“Ναι αλλά για τους ντόπιους δε λέτε τίποτα…”
Το «Ναι, αλλά για τους ντόπιους δε λέτε τίποτα», είναι το «ναι, αλλά για τη Μαρφίν δε λέτε» της εποχής μας. Το προσφυγικό είναι ακόμα ένα πεδίο στο οποίο φαίνεται ξεκάθαρα ότι υπάρχουν δύο κόσμοι, δύο Ελλάδες. Αυτή του μίσους και αυτή της ανθρωπιάς. Το χάσμα μεγαλώνει μέρα με τη μέρα.
Το «Ναι, αλλά για τους ντόπιους δε λέτε τίποτα», είναι το «ναι, αλλά για τη Μαρφίν δε λέτε» της εποχής μας. Η φράση αυτή κατακλύζει το διαδίκτυο τις τελευταίες μέρες με αφορμή τα όσα συμβαίνουν στη Μυτιλήνη. Εκατοντάδες ακάουντ αναρωτιούνται «γιατί δε λένε κάτι τα ΜΜΕ για τους ντόπιους». Η προφανής απάντηση είναι ότι οι ντόπιοι δεν εγκατέλειψαν άρον-άρον την πατρίδα τους, δεν πέρασαν όσα πέρασαν για να φτάσουν στην Ευρώπη, δεν έπιασε φωτιά το κολαστήριο στο οποίο κατοικούσαν, ούτε πλέον είναι αναγκασμένοι να κοιμούνται κυριολεκτικά στο δρόμο. Σε μια δεύτερη ανάγνωση όμως, άντε να δούμε τι θα μπορούσε να πει κανείς για τους ντόπιους.
Το βασικό επιχείρημα όλων αυτών είναι ότι οι πρόσφυγες έχουν καταστρέψει το νησί. Αυτό το ακούς και το διαβάζεις από ανθρώπους που ζουν στην Καρδίτσα, το Βερολίνο, το Σίδνεϊ και την Λεμεσό. Το ακούς και από ντόπιους, κατοίκους της Μυτιλήνης, ωστόσο αν εμβαθύνεις –δεν το συνιστώ- και ρωτήσεις κάποιον από αυτούς, τι εννοείς κατέστρεψαν το νησί, τότε ο Αντιπρόεδρος του Εδεσσαϊκού παίρνει σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια σου. Μέσες άκρες, ακούς ότι από τότε που ήρθαν «αυτοί» έφυγαν οι τουρίστες. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν ισχύει. Μαζικό τουρισμό η Λέσβος δεν είχε ποτέ. Και όσοι έφταναν στο νησί τα καλοκαίρια δεν έμεναν στην πόλη της Μυτιλήνης. Άλλωστε ελάχιστα ξενοδοχεία έχει. Στην Ερεσό, στο Μόλυβο, μέχρι και στο Πλωμάρι πήγαιναν. Σε αυτά τα τρία μέρη, όπως και στα περισσότερα μέρη του νησιού, δεν έχει πατήσει το πόδι του πρόσφυγας από το 2015. Αντίθετα, η έλευση των προσφύγων στα νησιά έχει φέρει μαζί και ένα στρατό εργαζόμενων στο προσφυγικό. Εργαζόμενοι σε δομές του κράτους, σε ΜΚΟ, εθελοντές από όλον τον κόσμο. Χιλιάδες άνθρωποι ξοδεύουν τα ευρώ τους στον μπακάλη και τον μανάβη της Μυτιλήνης, αγοράζουν ρούχα από τα τοπικά καταστήματα, γυμνάζονται στα τοπικά γυμναστήρια, επισκέπτονται τους γιατρούς του νησιού, πίνουν τα ποτά τους και τρώνε στα καταστήματα εστίασης. Και φυσικά, νοικιάζουν πανάκριβα τις γεμάτες υγρασία τρύπες που οι Μυτιληνιοί αποκαλούν διαμερίσματα. Αν κάποιος νομίζει ότι τα ενοίκια είναι ακριβά στο Κουκάκι ή στα Πετράλωνα, ας ρίξει μια ματιά στις τιμές που παίζουν στη Μυτιλήνη. Γενικά, στη Λέσβο έχουν πέσει κάτι δεκάδες εκατομμύρια τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα, χιλιάδες θέσεις εργασίας έχουν κατά καιρούς δημιουργηθεί και καταληφθεί από ντόπιους.
