Νοητές γραμμές
Το “μακεδονικό”, πέρα απ’ τις σημερινές πολιτικοοικονομικές εκφάνσεις του, θα το λύσει ο χρόνος μια μέρα, υπό οποιοδήποτε κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Και πράγματι “θα το ‘χωμε ξεχάσει”, όχι σε πεντεδέκα χρόνια που λέγε ο μακαρίτης ο Μητσοτάκης, σε πεντεδέκα δεκαετίες μορ λάικλι. Και να δούμε τότε που θα το’χωμε ξεχάσει, πίσω από ποιές νοητές ή/και ανόητες γραμμές θα ευρισκόμεθα, σε τι λάβαρα θα βαράμε προσοχές, κάτω από ποιες ξένες σημαίες θα πολεμάμε.
Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός, δυσκολευόμουν να κατανοήσω την έννοια “σύνορα”. Μου άρεσε να ξεφυλλίζω άτλαντες και μου ‘κανε πάντα εντύπωση η διαφορά ανάμεσα στους πολύχρωμους “πολιτικούς” χάρτες που είχαν τα σύνορα ανάμεσα στις διάφορες χώρες και τους “φυσικούς” όπου σύνορα δεν υπήρχαν και κυριαρχούσαν το πράσινο χρώμα για τις πεδιάδες και αποχρώσεις του καφέ για τα βουνά. Πώς ορίζονταν τα σύνορα; συναντιόντουσαν οι άνθρωποι, παίρναν ένα κλαδί από δέντρο, τραβούσαν γραμμές στο χώμα και λέγαν “εδώ είναι τα σύνορά μας”;
Αργότερα είχα την εντύπωση ότι τα σύνορα των κρατών υπήρχαν πραγματικά ως τεχνητό, χειροπιαστό αντικείμενο, είτε ως ντουβάρια είτε ως συρματοπλέγματα. Κακό πράμα λένε να υψώνουν οι άνθρωποι σινικά τείχη, εγώ με το φτωχό μου το μυαλό δεν καταλάβαινα άλλον τρόπο να χωρίζεις τα χωράφια σου απ’ τα χωράφια του γείτονα. Τότε μου εξήγησαν την έννοια της “νοητής” γραμμής, έννοια που με ενθουσίασε για την αφαιρετικότητά της κι ότι υπάρχει ως διανοητικό και ταξικό κατασκεύασμα για να χωρίζει κυρίως χωράφια.
Ο ενθουσιασμός μου αυτός για τις αφαιρετικές νοητές γραμμές μεταφράστηκε αργότερα σε αγάπη για τη γεωμετρία στην οποία αρίστεψα στο λύκειο: έστω σημείο Α απ’ το οποίο διέρχεται ευθεία. Η χάραξη συνόρων ωστόσο ήταν κομμάτι πολυπλοκότερη φάση, καθόλου αφαιρετική. Και δεν παίζει οι πρώτοι γαιοκτήμονες να είπαν “έστω αυτό το χωράφι είναι δικό μου”.
Ετίθετο λοιπόν το ερώτημα: πώς γίνεται να ‘χεις “δικά” σου χωράφια; δεν μπορείς να τα διπλώσεις να τα βάλεις στην τσέπη σου, δεν μπορείς να τα φορτώσεις σε νταλίκες να τα πας από δω εκεί. Πώς την “παίρνεις” τη γη; Ποιος σου την έδωσε εξαρχής; Χώρες, σύνορα, χωράφια, ιδιοκτησίες, πολύς πονοκέφαλος για παιδί που όταν δεν παίζει μπάλα στην αλάνα -που κι αυτή χωράφι του δημοσίου ήταν- βασάνιζε το μυαλό του με τέτοια ερωτήματα.
Το συναίσθημα ήταν περίεργο όταν περνούσαμε τα σύνορα της Ελλάδας κι έβλεπες το χώμα, οι πέτρες, τα ξερόχορτα ήταν ίδια εδώ όπως λίγα μέτρα παραπέρα μέσα στο έδαφος μιας χώρας που τότε τη λέγαν Γιουγκοσλαβία.
