Ο «δεκάλογος» του Μεταμοντέρνου
Οι μέχρι τώρα προσωπικοί μου ισχυρισμοί για το φαινόμενο
Γράφει ο Γιώργος Βαξεβάνης
Ο Μεταμοντερνισμός είναι ένα φαινόμενο (ή μάλλον μία κοσμοαντίληψη) που άρχισε να συγκροτείται κατά τον Μεσοπόλεμο (π.χ εντοπίζουμε στοιχεία του στη Σχολή της Φρανκφούρτης, αλλά και σε κάποια καλλιτεχνικά ρεύματα ίσως και λίγο πριν τον ‘Α παγκόσμιο πόλεμο) ως αντίδραση στη βάναυση εποχή που έφερε ο ιμπεριαλισμός στη Δύση και τον ευρύτερο κόσμο: πόλεμοι και μαρτύρια σε κλίμακα που δεν είχε ξανά δει ποτέ η ανθρωπότητα, μαζική βιομηχανική εκμετάλλευση, οικολογικές καταστροφές, ψυχοσωματική καταπίεση και αλλοτρίωση του ανθρώπου (αυτή η αντίδραση πάτησε επίσης και στα λάθη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μέσα στον αιώνα). Άσκησε έντονη κριτική σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, κάτι που μας θυμίζει τον Ρομαντισμό στην κόντρα του με τον Διαφωτισμό (αν το σκεφτεί κανείς η κόντρα του Μεταμοντέρνου με το Μοντέρνο μοιάζει σαν αυτή του Ρομαντισμού με τον Διαφωτισμό και τη Βιομηχανική Επανάσταση, αλλά σε ανώτερο επίπεδο). Κάποια στοιχεία του εκφράστηκαν αρχικά στο επίπεδο της τέχνης (π.χ με τον Ντανταϊσμό- φλερτάροντας με τον Μηδενισμό- και τον Σουρεαλισμό), αλλά επεκτάθηκε αργότερα και σε επίπεδο φιλοσοφίας και επιστήμης (Φουκώ, Λυοτάρ, Μποντριγιάρ κ.α), ιδίως μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, οπότε και απέκτησε πια ένα καθαρό και ολοκληρωμένο σώμα αντιλήψεων, το οποίο και διαδόθηκε ευρέως στον κόσμο.
Αν και ο Μεταμοντερνισμός συνήθως κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν πως ιδεολογία = παρωχημένη προκατάληψη και οι ακαδημαϊκοί αυτού του τύπου συνήθως θεωρούν τους εαυτούς τους «υπαράνω πάσης τέτοιας προκατάληψης» (έτσι υποτίθεται γίνονται «αντικειμενικοί» και «υπεράνω δογμάτων και ιδεολογιών»), οπότε δεν υφίσταται επιστημονική (πόσο μάλλον επαναστατική) ιδεολογία για αυτούς, θα προσπαθήσω να εκθέσω παρακάτω κάποια από τα ιδεολογήματα που εκτιμώ ότι διαμορφώνουν την ιδεολογία του Μεταμοντερνισμού, το δικό τους δόγμα (σημειώνω εκ των προτέρων πως κάποια από αυτά προϋπήρχαν και κάποια τα έχουν οικειοποιηθεί διάφορες ομάδες με συγκεκριμένη ιδεολογία, π.χ φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες, φασίστες κ.α. Αυτό μας υποδεικνύει: 1) ότι τα ιδεολογήματα αυτά έχουν διαχυθεί μέσα σε διάφορες ιδεολογίες και 2) τη συνέχεια και τη σύνδεση που έχει ο Μεταμοντερνισμός με τις άλλες συστημικές ομάδες και το εκμεταλλευτικό σύστημα που τον αξιοποιεί για χάρη του. Επίσης σημειώνω πως μέσα σε αυτά τα ιδεολογήματα υφίσταται και μια θετική πλευρά για την οποία κάνω κάποιες νύξεις σε ορισμένα σημεία).