Κλείνει η παρένθεση. Συνεχίζει λοιπόν ο Μυτιληνιός ή ο υπερασπιστής των Μυτιληνιών να εξηγεί γιατί και πως καταστράφηκε το νησί. Και αρχίζει να λέει για την εγκληματικότητα και για το πώς όλοι αυτοί οι «λαθρο» είναι εγκληματίες, βιαστές, δολοφόνοι, τρομοκράτες, κλέφτες, ψεύτες, παραχαράκτες. Του ζητάς να σου αναφέρει συγκεκριμένα παραδείγματα. Δεν μπορεί. Είναι αλήθεια ότι έχουν σημειωθεί κάποια περιστατικά στην πόλη της Μυτιλήνης. Ωστόσο, είναι ελάχιστα σε σχέση με τα όσα κανείς θα ανέμενε λαμβάνοντας υπόψη τον όγκο και τις συνθήκες ζωής αυτών των ανθρώπων. Ναι, πολλοί από τους πρόσφυγες κυκλοφορούν με μαχαίρια ή αυτοσχέδια αντικείμενα που χρησιμοποιούν για την ασφάλειά τους. Και ναι, μέσα στη Μόρια γίνονταν πολλά. Πάρα πολλά. Και τα περισσότερα δεν έβλεπαν το φως της δημοσιότητας. Όποιος φοβάται μπορεί να καταφύγει και σε τέτοια ακραία μέτρα. Ωστόσο, πολλά από τα περιστατικά αφορούν διαμάχες μεταξύ προσφύγων. Παλαιότερα ήταν Άραβες με Κούρδοι, μετά ήταν Αφγανοί με Αφρικανούς. Πολλές φορές Αφγανοί από διαφορετικές εθνοτικές ομάδες μεταξύ τους. Αυτό ήταν αναμενόμενο ότι θα συμβεί καθώς ο σχεδιασμός των ΚΥΤ γίνεται από άσχετους που δεν γνωρίζουν πόσα προβλήματα μπορεί η συνύπαρξη διάφορων ομάδων να φέρει. Η βία όμως, συνήθως περιοριζόταν εντός του ΚΥΤ. Ακόμα, πολύ περισσότερα είναι τα περιστατικά στα οποία θύματα της βίας είναι πρόσφυγες και όχι ντόπιοι. Αντίθετα, άλλα είδη βίας που απασχόλησαν την πόλη της Μυτιλήνης, άλλα περιστατικά που θα έπρεπε να συγκλονίσουν την τοπική κοινωνία, όπως η άγρια δολοφονία μιας κοπέλας από τον Έλληνα σύζυγό της το καλοκαίρι του 2019, άφησαν τους δήθεν υποστηρικτές του νόμου και της τάξης, αδιάφορους.
Ωστόσο, αν αντέχεις και συνεχίσεις την κουβέντα, αρχίζει το παραλήρημα. Κάποια στιγμή μπαίνει στη μάχη η ατάκα-υπερόπλο: «βεβηλώνουν τις εκκλησίες μας». Ακούγοντας κάτι τέτοιο θα πίστευε κανείς ότι η Μυτιλήνη έχει παραδοθεί στο έλεος των Ισλαμιστών. Ότι ορδές Αφγανών διαβάζουν το κοράνι μέσα στους ναούς. Και με τόσες εκκλησίες που έχει αυτή η πόλη, από πού να αρχίσεις. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Διαδίδεται από ψεκασμένους, από ψετοακάοουντς και μανούλες του facebook που τη μισή μέρα στέλνουν κατάρες σε μωρομάνες και την άλλη μισή φοβούνται μην τους βάλει τσιπάκι ο Μπιλ Γκέιτς. Είναι οι ίδιοι που δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κορωνοϊός, αλλά πιστεύουν ότι οι πρόσφυγες θα τους κολλήσουν κορωνοϊο.