Η απλή εξήγηση για την ύπαρξη συνόρων ήταν ότι εδώ μιλούσαν ελληνικά παραδίπλα “γιουγκοσλάβικα” αλλά πάλι πώς γινόταν εδώ να λέμε το μονοπάτι “μονοπάτι” και δυο μέτρα πιο κει το λεν “πατέκα“; το πράμα περιπλεκόταν ακόμα περισσότερο διότι στο χωριό μου, εντός της ελληνικής επικράτειας οι παππούδες μου που σίγουρα μιλούσαν ελληνικά, τα λεγόμενα “χωριάτικα”, λέξη εμφανώς υποτιμητική απ’ τους εν τω άστυ παροικούντες, χρησιμοποιούσαν και κάτι περίεργες λέξεις που δεν μας τις μαθαίναν στο σχολείο και που χάνονταν από γενιά σε γενιά, όπως π.χ. η “πατέκα” που ήταν εντυπωμένη στο υποσυνείδητό μου κι έφερνε αυτομάτως στο νου την εικόνα με τη γραμμή στο έδαφος που δημιουργούνταν απ’ το συχνό περπάτημα ανθρώπων.
Για την ιστορία οι παππούδες μου ήταν Θρακιώτες πρόσφυγες το ‘24 και μεγάλωσα σε χωριό της βόρειας Ελλάδας με Θρακιώτες, “ντόπιους” (θα εξηγήσουμε παρακάτω τη σημασία αυτής της λεξούλας) και λίγους Μικρασιάτες.
Τρου στόρι. Το ‘92 ήμουν μαθητής Λυκείου. Τότε είχε σκάσει το “μακεδονικό” ζήτημα, λες και δε μας έφτανε το κυπριακό και μες στην απύθμενη βλακεία κι αγραμματοσύνη που μας έδερνε, είχαμε ενθουσιαστεί κι εμείς οι πιτσιρικάδες με την εθνική έξαρση, τρανή απόδειξη ότι ο εθνικισμός είναι η ηλιθιότητα που παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της. Μα να μας κλέβουν τον μεγαλέξαντρο μια φούχτα Σλάβοι;
Οι καθηγητές μας απαγόρευαν να γράφουμε στα θρανία τότε κι όποιον πιάναν του ρίχναν γερή καμπάνα. Σ’ ένα θρανίο όμως ένας παράτολμος πατριώτης μαθητής είχε γράψει “Η ΜΑΔΟΝΙΑ ΕΙΝΕ ΕΛΛΙΚΗ”. Απ’ τη βιασύνη του μη τον πιάσουν το πετσόκοψε το σύνθημα, τέτοια ηρωική πράξη ούτε οι Γλέζος-Σάντας να ούμε, να μη μιλήσουμε για ορθογραφία. Άσχετο, έχετε παρατηρήσει ότι τα “εθνίκια” είναι κατά 95% ανορθόγραφοι, τη στιγμή που κόπτονται για τη γλώσσα τους που τους την έδωσαν ελληνική; Άλλη μια τρανή απόδειξη, εθνικιστής γίνεσαι επειδή δεν είσαι αρκετά Έλλην ώστε να χεις την τσίπα να γράφεις τουλάχιστον σωστά ελληνικά. Οι κομμουνιστές θα σας μάθουν και σωστά ελληνικά εθνικιστικά ζώα.
Μια μέρα μας λεν στο σχολείο, παιδιά την επόμενη βδομάδα θα πάμε όλοι στη Σαλονίκη με τρένο για το συλλαλητήριο “για τη Μακεδονία μας”. Δεν έχει εισιτήριο, όλα τζάμπα! Κραυγές ενθουσιασμού στο προαύλιο για το μάθημα που θα χάναμε και το τζάμπα ταξιδάκι. Έβλεπες όμως και μερικούς που δεν “νιώθανε”.
