Μήλα μου για μήλα και για επανάσταση… – Από τον Πατερούλη στην Κόκκινη Μηλιά
Το επαναστατικό μήλο δεν πέφτει πάντα κάτω από τη μηλιά. Η νοσταλγία δεν είναι επαναστατική συνείδηση. Κι εμείς πρέπει να βρούμε πώς θα κρατήσουμε αναμμένο το φως που καίει…
Η μέρα του πατέρα είναι η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου. Αλλά κι αυτή που αρχίζει το φως να λιγοστεύει, κάθε μέρα και περισσότερο. Τι θα ‘χε να μας πει για αυτό ο Φρόιντ; Και πού θα μας οδηγούσε συνειρμικά σε σχέση με τη σοβιετική μαμά πατρίδα, που περικλείει διαλεκτικά κι ετυμολογικά ως όρος και τους δύο γονείς, ενότητα και πάλη των αντιθέτων: μητέρα, πατρίδα, πατερούλης…
Αυτό με τις ευχές στον Πατερούλη με το μουστάκι, κάθε μέρα τέτοιο χρόνο, αρχίζει και παλιώνει πια ως αστείο, σαν την καλή επ-ανάσταση το Πάσχα. Γίνεται όμως σταθερή αξία στον βωμό του λαϊκισμού των like, για μια γιορτή που είναι ζήτημα αν θα τη θυμόταν κανείς, χωρίς τα social media και τις αναρτήσεις των φίλων που σε ενημερώνουν σχετικά.
Και όμως, υπάρχουν χρήστες που ζουν για τέτοιες αναρτήσεις, επετειακά σημειώματα, “σαν σήμερα” και την ψυχή μου πάρε. Να το βάλουν πρώτοι, να προλάβουν τους άλλους, να μαζέψουν αντίχειρες, καρδούλες και εικονίδια. Η αλλοτρίωση της ιερής διαδικασίας της γραφής, που δε συντελείται για να καλύψει μια εσωτερική ανάγκη, αλλά στοχεύοντας στο αποτέλεσμα και τη “διάδραση” ως ένα είδος επιβεβαίωσης.
Κι όμως, είναι κι αυτή μια μορφή εσωτερικής ανάγκης, να τραβήξεις την προσοχή, να επιβεβαιώσεις ότι υπάρχεις, επικοινωνείς, σε ακούνε, σε διαβάζουν, σε επιδοκιμάζουν. Πόσες κραυγές υπαρξιακής αγωνίας βρίσκουν διέξοδο σε ένα προφίλ και έναν τοίχο; Η διαφορά είναι πως αυτές δε “λερώνουν” κτίρια, σαν τους μικρούς γκραφιτάδες, που αποτυπώνουν τη ζωή τους στον τοίχο με ακατάληπτες μουτζούρες. Αλλά ο δικός τους διαδικτυακός τοίχος μπορεί να γίνει μεγαλύτερη ρύπανση για το μυαλό, που καταναλώνει άχρηστα μηνύματα και εθίζεται, καθώς αποκτά τη γλυκιά ψευδαίσθηση πως υπάρχει, επικοινωνεί, μαθαίνει τι σκέφτεται ο άλλος κι όχι έτοιμα κλισέ για κάθε χρήση.
Κάθε μέρα και λιγότερο φως, που το αντικαθιστά το φως μιας οθόνης. Αν δεν καείς εσύ, αν δεν καώ εγώ, πώς θα γενούνε τα σκοτάδια φως; Αλλά να μην καούμε online, με φόντο χρωματιστές οθόνες που σκοτεινιάζουν το μυαλό. Τι θα είχε να μας πει σχετικά ο Φρόιντ, άραγε; Και βασικά, γιατί να μας απασχολεί η δική του άποψη και όχι τι θα έλεγε ο Μαρξ στην εποχή μας;
Αλλά ας επιστρέψουμε στη (μαρξιστική, όχι φροϊδική) μαμά πατρίδα, που ήταν για δεκαετίες φωτεινός φάρος του κινήματος διεθνώς. Αν δεν καείς εσύ, αν δεν καώ εγώ. Αν δεν κάνουμε διαρκώς νέες καύσεις, δε βάζουμε στόχους, αν δεν κινούμαστε, αν αφήσουμε να βουλιάξουμε στη στασιμότητα, στην ειρηνική συνύπαρξη με τον εχθρό… Πώς θα κρατήσουμε αναμμένο το φως, το φως που καίει;
Αλλά ο κόσμος διψούσε πια για ειρήνη, να ζήσει μια μορφή “κανονικότητας”, χωρίς πολέμους, χωρίς άγχος. Και αυτό εξηγεί πολλά, ίσως τα περισσότερα, για τη σταδιακή του αποστράτευση, για τον εφησυχασμό, την αδιαφορία, την έλλειψη επαγρύπνησης, την κούραση από μια διαρκή επαγρύπνηση, που δεν τελείωνε ποτέ.
Και είναι στοίχημα πώς μπορείς να κινείσαι διαρκώς, χωρίς να χάνεις τον σκοπό απ’ τον ορίζοντα -που διαρκώς μακραίνει-, χωρίς να νιώθεις σαν χαμστεράκι που τρέχει αενάως στη ρόδα, καταδικασμένο σαν Σίσυφος να μη φτάσει πουθενά. Είναι ζήτημα πώς μπορείς να κρατήσεις ζωντανό έναν ολόκληρο λαό σε κίνηση και το ενδιαφέρον του για τα κοινά, για τους μεγάλους στόχους, πώς πετυχαίνεις να μην ξεθυμάνει ο αρχικός επαναστατικός ενθουσιασμός, να μην κυριαρχήσει η ρουτίνα και η αδράνεια.
Το υποκείμενο πρέπει να είναι πάντα στο προσκήνιο, να αναμετράται με τις αντικειμενικές συνθήκες, να μη γίνεται παθητικό αντικείμενο της εξίσωσης, αλλά ο καταλύτης που αλλάζει τα δεδομένα, ακόμα κι αν βρεθεί κατηγορούμενο για τα λάθη του. Σε κάθε ζωντανή διαδικασία, θα υπάρξουν αναπόφευκτα λάθη, αντιφάσεις και πισωγυρίσματα.
Και εκεί πρέπει να βρεθεί μια χρυσή διαλεκτική τομή -που δεν έχει σχέση με τον μέσο όρο και τον κεντρισμό-, πώς να αφήσεις ελεύθερα τα “λάθη”, το δικαίωμα στην πλάνη και το πισωγύρισμα, χωρίς αυτό να γίνει μοιραίο, να φτάσει στο σημείο χωρίς επιστροφή, αλλά και πώς να τα αποτρέψεις, χωρίς να σκοτώνεις την πρωτοβουλία, τη δημιουργία, το δικαίωμα του λαού να μαθαίνει από τα λάθη του, να τραγουδά “άσε με να κάνω λάθος”, μαζί με τον “έφηβο” που εβδομηντάρισε και παρα-ωρίμασε, σαν τις συνθήκες.
Οι γνώσεις μπορούν να μεταδοθούν θεωρητικά από γενιά σε γενιά, η πείρα όμως όχι. Η γενιά που δεν έζησε την επανάσταση, είχε λιγότερα αστικά κατάλοιπα μεγαλώνοντας σε ένα άλλο περιβάλλον αλλά ήταν δύσκολο να διατηρήσει το ίδιο επαναστατικό πνεύμα, την επαγρύπνηση ενάντια σε έναν εχθρό που δε γνώριζε βιωματικά από πρώτο χέρι, ούτε ήξερε πόσο ευέλικτος είναι και με ποιες μορφές μπορεί να εκδηλωθεί -ακόμα και ως “επανάσταση” ενάντια στο σιδερό χέρι της προλεταριακής δικτατορίας.