Και φυσικά η ιστορία δεν τελειώνει εκεί. Κάπου στην κουβέντα πετάγεται το «αυτούς τους δίνουν στέγη και φαγητό και για τους Έλληνες δεν νοιάζονται». Εκεί τι να πεις; Να κάτσεις να εξηγήσεις; Χαμένος χρόνος.
Ωστόσο, αν κανείς επιλέξει να βγει πιο επιθετικά υπάρχει και η εξής τακτική. Ρωτάς επίμονα τον ντόπιο αν ξέρει προσωπικά κάποιον που να έχει καταστραφεί από τους πρόσφυγες. Και άντε, να εξαιρέσουμε κάποιους λίγους κατοίκους της Μόριας που όντως έχουν υποστεί ζημιές στα χωράφια ή τα ζώα τους και που φυσικά θα έπρεπε να αποζημιωθούν. Κάποιον που η ζωή του πράγματι να έχει γίνει χειρότερη τα τελευταία χρόνια εξαιτίας των προσφύγων. Δύσκολα θα βρεθεί κάποιος. Απεναντίας, θα βρεις πολλούς που έγιναν πολύ πιο πλούσιοι τα τελευταία χρόνια.
Σαφώς το μίσος για τους πρόσφυγες δεν προέρχεται από αντικειμενικά και πραγματικά στοιχεία. Είναι αποτέλεσμα της υπαρκτής ξενοφοβίας, του υφέρποντος ρατσισμού, της εθνικιστικής κουλτούρας που εδώ και χρόνια έχει διαμορφωθεί και ψάχνει τέτοιες ευκαιρίες να ξεραστεί. «Δεν έγιναν ξαφνικά οι Έλληνες ρατσιστές», λένε και ξαναλένε αυτοί που δεν βλέπουν ρατσισμό στις όλο μίσος δηλώσεις Ελλήνων ακόμα και σε σχόλια για ειδήσεις νεκρών ή ασθενών προσφυγόπουλων. Σωστά, δεν έγιναν ξαφνικά ρατσιστές οι Έλληνες. Πάντα, ένα μέρος του λαού, ήταν ρατσιστές. Το ρατσιστικό τους δηλητήριο χυνόταν πότε πάνω στους Αλβανούς, τους Ρώσους, τους Γεωργιανούς, τους Πακιστανούς, τους Μπαγκλαντεσιανούς, τους Ρομά, τους χοντρούς, τους ομοφυλόφιλους, τους μαύρους, τους Τούρκους, τους Πελοποννήσιους, τους Κρητικούς, τις ξανθιές και η λίστα δε σταματάει. Δυστυχώς, στο όμορφο νησί της Λέσβου, οι άνθρωποι που τόσα χρόνια προσπαθούν να αντισταθούν σε αυτή την σαπίλα, οι άνθρωποι που ασταμάτητα είναι στο πλευρό των κατατρεγμένων, οι άνθρωποι που ανοίγουν τις πόρτες και τις καρδιές τους είναι εξαντλημένοι. Δεν είναι εύκολο να μάχεσαι με τη σαπίλα σε τόσο μικρές κοινωνίες. Να μαλώνεις με τους συγγενείς, τους φίλους και τους συναδέλφους σου.
Το προσφυγικό είναι ακόμα ένα πεδίο στο οποίο φαίνεται ξεκάθαρα ότι υπάρχουν δύο κόσμοι, δύο Ελλάδες. Αυτή του μίσους και αυτή της ανθρωπιάς. Το χάσμα μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Και μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και πιο δύσκολη η συνύπαρξη με αυτούς τους ανθρώπους.