Έκανα πολύ παρέα με το Δημήτρη τότε, καλό παιδί, έξυπνος, πολύ γερός στα μαθηματικά, από ορεινό χωριό, δουλευτάρης ψημένος. Έκανε μια ώρα με το ΚΤΕΛ να ρθει στην πόλη για το σχολείο, όταν δεν την πάλευε ερχόταν με το UNIMOG του μπαμπά του, ένα αγροτικό καμιόνι δηλαδή, υβρίδιο τρακτέρ και φορτηγακίου. Επίσης παρέα έκανα με το Βασίλη, από άλλο ορεινό χωριό. Προσπάθησε να πάει μονιμάς στο στρατό, δεν τον πήραν, έμεινε στην ίδια τάξη. Και με δυο-τρία άλλα παιδιά επίσης, όλοι από κάτι ορεινά χωριά, τους έκανα παρέα γιατί σαν χωριατόπαιδο κι εγώ τους ένιωθα πιο οικείους, πιο αγνούς απ’ τους “πρωτευουσιάνους”.
Ο Δημήτρης που ήταν ο πιο κολλητός (αυτός μάλιστα μου χε μάθει τον Πανούση, εμείς της πόλης είχαμε κάνει το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός, από τα Παιδιά απ την Πάτρα πήγαμε κατευθείαν στους Αρονμέντεν) δεν φαινόταν και πολύ ενθουσιασμένος με τη βολτίτσα που μας ετοίμαζαν.
- Θα ‘χει φάση ε;
- Μπα, δεν θα’ρθω εγώ…
- Γιατί ρε; πλάκα κάνεις; τζάμπα βολτίτσα κλπ.
- Έχουμε κάτι δουλειές στο χωριό…
Στο συλλαλητήριο γινόταν Ο χαμός, πρώτη φορά είδα τόσο κόσμο κι αμφιβάλλω αν υπήρξε δεύτερη φορά με τέτοιο πλήθος. Τα λεωφορεία, τα τρένα φέρναν συνεχώς κόσμο.
Παρατήρησα ότι όλοι οι προαναφερθέντες φίλοι μου ήσαν απόντες και τότε δεν μας έκοβε να καταλάβουμε το γιατί.
Εκ των υστέρων φυσικά, μετά από μερικά χρόνια ένωσα όλες τις -πάμπολλες – τελίτσες. Τα παιδιά αυτά ήταν οι αποκαλούμενοι “ντόπιοι“, ιστορικά ακριβής χαρακτηρισμός που προφανώς βγάλαν οι πρόσφυγες, Θρακιώτες, Πόντιοι, Μικρασιάτες, σε όσους βρήκαν εγκατεστημένους στην ελληνική -γεωγραφικά- Μακεδονία. Εννοούσαν προφανώς και τους Έλληνες ωστόσο έμεινε σε κάποιες περιοχές στη βόρεια Ελλάδα ως χαρακτηρισμός μόνο για τους σλαβόφωνους.
Σε ανύποπτο χρόνο οι φίλοι μου αυτοί, οι τη ελληνική παιδεία μετέχοντες, μου έλεγαν ότι οι παππούδες τους δεν μιλούσαν ελληνικά. Ο Βασίλης μάλιστα μου ‘χε πει ότι τη γλώσσα αυτοί (που και οι ίδιοι τη μιλούσαν αναμεταξύ τους) τη λέγαν “μακεδονοσλάβικα“.
Οι φίλοι αυτοί, αν και ποτέ δεν το λέγαν ανοιχτά, ένιωθαν και ως ένα βαθμό ήταν πράγματι, στο περιθώριο. Το ότι δεν πήραν τον Βασίλη στο στρατό ενώ ήταν γεροδεμένος και υγιής, προκαλούσε κάποιες υποψίες για την καταγωγή του, αλλά ας μην το ρίξουμε στη συνωμοσιολογία.
