Ο ιός και ο υιός…
Μόνον στα Ελληνικά βρίσκεις αυτήν τη φριχτή συνήχηση
Έρχεται πείνα. Έρχεται κι εμβόλιο. Έρχεται ανεργία. Έρχεται και πόλεμος. Ξεφτιλίστηκαν οι τιμές των καυσίμων. Ξεφτιλίστηκε κι η ανθρώπινη ζωή. Μόνον στα Ελληνικά όμως βρίσκεις αυτήν τη φριχτή συνήχηση: Ο ιός κι ο υιός. Σε μια παγκοσμιοποιημένη νοσηρότητα και μια κυρίαρχη βαρβαρότητα βρίσκω καταφύγιο στην υπέροχη φράση του ποιητή, πατρίδα μου είναι η γλώσσα μου. Και πατάω έτσι, πέρα από το άκουσμα της συνήχησης, για να γεφυρώσω την άβυσσο της αντίθεσης στην ουσία και την πραγματικότητα των λέξεων. Εξ ορισμού ο ιός είναι ένα φριχτό παρόν, είναι αόρατος στο μάτι, στην ψυχή, ως και στο κορμί, ίσαμε τη στιγμή που μπορεί να μετατραπεί σε τέρας και να σε καταπιεί. Οχι απλά ως κορμί. Κι ως υπόσταση αυτή καθαυτή, όταν ακούς πως επειδή τον συνάντησες μπορεί και να σκοτώσεις κάποιον άλλον. Αν επιζήσεις μπορεί να γίνεις και πειραματόζωο, κι ενδεχομένως ένας άνθρωπος που ζει σ’ έναν κόσμο που δεν ξέρει για να τον διατηρήσει ή να τον αλλάξει.
Κι είναι αυτή η ρημάδα η εποχή της τεχνολογικής εξέλιξης χαοτικά φλύαρη και σ’ ένα βαθμό πνιγηρή, καθώς ένας όγκος πληροφοριών, πιο ψηλός κι απ’ τα Ιμαλάια, κι ένας ωκεανός από απόψεις, πιο μεγάλος κι από όλους μαζί της Γης, που έρχονται καθημερινά και κρύβουν εκείνα τα ψήγματα από τα οποία μπορείς να κρατηθείς και να λάμψει το σκοτάδι. Πού πήγε η χαρά; Πόσο θα ζούμε χωρίς αγκαλιά; Τι γεύση έχει το σάλιο του αγαπημένου στο φιλί; Πότε θα πάψει το χάδι να είναι οφθαλμοπορνεία; Λες και σκόρπισαν χύμα οι αγωνιώδεις ερωτήσεις, καμιά φορά περιβεβλημένες την αθωότητα των μικρών παιδιών που βγαίνουν απ’ τη μήτρα κλαίγοντας, και πασχίζουν να ζήσουν παίζοντας και γελώντας το παιχνίδι της ζωής κι ας ξέρουν πως το τέλος είναι και δεδομένο και ίδιο για όλους.
Παρά ταύτα επιμένω πως στη συνήχηση του ιού και του υιού είναι που πρέπει να παρέμβουμε, απ’ το παρόν ως το μέλλον, και μάλιστα άμεσα, εδώ και τώρα, για να μη γίνουμε διαχειριστές της επιβίωσης, αλλά δημιουργοί καλύτερης ζωής. Έτσι αναρωτιέμαι πόσο γρήγορα πρέπει να ανοίξουμε τη συζήτηση για την ελευθερία του ανθρώπου. Κόντρα στο ρεύμα, το κυρίαρχο, που θέλει να μιλάμε για τα προβλήματα της ελεύθερης αγοράς, που πρέπει να λυθούν από αιχμαλωτισμένους ανθρώπους. Αιχμαλωτισμένους από τους φόβους τους, τ’ αφεντικά, την τύχη κι άλλα τέτοια που ρίχνονται στο τραπέζι των λέξεων. Γιατί την εργασία τη σβήσαμε αποδεχόμενοι την απασχόληση, αλλά τη ρίζα της στο έργο την κρατήσαμε στην ανεργία που θεριεύει.
Προτείνω ν’ αρχίσουμε αποτινάσσοντας την εύκολη, γενικευμένη, ύπουλη απειλή «ο κόσμος δεν πρόκειται να είναι ποτέ ο ίδιος». Σιγά ωρέ! Και πότε έπρεπε να μείνει, και πότε έμεινε ίδιος ο κόσμος. Θέλει προσοχή αυτός ο τοίχος στην ομορφιά, την εξέλιξη, τη συλλογική εμπειρία και συνείδηση, τον πλούτο της γνώσης και των τεχνικών μέσων, που υψώνουν οι χειραγωγοί των μαζών, για να διευρύνουν πάνω στο κύμα της αρνητικής συγκυρίας την εξουσία τους σε βάρος της ελευθερίας μας.
Άλλωστε, ο χρόνος δε δείχνει ποτέ από μόνος του τίποτα. Τον αντιλαμβανόμαστε μόνον ως φθορά. Τον νικάμε μόνο με δράση, συμπυκνώνοντας πολλές φορές σε μια στιγμή μια ολόκληρη ζωή. Δε λέω καλό καλοκαίρι γιατί έρχεται ερήμην μας, και δεν πιστεύω ότι χορταίνει κανείς, αγνοώντας ότι είναι κι εποχή θερισμού…
Σημείωση: Το άρθρο της Λιάνας Κανέλλη αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 16-17/5/2020