Μορφές βίας
Το ζήτημα της βίας κατέχει σημαντική θέση στην πολιτική ζωή. Σύμφωνα με τον κυρίαρχο λόγο, η αστική μας δημοκρατία καθορίζεται από την ικανότητά της να αποκλείει τη βία από την πολιτική ζωή, εφόσον η δημοκρατία δεν μπορεί να έχει εχθρούς και πρέπει να κυριαρχεί απόλυτα.
Ο υφυπουργός Παιδείας Α. Συρίγος μιλώντας στην ΕΡΤ για τα επεισόδια με τους φασίστες στα ΕΠΑΛ Σταυρούπολης, επέμενε πως το πιο βασικό είναι «η καταδίκη της βίας από όλους, από όπου και αν προέρχεται», αιτιολογώντας το με την επισήμανση πως «τις τελευταίες μέρες βία άσκησαν και εκείνοι που επιτέθηκαν στους φασίστες», ευθυγραμμισμένος με την πολιτική αντιμετώπιση των γεγονότων από το Υπουργείο Παιδείας. Το οποίο στην ανακοίνωσή του για τα επεισόδια αναφέρεται γενικόλογα σε βίαιες συμπεριφορές που «είναι απολύτως καταδικαστέες και δεν πρόκειται να γίνουν ανεκτές», αποδίδοντάς τες σε μεμονωμένες ομάδες. Ενώ ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ν.Δ Χ. Θεοχάρης και πάλι απαίτησε την καταδίκη της βίας από όπου κι αν προέρχεται στην αντιπαράθεσή του στη Βουλή με το βουλευτή του ΚΚΕ Ν. Καραθανασόπουλο, ο οποίος υπογράμμισε πως ο συμψηφισμός της δράσης φασιστικών εγκληματικών ομάδων με το νεολαιίστικο κίνημα είναι απαράδεκτος και δημιουργεί συνθήκες ανοχής της δράσης τους. Και κάπως έτσι το ζήτημα της ανάκαμψης φασιστικών θυλάκων συγχωνεύεται με το ζήτημα της βίας, για να ταυτιστούν οι φασιστικές συμπεριφορές και δράσεις με τις αγωνιστικές του λαϊκού κινήματος.
Το ζήτημα της βίας κατέχει σημαντική θέση στην πολιτική ζωή. Σύμφωνα με τον κυρίαρχο λόγο, η αστική μας δημοκρατία καθορίζεται από την ικανότητά της να αποκλείει τη βία από την πολιτική ζωή, εφόσον η δημοκρατία δεν μπορεί να έχει εχθρούς και πρέπει να κυριαρχεί απόλυτα. Θεωρείται ότι δεν μπορεί να τίθεται πλέον θέμα σχέσεων βίας και εξουσίας, εφόσον η βία έχει αφήσει τη σφαίρα της πολιτικής ζωής και περιορίζεται στην κοινωνική, συνδεόμενη με το αίσθημα της ασφάλειας ή παραβατικότητας. Εμφανίζεται διάσπαρτη, πανταχού παρούσα, με πολλές μορφές, ως ενδοοικογενειακή βία, ως έμφυλη βία, ως βία στο σχολείο, ως νεανική βία, ως βία στην εργασία κλπ. Η σχεδόν, λοιπόν, επιβαλλόμενη εξαφάνιση από το δημόσιο λόγο της παραδοσιακής συλλογικής βίας, ως αντίστασης στην εξουσία, προβάλλει άλλες επιμέρους μορφές της και αφήνει στη σκιά ερωτήματα για τους κοινωνικούς ή πολιτικούς μηχανισμούς που συνδέονται με αυτές.