Και φυσικά τα παιδιά αυτά ένιωθαν εντελώς άβολα με τα πανηγύρια του ελληνοπρεπούς εθνικισμού, γιατί αυτοί δεν ένιωθαν καμμιά εχθρότητα απέναντί μας.
Κι επίσης προσβάλλονταν θανάσιμα αν τους αποκαλούσε κανείς “Βουλγάρους”. Είχα μια συζήτηση με κάποιον από δαύτους μετά από καιρό και κατάλαβα ότι δεν ισχύει το “πας σλάβος Βούλγαρος” (που όπως ξέρουμε κι απ’ το Ραφαηλίδη ότι οι Βούλγαροι δεν είναι ορίτζιναλ Σλάβοι, εκσλαβισμένα μογγολικά φύλα είναι).
Η πραγματικότητα λοιπόν, που πολλοί συντοπίτες έχουν όλα τα στοιχεία, ερεθίσματα, μνήμες άλλα η περιρρέουσα προπαγάνδα τους εμποδίζει να ενώσουν όλες τις τελίτσες, είναι ότι υπήρχαν και υπάρχουν Σλάβοι στη βόρεια Ελλάδα, πρώην ή και νυν σλαβόφωνοι που δεν νιώθουν ούτε Βούλγαροι ούτε Έλληνες, που ζούσαν οι οικογένειές τους ανέκαθεν στη γεωγραφική Μακεδονία και λεν ότι είναι Μακεδόνες. Έτυχε μετά τη φυγή των Οθωμανών και τους βαλκανικούς πολέμους να βρίσκονται απ’ αυτή τη μεριά, πίσω απ’ αυτή τη νοητή γραμμή που αποφασίστηκε να είναι η Ελλάδα, κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα και να μετείχαν της βουλγαρικής ή γιουγκοσλαβικής παιδείας.
Η Ελλάδα μπόλιασε τις περιοχές αυτές με Πόντιους, Θρακιώτες κλπ για ποικίλους πραχτικούς και προπαγανδιστικούς λόγους. Και σίγουρα οι νεώτερες κι οι επόμενες γενιές των “ντόπιων” κι άλλων καταγόμενων από πρόσφυγες κατοίκων της περιοχής θα ξεχάσουν τις λεπτές διαχωριστικές γραμμές της καταγωγής τους, έτσι γινόταν πάντα στην ιστορία. Όσο για τους μεγαλοϊδεάτες εθνικιστές εκατέρωθεν, πάντα ηλίθιοι θα είναι και πάντα θα δημιουργούν αφηγήσεις για να αντιμετωπίσουν τη μικρότητά τους, πολιτική και ψυχολογική. Διότι και οι εκ φύρομ εθνικιστές είναι τέρμα βλαμμένοι. Όσο πιο μικρό κι αδύναμο έθνος είσαι τόσο περισσότερο μεγαλοϊδεατισμό χρειάζεσαι για ν’ ακούγεσαι στην πιάτσα. Στο τέλος πάλι υπάκουο σκυλάκι θα είσαι και θα γαβγίζεις χαρούμενα γύρω απ’ το ΝΑΤΟ για κάνα κοκαλάκι.
Το “μακεδονικό”, πέρα απ’ τις σημερινές πολιτικοοικονομικές εκφάνσεις του, θα το λύσει ο χρόνος μια μέρα, υπό οποιοδήποτε κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Και πράγματι “θα το ‘χωμε ξεχάσει”, όχι σε πεντεδέκα χρόνια που λέγε ο μακαρίτης ο Μητσοτάκης, σε πεντεδέκα δεκαετίες μορ λάικλι. Και να δούμε τότε που θα το’χωμε ξεχάσει, πίσω από ποιές νοητές ή/και ανόητες γραμμές θα ευρισκόμεθα, σε τι λάβαρα θα βαράμε προσοχές, κάτω από ποιες ξένες σημαίες θα πολεμάμε. Ή -μπορεί και καλύτερα- αν θα έχουμε καταργήσει τις νοητές γραμμές και τις ηλίθιες σημαίες.