10 μεταμοντέρνες ιδεοληψίες:
1η) «Δεν υπάρχει μία ενιαία αντικειμενική πραγματικότητα που διέπεται από νόμους, οι οποίοι καθορίζουν τη ζωή και που μπορούν να ανακαλυφθούν από τον άνθρωπο. Ο καθένας αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα από τη δικιά του μοναδική οπτική, αφού αποτελεί και ένα μοναδικό ον με μία μοναδική ζωή» (οπότε θα λέγαμε πως μάλλον υπάρχουν τόσες πραγματικότητες όσα και υποκείμενα; Εδώ πάλι θα λέγαμε πως θυμίζει τον Ρομαντισμό λόγω του υπερτονισμού της ύπαρξης του Εγώ).
2η) «Όποιος προσπαθεί να εξηγήσει τον κόσμο καθολικά και απόλυτα φέρεται αλαζονικά έως αυταρχικά και τείνει προς τον δογματισμό και τον ολοκληρωτισμό». Αυτή η αντίληψη προέκυψε από την αντίθεση των μεταμοντέρνων στις μεγάλες κοσμοθεωρίες («μετα-αφηγήσεις») που εμφανίστηκαν μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως των Εθνικισμών, του Φασισμού και του Κομμουνισμού που προσπάθησαν να εξηγήσουν τη συνέχεια της κοινωνικής κίνησης από τα αρχαία χρόνια μέχρι τη σύγχρονή τους εποχή. Έτσι ανέπτυξαν την κριτική της ιδεολογίας, όμως τσουβάλιασαν αυτές τις τρεις μορφές ιδεολογίας και έθεσαν τις βάσεις για την επόμενη ιδεολοψία.
3η) «Η αστική δημοκρατία, το φασιστικό κράτος και η δικτατορία του προλεταριάτου αποτελούν μορφές ολοκληρωτικής πολιτικής και (κατ’ επέκταση) κοινωνίας» (η πρώτη ίσως λίγο λιγότερο και πιο συγκαλυμμένα). Έτσι τίθενται οι βάσεις για τη μελέτη του ολοκληρωτισμού, αλλά και για τη θεωρία των «Δύο Άκρων» (με πρωτεργάτη τη Χάνα Άρεντ).
4η) «Αυτές οι τρεις μορφές κοινωνίας χαρακτηρίζονται από μαζική τυποποιημένη παραγωγή που υποβαθμίζει τα προϊόντα του πολιτισμού και παράγει έναν λαό από πειθήνια πρόβατα (έναν «αποχαυνωμένο όχλο») που δεν έχει κριτική σκέψη και είναι έρμαιο της εξουσίας». Αν και με αυτόν τον τρόπο ασκεί κριτική στον αστικό πολιτισμό και στη μερική ευθύνη των λαών, ο Μεταμοντερνισμός έτσι δαιμονοποιεί ταυτόχρονα τη μαζική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, την τυποποίηση (ασχέτως περιεχομένου), ενώ στο βάθος της ίδιας αντίληψης υποβόσκει εκείνη που θεωρεί πως ό,τι είναι μαζικό είναι και υποχείριο της εξουσίας (δηλαδή αν οι μάζες υποστηρίξουν τον αντιφασισμό και τον διεθνισμό- που οι ίδιοι οι μεταμοντέρνοι υποτίθεται πως υποστηρίζουν- είναι υποχείρια της εξουσίας;). Επίσης εμφανίζει έτσι τους λαούς σαν να ήταν πάντα υπόδουλοι στον αστικό πολιτισμό της τυποποίησης (κάτι που έχει ως συνέπεια να περνάει στον κόσμο η εικόνα πως οι λαοί είναι γενικά τα πρόβατα της εξουσίας), απαξιώνοντας έτσι την έννοια του Κυρίαρχου Λαού που απέδειξαν οι λαοί ιστορικά με τις μεγάλες τους αντιστάσεις και νίκες απάνεντι στο σύστημα.
5η) «Οι ηγέτες και τα κόμματα είναι δημαγωγοί και ο σκοπός τους είναι να παραπλανούν τις μάζες για την εξυπηρέτηση ιδιοτελών συμφερόντων». Δεν θα διαφωνούσαμε με τους φίλους μας του μεταμοντέρνους αν μπροστά από τη λέξη «ηγέτες» έβαζαν τον προσδιορισμό «αστοί» ή «φασίστες», γιατί ο Τσε, ο Λένιν και ο Βελουχιώτης δεν ήταν τέτοιοι ηγέτες (το ίδιο και τα κόμματά τους). Υπάρχουν και οι επαναστάτες ηγέτες και τα επαναστατικά κόμματα.
6η) “Ο καθένας πρέπει να αποδέχεται τον εαυτό του «ως έχει» και να αγαπά τον άλλον «ως έχει»”. Αν και ακούγεται όμορφη η συγκεκριμένη φράση και συνεισφέρει κάπως στην ψυχολογική αυτοεκτίμηση και την ενσυναίσθηση, κρύβει το εξής: ότι ο άνθρωπος σήμερα «ως έχει» αποτελεί ένα υποβαθισμένο προϊόν της εκμεταλλευτικής κοινωνίας και αν παραμείνει έτσι δεν θα ζήσει ποτέ ευτυχισμένα (το να ζει κάποιος μίζερα και όχι ολόπλευρα φέρνει αντικειμενικά τη δυστυχία, όσο και αν «αποδεχτείς τον εαυτό σου ως έχει» ή όσο και αν σε αποδέχεται ο άλλος με τον ίδιο τρόπο). Επομένως δεν αρκεί η εκτίμηση του εαυτού στο επίπεδο που βρίσκεται σήμερα (κάτι που μειώνει και την διεκδικητικότητά του), αλλά χρειάζεται ο αγώνας για μία άρτια ζωή που θα οδηγεί στην ψυχοσωματική ολοκλήρωση. Περαιτέρω θα μπορούσα να αγαπήσω τον άλλον «ως έχει» αν με καταπιέζει και με εκμεταλλεύεται (μήπως ο κόσμος έπρεπε να αγαπήσει και τον Χίτλερ «ως είχε»); Έναν συνάδελφό μου θα τον δεχτώ με τα στραβά του και θα τον συμπονώ για τα προβλήματα που τον βασανίζουν, αλλά αν είμαι πραγματικός του φίλος: 1) θα του μιλώ (με ευλάβεια) και για τις αδυναμίες του (γιατί ο πραγματικός φίλος θέλει να δει τον φίλο του πιο δυνατό και άρα πιο χαρούμενο) και 2) θα διαφωνώ μαζί του αν οι απόψεις του συγκαλύπτουν τις ευθύνες των αφεντικών (που στην τελική τον κάνουν να υποφέρει).
7η) Κατ’ επέκταση του παραπάνω “ο καθένας πρέπει να αγαπά τον πολιτισμό του άλλου «ως έχει»”. Αν και αυτή η φράση ακούγεται ανθρωπιστική και προωθεί κάπως τον διεθνισμό, κρύβει πάλι το εξής: ότι οι πολιτισμοί ενέχουν σήμερα αντιδραστικά στοιχεία τα οποία πρέπει να παύσουν (π.χ στον δυτικό αστικό πολιτισμό τα σεξιστικά πρότυπα ή στον αραβικό κόσμο η εξώφθαλμη καταπίεση της γυναίκας- αυτά πρέπει κανείς να τα αποδεχτεί «ως έχει» και να τα αγαπήσει; Η αντίδραση εδώ φόρεσε τα άμφια του αντιρατσισμού.)
8η) «Ο δυτικός κόσμος είναι ένας κόσμος όπου η ανθρωπότητα «έχει αποτύχει». Αυτό υποτίθεται μας διδάσκει πως «δεν υφίσταται καμία απόλυτη πρόοδος (η πρόοδος είναι πάντα σχετική)» και ότι «η εξέλιξη είναι ένα παρωχημένο θεωρητικό αφήγημα που έχει καταρριφθεί». Αν και αυτή η άποψη εκφράζει την αύξηση της σχετικής εκμετάλλευσης μέσα στην ταξική κοινωνία, μηδενίζει όλη την πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέσα σε αυτή (οικονομική, πολιτική, πολιτισμική) και κατ’ επέκταση συγκαλύπτει το ότι υπάρχουν οι κοινωνικές δυνάμεις για το πέρασμα σε μία ανώτερου τύπου κοινωνία. Η παραπάνω άποψη δε όταν συνδυαστεί με εκείνη που θέλει τον άνθρωπο να εκκινεί την ιστορία του από την ταξική κοινωνία, τότε προκύπτει το συμπέρασμα ότι «ο άνθρωπος θα ζει για πάντα μέσα στην εκμετάλλευση».
9η) «Οι άνθρωποι στη δυτική κοινωνία ζουν αποξενωμένα και υπερκαταναλώνουν για να γεμίσουν το ψυχικό κενό που έχει επιφέρει η μίζερη ζωή τους». Αν και αυτή η θέση ασκεί κριτική στην αλλοτρίωση που επιφέρει η αστική κοινωνία και επιχειρεί να μιλήσει για τις ψυχικές προεκτάσεις της, ωστόσο κάνει μία λάθος γενίκευση, διότι δεν υπερκαταναλώνουν όλοι οι άνθρωποι. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται να επιρριφθούν ευθύνες (π.χ της σπατάλης και της οικολογικής καταστροφής) σε όλους τους ανθρώπους (π.χ έτσι δίνεται τροφή σε κάποιους υποτιθέμενους οικολόγους να λένε πως «ο άνθρωπος είναι χειρότερος από τα ζώα»). Αλήθεια το ίδιο καταναλώνει ένας άνεργος, ένας φοιτητής ή ένας εργαζόμενος με έναν μεγιστάνα που στην κόντρα του με τους άλλους κατασπαταλά τους πόρους της φύσης;
(Φαίνεται πως είναι τέτοια η προπαγάνδα για την υποτιθέμενη υπερκατανάλωση που έχει φτάσει στο σημείο να θεωρείται πως η απόκτηση κινητού, υπολογιστή ή αυτοκινήτου συνιστά πολυτέλεια- για να μην αναφερθούμε σε ανώτερες ανάγκες του ανθρώπου όπως οι αισθητικές. Από αυτόν τον χορό της μεταμοντέρνας υποκρισίας επωφελείται και η εκκλησία για να μας ψάλλει το δικό της τροπάριο περί «άπληστου ανθρώπου που κυνηγά διαρκώς τις υλικές απολαύσεις και δημιουργεί νέες που τον αφήνουν πάντα ακόρεστο εσωτερικά» (αντίστοιχες αντιλήψεις μπορούμε να εντοπίσουμε και σε φασιστικές ή αναρχικές ομάδες). Αν και θα μπορούσε κανείς να γράψει πολλά για την αντιδραστικότητα αυτής της θέσης, θα αρκεστώ εδώ σε δύο παρατηρήσεις:
1ον) Το να θέλει ο άνθρωπος να ζει πιο ποιοτικά δεν τον καθιστά απαραίτητα άπληστο. Η ανάπτυξη των αναγκών υποδηλώνει τον εμπλουτισμό της ζωής με νέες πλευρές που κάνουν τον άνθρωπο ποιοτικά ανώτερο και τον οδηγούν προς την όλο και μεγαλύτερη ολοκλήρωσή του. Το να αρέσκεται ένας άνθρωπος να ζει «απλά» και «χωρίς πολλά» του καλλιεργεί μεν το ήθος της εκτίμησης των όσων έχει, ωστόσο του μειώνει την διεκδικητικότητα, αποδέχεται τη μίζερη ζωή, αφήνει τους λίγους να κλέβουν τον πλούτο που παράγουν οι πολλοί και βάζει έτσι εμπόδια στην ψυχοσωματική του ανάπτυξη- πράγμα που κάνει κάποιον να μη ζει τόσο ευτυχισμένα όσο θα μπορούσε να ζήσει και αυξάνει αντικειμενικά την πιθανότητα να ζει δυστυχισμένος. Περαιτέρω τίθεται το θέμα του ποιον εκτιμά για αυτά τα (έστω και λίγα) που έχει (Τον «Θεό»; Τους συγγενείς του; Τον κόσμο της εργασίας; Οπότε εδώ προκύπτει το ιδεολογικό ζήτημα).
