Ναι, κάθε Πρωτοχρονιά επιμένω να είμαι αισιόδοξος
“Κρίσιμη, δραματική η εποχή. Πολύ σωστά, καμμιά αντίρρηση. Μα και σε καμμιά μάχη δεν επήγε ποτέ ο άνθρωπος με σκεπτικισμό. Όταν νίκησε, είχε πέσει ανάμεσα στα βόλια με όλη του τη ζωντάνια που κάνει το θαύμα. Κι όταν νικήθηκε, πάλι με την ίδια ζωντάνια ένιωθε λιγότερο οδυνηρές τις τελευταίες ώρες του…”
Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε από τον ακαδημαϊκό Πέτρο Χάρη και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελευθερία», την Πρωτοχρονιά του 1959. Παραμένοντας ζωντανό και επίκαιρο, εξήντα χρόνια μετά, σαν την ανάγκη του ανθρώπου να υπερπηδά εμπόδια και δυσκολίες και να προχωρεί μπροστά, το αντιγράφω (προσαρμόζοντας την ορθογραφία στο σήμερα) αντί άλλης ευχής για τη νέα χρονιά, το 2019.
Η φιλολογία των ευχών
Η φιλολογία των ευχών είναι παλιά όσο σχεδόν κι ο γραπτός λόγος. Η συνήθεια την έκαμε ανάγκη. Και η επανάληψη την έριξε στην κοινοτοπία, δηλαδή ανέκκλητα την καταδίκασε. Βουνά ολόκληρα υψώνουν τα εορταστικά κείμενα: οι στίχοι, τα διηγήματα, οι αναμνήσεις, οι σάτιρες.
Και είχε πολύ δίκιο ο Παύλος Νιρβάνας, όταν έλεγε ότι «δεν εγνώρισε χειρότερη φιλολογία από την φιλολογία των ευχών της Πρωτοχρονιάς» κι όταν εξηγούσε ότι «όλου του χρόνου οι ευχές, από την «καλημέρα» ως την «καληνύχτα» και από την «καλή όρεξη» ως την «καλή διασκέδαση», είναι, βέβαια, μια κακή φιλολογία, αφού αντιπροσωπεύουν τη λατρεία της κοινοτοπίας, αλλά οι ευχές της Πρωτοχρονιάς, ως περιεχόμενο, ως νόημα, ως λογική, και προπάντων ως ύφος, είναι το κορύφωμα της κακής αυτής φιλολογίας». Ωστόσο, βλέπω ότι, όσο κι αν προσπαθήσω, δεν θα καταφέρω να νικήσω τη συνήθεια. Κι αν όχι άλλο τίποτα, θα πω ότι κάθε Πρωτοχρονιά είμαι αισιόδοξος.
Ναι, κάθε Πρωτοχρονιά επιμένω να είμαι αισιόδοξος, γιατί απλούστατα εκεί που φτάσαμε μόνο αισιόδοξοι μπορούμε να είμαστε. Η δύσκολη αυτή ελληνική ώρα ούτε παιχνίδια λέξεων σηκώνει ούτε παραδοξολογίες επιτρέπει. Όπου και να κοιτάξουμε, σύννεφα βαριά και σκοτεινά. Και όπου κι αν καταφύγουμε, σε λαούς, σε άτομα, σε αδιάλλακτα φανατισμένη σκέψη ή σε ευαίσθητη καρδιά, αγωνία θα βρούμε και με νέα αγωνία θα γεμίσουμε το στήθος μας, που είναι κιόλας τόσο πληγωμένο, τόσο κουρασμένο. Είμαστε μέσα σε τόσο αισθητό και πιεστικό κλοιό, ώστε δεν έχουμε, δεν μπορούμε πια να έχουμε αμφιβολίες, υποψίες, αμφισβητήσεις. Η ιστορική ώρα που ζούμε, δεν είναι θεωρία, δεν είναι αναμονή, δεν είναι προετοιμασία. Έγινε γεγονός. Και όλοι είμαστε μέσα σ’ αυτό το γεγονός, είτε το θέλουμε, είτε δεν το θέλουμε, είτε έντονα το αισθανόμαστε, είτε αφήνουμε τους άλλους να μας το κάνουν αισθητό. Είναι το γεγονός τούτο σάρκα από τη σάρκα μας και αίμα από το αίμα μας, είναι το μεγάλο και βαρύ πλέγμα όπου μαζεύτηκαν και μπερδεύτηκαν οι ιδέες που πιστέψαμε και διαλαλήσαμε, τα προβλήματα που σιγά-σιγά ορθώσαμε και πυκνώσαμε, η λογική και τ’ όνειρό μας, ό,τι πήδησε πια από μέσα μας και πήγε να συναντηθεί και να αναμετρηθεί με καθετί που είναι αντίθεση και φραγμός, που έλκει και καλεί σε σύνθεση ή σε συμπλοκή.
