Ο κόσμος του τίποτα
Τα πνιγμένα «θέλω» και οι καταπιεσμένες-ανεκπλήρωτες επιθυμίες και ανάγκες των ανθρώπων άλλωστε γεννούν τέτοιου είδους ερωτήματα: Τι φορούσε; Προκάλεσε με τον τρόπο της; Γιατί βγήκε με κάποιον που δεν γνώριζε; Τι δουλειά είχε σε σουίτα ξενοδοχείου; Γιατί δεν κοιτάει να βρει έναν σύζυγο να τακτοποιηθεί; Δεν βλέπει εμάς που νοικοκυρευτήκαμε;
Με αφορμή τα όσα βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας, σχετικά με την υπόθεση κυκλώματος μαστροπείας στην Θεσσαλονίκη, ένας δυνατός κόμπος με πιάνει στο στομάχι. Δεν θα πω ότι πέφτω από τα σύννεφα.
Το βαρέλι δεν έχει πάτο και η ιστορία εις τους αιώνες των αιώνων το έχει δείξει περίτρανα. Γόνοι πλουσίων, επιχειρηματίες, κυκλώματα που δρουν ανενόχλητα, celebrities και influencers υπεράνω πάσης υποψίας καθώς και πολιτικά πρόσωπα με πρεστίζ κινούν τα νήματα όλα αυτά τα χρόνια, ώστε να διαιωνίζονται φαινόμενα ασυδοσίας και trafficking στη χώρα.
Η κοινωνία η οποία διερωτάται ακόμη με περίσσια επιμονή: Της άξιζε; Τι να φορούσε; Μήπως τον προκάλεσε; Γονείς δεν είχε; Φίλους και συγγενείς να την μαζέψουν; Τι γύρευε άραγε μια νεαρή κοπέλα εκείνη τη νύχτα σε ένα πάρτι ξενοδοχείου; Είναι η ίδια κοινωνία που μας μεγάλωσε και μας γαλούχισε με το «τι θα πει ο κόσμος;».
Εκείνος ο κόσμος που μας πιέζει από τη στιγμή της γέννησής μας σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας.
Εκείνος ο κόσμος που τάχα μου νοιάζεται για την προσωπική μας και επαγγελματική μας εξέλιξη. Που μας ρωτά συνεχώς σχεδόν απαιτητικά και πιεστικά γιατί δεν έχουμε σύντροφο, τι πάει λάθος πια με εμάς; Εάν έχουμε γιατί δεν συνάπτουμε γάμο; Πού κολλάει το πράγμα; Αν έχουμε συνάψει γάμο γιατί δεν τεκνοποιούμε; Τι στο διάολο φταίει;! Χωρίσαμε; Γιατί; Τι συνέβη; Πρέπει να διαλευκανθεί και να περάσει από οικογενειακό συμβούλιο τύπου «στα λέγαμε εμείς», «δεν ήταν εκείνος για εσένα», «δεν ήταν εκείνη για σένα», «έτσι όπως τα έκανες μόνος/η σου θα μείνεις».
Εκείνος ο κόσμος που μας κρίνει συνεχώς, μας μειώνει, κουτσομπολεύει και κουνάει το δάχτυλο με τις επιλογές μας λες και θέλαμε όλοι και όλες μας άδεια για το τι θα κάνουμε στις δικές μας ζωές, εκείνος ο κόσμος που θα σε στήσει στον τοίχο επειδή δεν είσαι σαν τους άλλους, και σε παρακινεί να μπεις και συ στο καλούπι τους, να μην παρεκκλίνεις για να μη στιγματιστείς, να μην περιθωριοποιηθείς, να μη σε ρίξουν στον Καιάδα. Πρέπει να είσαι πάντα χαρούμενος, πάντα χαμογελαστός, πάντα ευτυχισμένος, πάντα δοτικός, πάντα καλά για τους άλλους, πάντα με το ρεύμα.
Εκείνος ο κόσμος που ασχολείται διακαώς με τις ζωές των άλλων όχι όμως με τη δική του, ο κόσμος των συμβιβασμών, του «πρέπει», της επιφανειακής πολιτικής ορθότητας, της ενδοοικογενειακής βίας, των σεξουαλικών κακοποιήσεων, των έμφυλων διακρίσεων, της ομοφοβίας, ο κόσμος της αγίας ελληνικής οικογένειας, της ματσίλας και της πατριαρχίας, της ομερτά και της συγκάλυψης σε κλειστές κοινωνίες, της σαπίλας και της διαφθοράς.
Αυτός είναι ο κόσμος που διερωτάται λοιπόν. Τα πνιγμένα «θέλω» και οι καταπιεσμένες-ανεκπλήρωτες επιθυμίες και ανάγκες των ανθρώπων άλλωστε γεννούν τέτοιου είδους ερωτήματα: Τι φορούσε; Προκάλεσε με τον τρόπο της; Γιατί βγήκε με κάποιον που δεν γνώριζε; Τι δουλειά είχε σε σουίτα ξενοδοχείου; Γιατί δεν κοιτάει να βρει έναν σύζυγο να τακτοποιηθεί; Δεν βλέπει εμάς που νοικοκυρευτήκαμε; Γιατί κυκλοφορεί μια γυναίκα μόνη έξω τη νύχτα; Μήπως τα ήθελε ο κώλος της;
Για όλα αυτά και για όλα εκείνα τα: Τι δουλειά είχε ένα 15 χρόνο στα Εξάρχεια; Τι γύρευε ο Ζακ σε ένα κοσμηματοπωλείο και ο Σαχζάτ Λουκμάν στην χώρα μας; Τι δουλειά είχε ο Βασίλης Μάγγος να διαδηλώνει;
Για όλες εκείνες τις γυναικοκτονίες και τις κακοποιητικές συμπεριφορές που θα μπορούσαν να είχαν αποφθεχθεί αν δεν στεκόμασταν άπραγοι πίσω από την κλειδαρότρυπα και τις κλειστές πόρτες του «Σώπα» και για ακόμη περισσότερα ο κόσμος αυτός είναι ο κόσμος του τίποτα.
Σε αυτόν τον κόσμο εμείς δεν έχουμε καμία θέση. Εμείς ανήκουμε σε εκείνον τον κόσμο του Γιάννη Ρίτσου που γλυτώνει από ένα δάκρυ έναν άνθρωπο και υψώνει ένα μέτρο το μπόι της ανθρωπότητας.