(Παρομοίως στις μέρες μας, οι γενιές που δεν έζησαν τον σοσιαλισμό, δεν ξέρουν τι ήταν αυτό που υπήρχε, το μαθαίνουν στρεβλά μέσα από την προπαγάνδα και τη δυσφήμηση των σχολικών βιβλίων, μπορεί να το αγαπήσουν όμως βλέποντας τα αδιέξοδα που τους προσφέρει αυτό που ζούνε σήμερα, ο κόσμος της αδικίας και της εκμετάλλευσης. Αλλά η νοσταλγία δεν φτάνει από μόνη της, ως συνείδηση, για να επιφέρει ριζοσπαστικές αλλαγές. Και οι νεότερες γενιές δεν έχουν μάθει στην πράξη να διεκδικούν, να θεωρούν αυτονόητο πως θα υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους, πως δε θα σκύψουν το κεφάλι, πως υπάρχει άλλη προοπτική, γιατί κοίτα οι άλλοι έχουν κινήσει, έχει η πλάση κοκκινίσει…)
Η συνείδηση σφραγίζεται στην πράξη, ατσαλώνεται στον αγώνα, που ενεργοποιεί το μυαλό. Αυτό σημαίνει να βγουν οι μάζες μπροστά, στο προσκήνιο, να μη μένουν απαθείς, να μην καθίσουν στο κεκτημένο, να μην επαναπαυθούν στις κατακτήσεις τους. Να μην εφησυχάσουν πως υπάρχει πρωτοπορία, το κόμμα, ένας ηγέτης, μια πατρική μορφή (σαν τον Αιμίλιο το Μήλο) που τους προστατεύει από πισωγυρίσματα και από συνωμοσίες, χωρίς τη δική τους συμμετοχή. Αυτή είναι μια κλασική αστική κριτική, πως οι σοβιετικοί πολίτες παρέμεναν παιδιά που δεν ωρίμαζαν ποτέ, γιατί δεν αναλάμβαναν ευθύνες στη ζωή, στην παραγωγή και γενικότερα, είχαν εξασφαλισμένα τα βασικά που χρειάζονταν για να ζήσουν. Συμβαίνουν αυτά καμιά φορά…
Οι σημερινοί Ρώσοι -και όχι μόνο- “ενηλικιώθηκαν” απότομα, σαν τους Πρωτόπλαστους που δάγκωσαν το μήλο της γνώσης και έχασαν τον φτωχικό σοσιαλιστικό τους παράδεισο. Έμαθαν τι εστί μαφία, η εκμετάλλευση, η φτώχεια, ο καπιταλισμός πίσω από τα λαμπερά φτιασίδια του. Στην πραγματικότητα γέρασαν ξαφνικά, χάνοντας τη νιότη του κόσμου, που τους προστάτευε από ένα σύστημα που σαπίζει και ρουφά σαν βρικόλακας ζωντανή εργασία, για να επιβιώσει εις βάρος μας.
Το δαγκωμένο μήλο βρήκε θέση στο εξώφυλλο του Οδηγητή, για ένα (αντεπαναστατικό) φεγγάρι, στο λυκόφως του σύντομου εικοστού αιώνα. Μας δίδαξε το νόμο της βαρύτητας, όταν πέφτει ή ανατρέπεται (πάντως δεν καταρρέει από μόνος του) ένας λαός που δοκίμασε την έφοδο στον ουρανό, αλλά τον κράτησε χαμηλά ο νόμος της συνήθειας και τα κατάλοιπα που κουβαλούσε σαν βαρίδια από την προϊστορία του είδους μας. Ο Λένιν παραμένει μαρμαρωμένος βασιλιάς, στην Κόκκινη Μηλιά Πλατεία, ο λαός νοσταλγεί τις μέρες του αλλά η νοσταλγία από μόνη της δεν είναι επαναστατική συνείδηση. Και αυτή δεν πέφτει σαν μήλο κάτω από τη μηλιά, ούτε κληρονομείται αυτόματα από γενιά σε γενιά, αν δεν την καλλιεργείς συνεχώς, για να δώσει σπόρους.
Αλλά πώς μπορείς να κρατάς σε διαρκή εγρήγορση τη συνείδηση, σε μια χώρα που έχει νικηθεί πλήρως ο εχθρός ή αναγκάζεται να ντύνεται φίλος και οπαδός της επανάστασης; Πώς γίνεται να κεντρίζεις διαρκώς το ενδιαφέρον του λαού, να κάνεις μικρές “επαναστάσεις” μέσα στην επανάσταση, να τραβάς συνεχώς μπροστά για να μην πισωγυρίσεις, όταν έχουν λυθεί οι βασικές αντιφάσεις, που είναι η πηγή κάθε κίνησης; Πώς μπορείς να νικήσεις τον νόμο της μετεπαναστατικής αδράνειας-στασιμότητας; Και τι θα είχε να μας πει ο Μαρξ, επ’ αυτού;
Σε κάθε περίπτωση, η Κόκκινη Μηλιά συμβολίζει για τους Ανατολίτες κάθε μεγάλη πόλη. Και το Μεγάλο Μήλο (Νέα Υόρκη) στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, είναι η μητρόπολη ενός κόσμου που σαπίζει, σαν ένα φρούτο που το κατατρώνε τα σκουλήκια. Αλλά δεν πρόκειται να πέσει μόνος του, σαν ώριμο φρούτο, αν δε φροντίσουμε εμείς για αυτό. Για να γενούνε τα σκοτάδια φως που καίει και αυτό να γίνεται κάθε μέρα περισσότερο…