Με το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας και τη σταθεροποίηση του κοινοβουλευτικού καθεστώτος, η εκλογική πράξη από μόνη της νομιμοποίησε την αστική εξουσία. Τριανταπέντε σχεδόν χρόνια μετά, το θεσμικό σύστημα έχει αποκτήσει δύναμη και κύρος, ώστε οι οικονομικές κρίσεις της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, αν και ήταν δύσκολες, μπόρεσαν να ξεπεραστούν από το σύστημα, χωρίς η βία να πάρει μορφές που ήταν χαρακτηριστικές στα χρόνια της δικτατορίας. Οι ένοπλες δυνάμεις δεν χρειάζεται πλέον να προετοιμάζουν πραξικοπήματα και, ως εκ τούτου, δεν είναι πλέον άμεσα πολιτικοί παράγοντες και πηγή βίας. Και ούτε, προς το παρόν, το λαϊκό κίνημα αναζητά σε ένοπλη εξέγερση τα μέσα για μεταμόρφωση της κοινωνικής τάξης. Η ανοικτή, λοιπόν, χρήση βίας μοιάζει να έχει εκδιωχθεί από τις συγκρούσεις με την εξουσία, που φαίνονται να στεγάζονται εντός του κράτους, των κομμάτων, των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εξοβελίστηκε η πολιτική βία, ακόμα κι αν δεν αντιστοιχεί στο ορισμό της ως βία που χρησιμοποιείται για ρητά δηλωμένους πολιτικούς σκοπούς. Καμιά κοινωνία ή καθεστώς δεν μπορεί να την εξαλείψει, διότι ένας τέτοιος ισχυρισμός ισοδυναμεί με την κατάργηση όλων των μορφών σύγκρουσης. Αντίθετα, είναι εύκολο να αποδειχθεί ότι η βία φωλιάζει στην καρδιά της πολιτικής ζωής με διάφορες μορφές. Μια από αυτές τις μορφές είναι οι ακραίες παρεμβάσεις των υπηρεσιών επιβολής του νόμου που έχουν ως αποτέλεσμα τη δίωξη ή και το θάνατο ατόμων, είτε είναι ύποπτοι χωρίς επαρκή στοιχεία για εγκλήματα είτε όχι, που καταλαμβάνουν μια ιδιαίτερα σημαντική θέση για τη σημασία τους. Η βία είναι παρούσα εκεί όχι μόνο λόγω της ωμότητας των παρεμβάσεων, αλλά λόγω της παράνομης χρήσης, στα όρια της συγκάλυψης, της νόμιμης εξουσίας. Αυτή η βία δεν παραμένει εκτός πολιτικής, επειδή ακριβώς είναι έργο μελών του κρατικού μηχανισμού. Ένα παράδειγμα είναι η σύλληψη του Γεωργιανού μετανάστη τον περασμένο Μάιο, που, σύμφωνα με καταγγελίες του, με βίαιο τρόπο προσπαθούσε η αστυνομία να του αποσπάσει ομολογία ότι δολοφόνησε την Καρολάιν Κράουτς.
Επιπλέον, με την αύξηση της ανεργίας και την ταυτόχρονη επιδείνωση των εισοδημάτων της εργατικής τάξης και των μεσοστρωμάτων, η φτώχεια και η εξαθλίωση εισέρχονται τόσο στη στατιστική όσο και στον δημόσιο λόγο. Σε αυτό το πλαίσιο, εγκλήματα που εμπίπτουν στο κοινό ποινικό δίκαιο, όπως ληστείες, μπορεί να εισέρχονται στην πολιτική ζωή, επειδή όλα δείχνουν ότι αυτή η βία αποτελεί μέρος του κοινωνικού προβλήματος. Η συσχέτιση της παραβατικότητας με τη φτώχεια και η συσχέτιση μεταξύ αυτής της παραβατικότητας και των ενεργειών, στις παρυφές κάποιες φορές της νομιμότητας, της αστυνομίας, η οποία στην πραγματικότητα διαμορφώνει το πλαίσιο της παραβατικότητας, φέρνουν αυτές τις μορφές ποινικού εγκλήματος στην πολιτική ζωή. Έτσι ένα ετερογενές σύνολο μεμονωμένων περιστατικών καθίσταται συλλογικό γεγονός και ανοίγει ένα τεράστιο πεδίο στην πολιτική που απαιτεί αυστηρότερη καταστολή.
Από την άλλη, η αποδυνάμωση ενός κάποτε ισχυρού συνδικαλισμού καθώς και η εμβάθυνση του ταξικού χάσματος και η απεμπλοκή του κράτους από κοινωνικές υπηρεσίες ωθούν ακόμα και σε έντονους τρόπους διαμαρτυρίας που συνδέονται με αντίδραση των λαϊκών τάξεων στην καπιταλιστική επίθεση. Η χρήση βίας μπορεί είναι παρούσα σε τέτοιες καταστάσεις. Ο αυθορμητισμός των βίαιων συμπεριφορών, που εκφράζουν, στην ακατέργαστη κατάσταση τους, αντίδραση στη φτώχεια και καταπίεση, ταιριάζει στη συνήθη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, που ευνοεί ανοργάνωτη και αυθόρμητη δράση σε μεμονωμένα περιστατικά. Καθώς όμως αυτές οι εκρήξεις αποτελούν την απάντηση σε μια κατάσταση, δεν είναι απλώς αποδιοργανωμένες συλλογικές συμπεριφορές, χωρίς νόημα και σχέση μεταξύ σκοπών και μέσων. Η χρήση ετικετών γι’ αυτές όπως «εκρήξεις οργής» θέλει να καταστήσει τους δεσμούς τους με την πολιτική αόρατους, αν και είναι ορατοί τόσο στο ξέσπασμά τους όσο και στη συνέχεια τους. Γι’ αυτό και η φασιστική δημαγωγία μπορεί να τις εκμεταλλευτεί για να στηρίξει ένα πλαστό εξεγερσιακό προφίλ.
