινία.