Ο κίνδυνος της αντοχής στα αντιβιοτικά (ή οι συνέπειες της απουσίας κοινωνικής ιατρικής)
Η αλήθεια είναι πως εδώ και αρκετό χρονικό διάστημα η Ελλάδα βρίσκεται στις χώρες με τα μεγαλύτερα ποσοστά μικροοργανισμών ανθεκτικών σε αντιβιοτικά κοινής χρήσης. Γιατί τώρα λοιπόν να αποτελεί είδηση σε κανάλια και πρώτης γραμμής αρθρογραφία στην Καθημερινή;
Αρκετός λόγος γίνεται τελευταία για την κατάχρηση των αντιβιοτικών τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και στη χώρα μας. Η αλήθεια είναι πως εδώ και αρκετό χρονικό διάστημα η Ελλάδα βρίσκεται στις χώρες με τα μεγαλύτερα ποσοστά μικροοργανισμών ανθεκτικών σε αντιβιοτικά κοινής χρήσης. Γιατί τώρα λοιπόν να αποτελεί είδηση σε κανάλια και πρώτης γραμμής αρθρογραφία στην Καθημερινή; Η αφορμή είναι σίγουρα μία νέα έκθεση του ECDC (ευρωπαϊκού κέντρου για τον έλεγχο των λοιμώξεων), η οποία βέβαια επιβεβαιώνει τις προηγούμενες αναφορές. Η πραγματική αιτία, άγνωστο, ίσως να αποτελεί απλή σύμπτωση, ίσως μια ευκαιρία για να μπει από την πίσω πόρτα η χρήση ελέγχου και περιορισμού των διαγνωστικών εξετάσεων και των θεραπευτικών πλάνων (DRG), η οποία φυσικά θα γίνει με οικονομοτεχνικούς και όχι επιστημονικούς όρους.
Η λύση που αναφέρει η δημοσιογράφος της Καθημερινής, Πέννυ Μπουλτουτζά, στο άρθρο Υπονομεύεται η ασφάλεια των ασθενών στα ελληνικά νοσοκομεία έχει και πάλι ενδιαφέρον καθώς αναφέρει τους λοιμωξιολόγους και μια σειρά πρωτοβουλιών καταγραφής από τον προαναφερθέντα ευρωπαϊκό οργανισμό. Αυτή η αντίληψη συμπυκνώνει τη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη θεώρηση ατομικότητας ακόμα και στα φαινόμενα υγείας. Μόνο που τα βασικά προβλήματα υγείας δεν είναι ατομικά, αλλά συλλογικά. Στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι πρόβλημα που αφορά έναν γιατρό που τον πιέζουν οι ασθενείς του να συνταγογραφεί φάρμακα, δεν είναι θέμα έλλειψης στατιστικής καταγραφής, είναι δομικό πρόβλημα της πολιτικής υγείας.
Η πολιτική υγείας που ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση, όπως και το σύνολο της ευρωπαϊκής ένωσης, έχει ως επίκεντρο τη μεγιστοποίηση του κέρδους και την ιδιωτική λειτουργία των υπηρεσιών υγείας, οπότε μόνο και μόνο από αυτό καθίσταται αδύνατο να περιοριστεί η επιρροή των φαρμακευτικών εταιρειών στον ιατρικό κλάδο και στα νοσοκομείο, και άρα εμμέσως και στη διαπαιδαγώγηση του πολίτη ως προς την ορθή χρήση των αντιβιοτικών. Αντίστοιχα η εμμονή στην κερδοφορία των ιατρικών πράξεων έχει οδηγήσει στην επικράτηση του θεραπευτικού έναντι του προληπτικού πλαισίου. Χαρακτηριστική είναι η καμπάνια του υπουργείου υγείας για τα απογευματινά χειρουργεία, λες και όλο το σύστημα υγείας βασίζεται στην επεμβατική αντιμετώπιση. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται μια ελίτ ειδικοτήτων ενώ άλλες είναι υπό αφανισμό.
Μια από αυτές είναι και η ειδικότητα της δημόσιας υγείας και κοινωνικής ιατρικής, η οποία ουσιαστικά μελετά τις ασθένειες και τα προβλήματα υγείας σε μακροεπίπεδο, με επίκεντρο κοινωνικά σύνολα υπό συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες. Όσο αυτή η λογική δεν ενσωματώνεται ούτε στις πολιτικές υγείας ούτε καν σε επίπεδο εκπαίδευσης, είναι αδύνατο να μιλάμε για ένα ουσιαστικό πρόγραμμα φαρμακοεπαγρύπνησης, στην παρακολούθηση και τον εξορθολογισμό δηλαδή της χρήσης αντιβιοτικών. Όσο δε γίνεται αυτό τόσο θα επαναλαμβάνονται οι αναφορές κινδύνου, οι οποίες θα συνοδεύονται από ευχολόγια και όχι από ουσιαστικά μέτρα. Μέχρι να υπάρξει ένα σημείο που δε θα υπάρχουν χρήσιμες αντιβίωσης μαζικής χρήσης και υπερανθεκτικά μικρόβια μαζικής απειλής.
Υπερβολή; Σενάρια επιστημονικής φαντασίας; Σίγουρα λιγότερο από την περίπτωση της βιοτρομοκρατίας που αναφέρει άλλο άρθρο της Καθημερινής, Τα ανθεκτικά μικρόβια δεν κάνουν διακρίσεις, της δημοσιογράφου Τασούλας Επτακοίλη, συνοδευόμενο από ιστορίες Ελλήνων και Ελληνίδων που δουλεύουν στο εξωτερικό, στον ECDC. Όχι γιατί δε θα μπορούσε να συμβεί, αλλά γιατί δε χρειάζονται τρομοκράτες για να συμβεί, το κάνει το αστικό κράτος και η επιχειρηματικότητα από μόνα τους. Για αυτό δεν διατυπώνεται καμία απορία ούτε για το γιατί δεν υπάρχουν αντίστοιχες υπηρεσίες στην Ελλάδα ούτε γιατί όλες αυτές οι αναφορές σχολιάζουν μόνο τη συμπεριφορά του πολίτη και ποτέ τις ευθύνες του υπουργείου και της κυβέρνησης.
Ο κίνδυνος μιας μικροβιακής επέλασης χωρίς υπαρκτή αντιμετώπιση φάνηκε και από την πρόσφατη πανδημία. Και δυστυχώς σε ένα βαθμό ξεχάστηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ο κίνδυνος όμως παραμένει υπαρκτός, και θα γίνει ακόμα μεγαλύτερος όσο στη ζυγαριά το κέρδος μετράει περισσότερο από τη ζωή.
Πάνος Χριστοδούλου, Βιοπαθολόγος/Εργαστηριακός Ιατρός, Ιατρός Δημόσιας Υγείας και κοινωνικής Ιατρικής, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, MSc Διατροφής, Τροφίμων και Μικροβιώματος, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης