Ο λαϊκός θρήνος – αντιεπετειακό (;)
Τους είπαν κλέφτες, παραβατικούς, ληστές, κατσαπλιάδες, κλαρίτες, αντάρτες, ζορμπάδες και με χίλια δυο ακόμα ονόματα και παραονόματα. Όπως όμως κι αν τους ονόμασαν οι εξουσιαστές αυτοί ήταν οι απροσκύνητοι, οι περιφρονητές των αφεντάδων και οι πρωτομάχοι του ελεύθερου βίου σε καιρούς που λίγοι τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι…
Οι λαϊκοί ήρωες αυτοί που μάχονται για την προσωπική τους ελευθερία μα και για το δίκιο του αδικημένου ραγιά (όλων των εποχών) θα συγκινούν και θα συνεγείρουν πάντοτε τους λαϊκούς ανθρώπους που στο πρόσωπό τους νιώθουν τους δικούς τους “Προμηθέες”, εκείνους των “περήφανων ταπεινών” αυτού του τόπου.
Ο ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ ΤΩΝ ΑΓΡΑΦΩΝ ήταν ένας από αυτούς, μπορεί και το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτών, στα αδούλωτα ευρυτανικά κορφοβούνια της ανυποταξίας και της παλικαριάς.
Τους είπαν κλέφτες, παραβατικούς, ληστές, κατσαπλιάδες, κλαρίτες, αντάρτες, ζορμπάδες και με χίλια δυο ακόμα ονόματα και παραονόματα. Όπως όμως κι αν τους ονόμασαν οι εξουσιαστές αυτοί ήταν οι απροσκύνητοι, οι περιφρονητές των αφεντάδων και οι πρωτομάχοι του ελεύθερου βίου σε καιρούς που λίγοι τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι…
Μα ο λαός ήξερε και ξέρει. Ότι εκείνοι οι “ξεροκέφαλοι” και ανυπάκουοι ήταν και θα είναι οι προάγγελοι της συλλογικής λεφτεριάς γιατί πολύ απλά ξέρουν να παλεύουν πρώτα για τη δική τους αδιαπραγμάτευτη τιμή και αξιοπρέπεια. Ήξερε και ξέρει ο λαός ότι αυτοί ήταν και θα είναι οι πρωτοξεκινητάδες στην πορεία του Ανθρώπου από το σκοτάδι στο φως, τότε, τώρα κι αύριο…
Ο Λαϊκός Θρήνος για την Απώλεια ενός Παλικαριού απ’ αυτά, πόσω δε μάλλον ενός σαν τον Αλύγιστο Κατσαντώνη, αποτελεί μια ιδιαίτερη στιγμή Σεβασμού και Τιμής.
Γι’ αυτό και επιλέξαμε -και ενόψει 25ης- όχι ένα από τα συνηθισμένα “επετειακά” αφιερώματα, αλλά κάτι διαφορετικό…
Είναι ένα γραπτό του συμπατριώτη μας βραβευμένου Ευρυτάνα λόγιου Δημήτρη Σταμέλου (1931-2005) μέσα από το βιβλίο του, που κοσμεί και την προσωπική μας βιβλιοθήκη και φέρει τίτλο: “Κατσαντώνης η αποθέωση της παλικαριάς”, βιβλιοπωλείον της Εστίας και το οποίο συστήνουμε ανεπιφύλακτα στους αναγνώστες του “Ευρυτάνα ιχνηλάτη“.
Αναφέρεται στο θρήνο των απλών ανθρώπων για το χαμό του Αγραφιώτη σταυραετού μα και πως ο αυτός ο θρήνος γίνεται εν τέλει φλάμπουρο ξεσηκωμού στη λαϊκή ψυχή που γυρεύει παντού και πάντοτε τη δική της λύτρωση από κάθε είδους τυραννία ξένη και ντόπια…
*****
“Ο χαμός του Κατσαντώνη, αντιλάλησε σα βαρύ και πρωτάκουστο μοιρολόι σ’ ολάκερη την Ελλάδα. Ο μεγάλος ελευθερωτής, ο ακατανίκητος προστάτης των ραγιάδων, σφράγιζε με το μαρτυρικό του θάνατο, πάνω στα τριαντατρία ανθισμένα του χρόνια, την αξιοσύνη της ζωής του.
Μέσα ωστόσο στο πολύπικρο τραγούδι, αντιφέγγιζε η ελπίδα και θέριευε η απαντοχή. Το θλιβερό μαντάτο χύμηξε στις αγραφιώτικες κορφές, σα φθινοπωρινή νεροποντή κ’ έδερνε τη γης, βροχοτόπια και διάσελα και μικροπερίβολα, σπίτια και καρδιές, που όλα είχανε σκοτεινιάσει.
Γύρω στις φωτιές οι άνθρωποι κοίταζαν ο ένας τον άλλο και δε μιλούσαν. Τι να πουν; Ανησήκωναν μονάχα τα στηριγμένα στα γόνατά τους σκληρά και ροζιασμένα από τη δούλεψη χέρια τους και σκούπισαν τα μάτια τους. Κι όλο απλωνόταν ο θρήνος. Κι όλο μεγάλωνε το μίσος για τον τύραννο. Κι όλο στεριωνόταν μέσα τους η φλογισμένη λαχτάρα της λευτεριάς.
Όμως ετούτος ο θρήνος γινόταν αγάλι, ώρα την ώρα, σαρακατσάνικο, κλέφτικο τραγούδι. Κ’ ήταν σα να πήγαιναν σε γάμο, με διπλές και τρίδιπλες ζυγιές. Σα να κινούσανε με γερόντους, γριές, κοπέλες και νιούς πάνω στ’ άλογα και με το φλάμπουρο μπροστά για το περίτρανο γιορτάσι.
Για μια στιγμή φάνηκε σα να μαυροφόρεσε η γης ολάκερη. Μ’ άξαφνα πύργωσε πάλι η ζωή κ’ έγινε ποτάμι φουρτουνιασμένο ο πολύπικρος χαμός.
Σε τούτη τη γη τη δουλεμένη με τη λαχτάρα της λευτεριάς την αβασίλευτη δεν της πάει μαύρα μαντήλια να φοράει. Τόνιωθαν οι πικραμένοι κι άστραφτε στα μάτια η ελπίδα. Κι άστραφαν στον ήλιο που ξάνοιγε στις κορφάδες τα γιαταγάνια. Κι άστραφε ολούθε η παλικαριά κ’ η ομορφιά του Κατσαντώνη, έτσι καθώς ολοζώντανος, τρόμος της τουρκιάς, σιγουριά κι αποκούμπι του ραγιά, ανυψωνόταν και διαφέντευε τη μνήμη του λαού.”
Δείτε ακόμη: Δυο κόσμοι…