2ον) Η ψυχική ευδαιμονία (για την οποία τόσο αρέσκονται να μιλούν παπάδες, μεταμοντέρνοι, αναρχικοί κ.α) και η ψυχική ανάπτυξη είναι άρρηκτα δεμένες με την υλική ευημερία. Η τελευταία αν και δεν είναι ο αποκλειστικός παράγοντας για το ψυχικό γέμισμα, ωστόσο είναι απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό. Ένας άνθρωπος που πεινά, που δεν έχει ρούχα, που τρέχει πίσω από χρέη μπορεί να είναι ευτυχισμένος; Όχι πως η λύση αυτών των προβλημάτων επιφέρει άμεσα την ευτυχία, αλλά ανοίγει τον δρόμο για αυτό. Η ευτυχία (και εννοώ το να ζει κανείς με το μέγιστο δυνατό πάθος και τη μέγιστη δυνατή χαρά που μπορεί να αντλήσει από τη ζωή) επέρχεται μέσα από την ψυχοσωματική ολοκλήρωση του ανθρώπου, μέσα από τη διέλευση μιας σειράς σταδίων στη ζωή μας (που αφορούν από την αναλογικά ορθή στάση του σώματος και τη μάθηση της γλώσσας μέχρι την επίτευξη καινοτομιών σε διάφορους τομείς, τη δημιουργία οικογένειας και τη διαμόρφωση βαθιά δημιουργικών σχέσεων με τους συνανθρώπους μας που χαρακτηρίζονται από αληθινή αγάπη- στα οποία έχω αναφερθεί σε άλλα άρθρα στο παρελθόν).
10η) «Η ζωή των ανθρώπων είναι ένα κοινωνικό κατασκεύασμα». Αν και με αυτή τη θέση ασκείται κριτική στον βιολογικό αναγωγισμό (ή ντετερμινισμό) που είχε κυριαρχήσει μέχρι τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο (στους ναζί και πολλές φορές στο αστικό στρατόπεδο), αλλά τον συνατούμε ακόμα και σήμερα, και αναδεικνύεται έτσι ο πρωτεύων ρόλος της (εκμεταλλευτικής) κοινωνίας και του πολιτισμού στη διαμόρφωση της ζωής (έναντι και της ατομοκρατικής λογικής, πέραν του βιολογικού αναγωγισμού), ωστόσο αυτά τα δύο τίθενται ως αφετηριακά δεδομένα, δίχως να εξηγείται το πώς φτάσαμε σε αυτά. Για παράδειγμα συνηθίζεται να λέγεται ότι οι ρόλοι των δύο φύλων είναι στερεότυπα που δημιούργησε ο πατριαρχικός πολιτισμός στην εκάστοτε εποχή μέχρι σήμερα, δίχως ποτέ να εξηγείται τελικά πως εμφανίστηκε η πατριαρχία ιστορικά και ποιες είναι οι αιτίες που την παράγουν (αρνούνται να εστιάσουν στις αιτίες που οδηγούν από την πρωτόγονη αταξική κοινωνία στην ταξική). Οπότε, ενώ από τη μία την πολεμούν, από την άλλη συμβάλουν έμμεσα στην αναπαραγωγή της (έτσι καταλήγουν στην ουσία πάλι- αν και έμμεσα- σε έναν ψυχοβιολογικό αναγωγισμό, αφού με βάση την παραπάνω λογική δεν μπορεί να εξηγηθεί κοινωνικο-ιστορικά η μετάβαση στην πατριαρχία, οπότε οι μόνοι παράγοντες που απομένουν για να εξηγηθεί το φαινόμενο είναι ο βιολογικός και ο ψυχολογικός- «έτσι ήταν και είναι ο άνθρωπος στην τελική»).
Ο Μεταμοντερνισμός σήμερα έχει διαχυθεί έντονα τόσο στο εκπαιδευτικό σύστημα, όσο και στην τέχνη (ειδικά σε ταινίες και σειρές) και αν και από τη μία διαδίδει ορισμένες θετικές αξίες (όπως η αυτοεκτίμηση, η ενσυναίσθηση, ο κοσμοπολιτισμός, η κοινωνιολογική κριτική, η ψυχολογική διείσδυση) που πρέπει να διατηρηθούν, από την άλλη τις διαδίδει με τέτοιο τρόπο που τελικά φέρει πολύ μεγάλες ευθύνες για την παθητικότητα και την απόγνωση που εκφράζουν πολλές φορές μεγάλες μερίδες του κόσμου με αποτέλεσμα να θέτει σοβαρά εμπόδια στην ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος και να δίνει τροφή τελικά σε αυτό που υποτίθεται ότι πολεμάει, στη συντήρηση και την αντίδραση. Για να αντιμετωπισθεί χρειάζεται η καλή μελέτη του φαινομένου και η τεκμηριωμένη αντίκρουσή του σε όλα τα επίπεδα του αστικού πολιτισμού στα οποία έχει διεισδύσει.
Γιώργος Βαξεβάνης