Όλοι μαζί θα μπορούσαμε να πλησιάσουμε σ’ αυτό το πλέγμα και ν’ αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας στις ποικίλες μορφές του και καθαρά να τον ξεχωρίζουμε από τους άλλους, να καθορίζουμε τις ευθύνες μας και να απομονώνουμε μερικές πρώτες αιτίες. Ποιο όμως το κέρδος και ποια η προσγείωση στην πραγματικότητα, που κατακλύστηκε πια από πράξεις και αποστρέφεται τις θεωρίες; Ω, πόσες ηχηρές λέξεις θα μπορούσαν να βγουν απ’ αυτό το πλέγμα, απ’ αυτό το πελώριο και βαρύ κουβάρι που απελπίζει και τον πιο υπομονετικό και τον πιο αισιόδοξο; Ράτσες, θρησκείες, πολιτισμοί, συστήματα ζωής, και πόσα αισθήματα, αλήθεια, και πόσοι αγωνίζονται για να προβάλουν διαφορές και να πολλαπλασιάσουν το βαθύ μυστικό της ζωής που δεν είναι παρά ένα και μόνο! –πόσα άλλα, πόσες κραυγές και πόσες απειλές, πόσες υποσχέσεις και πόσες «εγγυήσεις» θα μπορούσαν να ξεπεταχτούν απ’ αυτό το κουβάρι και ν’ αρχίσουν πάλι να μας κυνηγούν, να βομβούν γύρω μας, να μας πολιορκούν μέρα και νύχτα!
Μα όχι! Τώρα πια πρέπει να το καταλάβουμε: δεν υπάρχει καιρός για θεωρίες. Όσος καιρός μένει ακόμα και όσος μπορεί να κερδηθεί, ανήκει στη ζωή, που δεν είναι πρόθυμη για καμμιά παραχώρηση τι έχει αγριέψει όπως το κυνηγημένο ζώο που νιώθει πολύ κοντά τον κίνδυνο. Αυτή, η σημερινή ζωή, παίρνει τώρα ολόκληρα τα δικαιώματά της και ορίζει: Κάθε στιγμή κι ένας δυνατός παλμός, και κάθε μέρα, γεμάτη, ξέχειλη από δράση, από ανανέωση, από γόνιμο κέφι. Κρίσιμη, δραματική η εποχή. Πολύ σωστά, καμμιά αντίρρηση. Μα και σε καμμιά μάχη δεν επήγε ποτέ ο άνθρωπος με σκεπτικισμό. Όταν νίκησε, είχε πέσει ανάμεσα στα βόλια με όλη του τη ζωντάνια που κάνει το θαύμα. Κι όταν νικήθηκε, πάλι με την ίδια ζωντάνια ένιωθε λιγότερο οδυνηρές τις τελευταίες ώρες του.
Κι ας μην πει κανείς πως όλ’ αυτά είναι ακόμα μια θεωρία. Είμαστε ζωντανοί και αισιόδοξοι, γιατί δεν είναι στο χέρι μας να κάνουμε τίποτ’ άλλο, γιατί φτάσαμε πια πέρ’ από θεωρίες και πέρ’ από ισχνές ελπίδες και γιατί έχουμε το θάρρος και τη δύναμη του ανθρώπου που μόνο να προχωρήσει μπορεί και μόνο να ορθώσει το ανάστημά του τού μένει. Είμαστε αισιόδοξοι από ανάγκη. Και ξέρουν πολύ καλά οι θεωρητικοί του καιρού μας πως ό,τι πηγάζει από ανάγκη είναι ακαταμάχητο και γόνιμο. Αλλά γιατί να ζητούμε τη μαρτυρία των θεωρητικών; Ο καθένας μας, μόλις εκτιμήσει ολόκληρη την κρίση της μεγάλης αυτής στιγμής της Ιστορίας, θα ψάξει μέσα του και θα βρει αυτή τη γόνιμη αισιοδοξία, – τη βαθύτερη, την άγνωστη ίσως και στον ίδιον ακόμα και ακατάλυτη ζωντάνια του.
Πέτρος Χάρης
Την ίδια μέρα που στην Αθήνα δημοσιευόταν το παραπάνω κείμενο, ο Φιντέλ, ο Τσε, ο Καμίλο, ο Ραούλ και οι δυνάμεις του επαναστατικού στρατού, εισέρχονταν θριαμβευτές στην πρωτεύουσα της Κούβας, Αβάνα, έχοντας συντρίψει, μαζί με τη μισητή δικτατορία του Μπατίστα, που μέχρι πριν λίγο έμοιαζε παντοδύναμη και ανίκητη, και «θεωρίες» όπως της «κανονικότητας», του «εφικτού», και της έλευσης της απελευθέρωσης των καταπιεσμένων από τα δεσμά τους κατά… τη «δευτέρα παρουσία»… Καλή χρονιά.