Εξάλλου, η ριζική αντίθεση που υποστηρίζεται από τον κυρίαρχο λόγο πως υπάρχει μεταξύ της βίας και της πολιτικής οδηγεί σε μορφές άρνησης και αποκλεισμού της βίας επιβάλλοντας τον περιορισμό της πολιτικής εντός του θεσμικού πλαισίου. Μάλιστα, οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι ανά την Ευρώπη εξοπλίζουν την αστική δικαιοσύνη για να τιμωρούνται όσοι βαφτίζονται εχθροί της δημόσιας ασφάλειας, δηλ. όσοι καταγγέλλουν ή στρέφονται εναντίον της αστικής εξουσίας, αντιμετωπίζοντάς τους τυπικά ως παραβάτες του δικαίου.
Μια συγκεκριμένη μορφή πολιτικής βίας βρίσκει επίσης το επίκεντρό της στη δράση της αστυνομίας προς τους ίδιους τους πολίτες. Ένας από τους παράγοντες πολιτικοποίησης αυτής της βίας πηγάζει από την αίσθηση, όλο και πιο διαδεδομένη μεταξύ των τμημάτων των λαϊκών τάξεων, ότι η αστυνομία κάνει υπερβολική χρήση βίας. Η βίαιη αντιμετώπιση από τα ΜΑΤ στο Σύνταγμα των διαδηλωτών στο πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο, που οργανώθηκε από τις ομοσπονδίες εκπαιδευτικών ενάντια στις διαδικασίες αξιολόγηση, είναι ένα από τα πρόσφατα παραδείγματα επίδειξης κρατικής αυταρχικότητας και αστυνομικής βίας.
Παράλληλα, η ανικανότητα ή η απροθυμία του δικαστικού θεσμού να υπαγάγει την εξουσία στο νόμο μετατρέπει το πρόβλημα της παραβατικότητας σε αντίθεση μεταξύ δύο κοινωνικών ομάδων που είναι σε σύγκρουση, δηλ. δικαστικό ή αστυνομικό σώμα ενάντια στον απλό πολίτη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τόσες ταραχές έρχονται ως απάντηση σε θάνατο ή τραυματισμό ενός ατόμου στο πλαίσιο σύγκρουσης με την αστυνομία. Το ερώτημα αν ο θάνατος προκλήθηκε εν γνώσει της ή τυχαία είναι ενδεικτικό αυτής της εχθρότητας και είναι το πρώτο αντικείμενο της καταγγελίας και της σύγκρουσης. Η αστυνομική δράση θέλοντας ν΄ αποκρύψει την πολιτικοποίηση κάθε σύγκρουσης με κρατικές δυνάμεις διατηρεί συχνά τον ίδιο τύπο καταστολής, στα όρια της νομιμότητας, τόσο για πράξεις που καταρχήν υπάγονται στο κοινό ποινικό δίκαιο, όπως παράνομες κλοπές, όσο και για συλλογικές αντιδράσεις ή εξεγέρσεις.
Κι ενώ αποδοκιμάζεται η χρήση βίας για εκείνους που υφίστανται την εκμετάλλευση, απαιτείται να γίνεται αποδεκτή η οργανωμένη κρατική βία, ακόμα κι όταν προκαλεί την εξάπλωσή της στο σύνολο της κοινωνίας. Στις όποιες αμφισβητήσεις γι’ αυτό, υποστηρίζεται πως είναι η δικαιοσύνη μόνο που μπορεί να δώσει απαντήσεις. Και τότε αποκαλύπτεται η σύνδεση πολιτικής και δικαιοσύνης με κρατική αρωγή. Η αποφυλάκιση του «Ινδιάνου», κατηγορούμενου για την επίθεση στον αστυνομικό στα γεγονότα της Ν. Σμύρνης, μετά από έξι μήνες προφυλάκισης, χωρίς επαρκή στοιχεία, είναι ένα πρόσφατο παράδειγμα.
Οι ασκούντες εξουσία από την κυρίαρχη τάξη, οι οποίοι πολλές φορές ευθύνονται για τις χειρότερες φρικαλεότητες και οικονομικές καταστροφές δεν οδηγούνται παρά σπάνια στη δικαιοσύνη και έτσι διευρύνεται το αίσθημα της ατιμωρησίας και η πεποίθηση πως ο νόμος της αστικής δημοκρατίας στην ουσία φαίνεται απρόθυμος να υποτάξει την αυθαιρεσία της εξουσίας. Κι αυτό είναι αρνητικό για το αστικό κράτος που έχει ανακτήσει καλά το μονοπώλιο ισχύος του, αλλά απομένει κάθε φορά να πείσει πως την ασκεί νόμιμα. Σε αντίθετη περίπτωση, όταν δεν πείθει, η καταφυγή στη βία δεν είναι σπάνια και οι δεσμοί μεταξύ της εξάπλωσης διαφορετικών μορφών βίας και της ιλιγγιώδους αύξησης των αποκλεισμένων, των φτωχών και περιθωριοποιημένων υπονομεύει και αμφισβητεί το νομικό μονοπώλιο του κράτους για τη νόμιμη χρήση βίας.
Επομένως, σ’ αυτό το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, είναι απαραίτητο να αμφισβητήσουμε αυτές τις ταξινομικές διακρίσεις που διαχωρίζουν ριζικά τη βία από την πολιτική και την ταξική άσκηση της εξουσίας. Γιατί ο κυρίαρχος λόγος όχι μόνο απαιτεί το διαχωρισμό μεταξύ βίας και πολιτικής αλλά θεωρεί αδύνατη οποιαδήποτε εναλλακτική λύση στα κοινωνικά προβλήματα όταν δεν προϋποθέτει καθαρή και απλή καταδίκη της βίας από τη μεριά των αδικημένων. Με τους μηχανισμούς μάλιστα της οικονομικής κυριαρχίας και κοινωνικού αποκλεισμού να λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο του νόμου και της δημοκρατικής νομιμότητας, είναι δύσκολο να εντοπιστεί ένας αντίπαλος, εναντίον του οποίου να στραφούν, για να αμφισβητηθούν αυτές οι μορφές κυριαρχίας και αποκλεισμού. Κι έτσι ο κυρίαρχος λόγος προσπαθεί να εξουδετερώσει κάθε ιδεολογικό ισχυρισμό για χρήση βίας.
Η βία όμως είναι εγγεγραμμένη εντός του δημοκρατικού χώρου με αντιφατικό τρόπο. Από τη μία πλευρά, η βία εμφανίζεται ως μια λέξη παγίδα, βασικά απροσδιόριστη, που χαρακτηρίζει ετερογενείς μορφές δράσης και από την άλλη εξαρτάται η σημασία της και η αποδοχή της από τα υποκείμενα αυτής της δράσης. Παράδειγμα τα γεγονότα στο ΕΠΑΛ Σταυρούπολης. Οι λαϊκές αντιδράσεις αναγκάζουν την κυβέρνηση να αποδοκιμάζει σ’ ένα λεκτικό επίπεδο το φασισμό. Εν τούτοις αποφεύγει στην πράξη να καταδικάζει τη συγκεκριμένη βιαιότητα των φασιστών καθώς προϋποθέτει γι’ αυτό την αποδοχή εκ μέρους της τής αντίδρασης του αντιφασιστικού κινήματος. Με τον συλλογισμό που υποκρύπτεται, αφού η βιαιότητα φασιστών και αντιφασιστών είναι ίδια και είναι γενική η καταδίκη του φασισμού, επομένως και η αντίδραση του λαϊκού κινήματος αν περιέχει βία είναι καταδικαστέα, απορρίπτεται κάθε αγωνιστική κινητοποίηση που μπορεί να δυσκολέψει τη λειτουργία του αστικού καθεστώτος.
Τελικά λοιπόν, μέσα στο πολιτικό μας σύστημα υπάρχει μια χρήση της λέξης βία που είναι καθορισμένη. Φαίνεται να είναι βίαιο ό,τι έρχεται σε αντίθεση με την αστική δημοκρατία και οτιδήποτε είναι βίαιο αποκλείεται πολιτικά. Έτσι, στις κοινωνικές συνθήκες της ανισότητας, των διακρίσεων, της εξαθλίωσης, της δυσφορίας που σηματοδοτούν την καθημερινή ζωή ενός αυξανόμενου τμήματος των λαϊκών τάξεων, αυτή η χρήση της λέξης χρησιμεύει στην πράξη για να αποκλείσει ορισμένους τρόπους δράσης και να υπερασπιστεί την υπάρχουσα τάξη.