Ο Λεονάρδο Παδούρα και η ντροπαλή απολογία της αντεπανάστασης
Το πιο απογοητευτικό απ’ όλα δεν είναi η λυρικά δοσμένη και συγκρατημένη απολογία της αντεπανάστασης, αλλά ο ωκεανός κοινοτοπιών που τη συνοδεύει.
Ο Λεονάρδο Παδούρα είναι ίσως ο γνωστότερος Κουβανός συγγραφέας στο εξωτερικό, δημοφιλής και στη χώρα μας, την οποία επισκέπτεται αυτές τις μέρες στα πλαίσια του Ιβηρο-αμερικανικού φεστιβάλ, παραχωρώντας με την ευκαιρία και μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη στην ΕφΣυν. Ενδιαφέρουσα κυρίως από την άποψη ότι αποτυπώνει αρκετά καλά μια στάση που απαντάται και σε άλλους Κουβανούς αντικαθεστωτικούς διαννοούμενους, άλλοτε με λιγότερη κι άλλοτε με περισσότερη εκλέπτυνση στην επιχειρηματολογία. Η εναντίωση του Παδούρα στο σοσιαλιστικό καθεστώς της πατρίδας του δεν είναι βέβαια κάτι νέο, όπως διακρίνεται και μέσα από τα βιβλία του. Αυτό, όπως αναγνωρίζει κι ο ίδιος στη συνέντευξη, καθόλου δεν του στέρησε τη δυνατότητα να κερδίζει χρήματα από τις διεθνείς πωλήσεις των βιβλίων του, ή να κάνει συνεχή ταξίδια στο εξωτερικό, εξάλλου πλέον οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί έχουν αρθεί όπως σημειώνει κι ο ίδιος για όλος τους κατοίκους. Ο ίδιος τονίζει εμφατικά ότι ήταν επιλογή του να παραμείνει στο νησί παρότι θα μπορούσε να μετακομίσει στην Ισπανία, διαθέτοντας πια διπλή υπηκοότητα.
Το πρόβλημα με τον Παδούρα δεν είναι ότι στηλιτεύει υπαρκτά κακώς κείμενα στο Νησί της Επανάστασης, όπως τη μαύρη αγορά, τις χαμηλές αμοιβές, τη διαφθορά αξιωματούχων, την ανάδυση ενός στρώματος επιχειρηματιών που επωφελείται σε βάρος των συμπολιτών στα πλαίσια του περιορισμένου, αλλά επεκτεινόμενου ιδιωτικού τομέα στη χώρα. Αλλά το ότι τη λύση του την βλέπει σε ενίσχυση εκείνων ακριβώς των στοιχείων που οξύνουν ή και προκαλούν αυτές τις κακοδαιμονίες, δηλαδή ουσιαστικά το πέρασμα στην ελεύθερη αγορά, κι ας μην το λέει ευθέως. Αναπαράγοντας το αφήγημα για τον “κρατικό σχεδιασμό που δε δούλεψε ποτέ” και που φυτοζωούσε κάποια χρόνια χάρη σε σοβιετική υποστήριξη, και θεωρώντας “λίγους” τους ξένους επενδυτές που έχουν έρθει, παρουσιάζει την πλήρη επικράτηση του καπιταλισμού ως πανάκεια.
Βέβαια δε μας εξηγεί πώς η ελεύθερη αγορά θα αποτρέψει την ανάδυση οργανωμένου εγκλήματος στο νησί, το οποίο κι ο ίδιος παραδέχεται ότι απουσιάζει, παρά τα επιμέρους κρούσματα ύπαρξης πορνείας και ναρκωτικών. Αποκλείεται να είναι πολιτικά αφελής κι αποκλείεται να μη γνωρίζει ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί σε αυτά το ζητήματα στο σύνολο των γειτονικών κρατών και ιδιαίτερα της Καραϊβικής, όλων ανεξαιρέτως καπιταλιστικών. Ούτε μας λέει πώς θα διασφαλιστούν σε αυτό το θολό πλαίσιο που διστάζει να περιγράψει αυτά που ο ίδιος αναγνωρίζει ως επιτεύγματα της επανάστασης, δηλαδή ότι “πολλοί άνθρωποι είχαν τη δυνατότητα να κερδίσουν σε αξιοπρέπεια, να σπουδάσουν και να εξελιχθούν, να αποκτήσουν πρόσβαση στην κουλτούρα.”
Το πιο απογοητευτικό απ’ όλα ωστόσο δεν είναι καν η λυρικά δοσμένη και συγκρατημένη απολογία της αντεπανάστασης, αλλά ο ωκεανός κοινοτοπιών περί “έκπτωσης ηθικών αξιών”, περί ουτοπίας που είναι “κομμάτι της ανθρώπινης συνθήκης” αλλά “η σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης” “μπορεί κι αυτή να καταστρέψει αυτά τα όνειρα”. Χωρίς καμία διάθεση απαξίωσης του παγκοίνως ομολογούμενου λογοτεχνικού ταλέντου του συγγραφέα, αλλά οι συγκεκριμένες απόψεις αποτελούν τόσο τετριμμένες και χιλιοειπωμένες εκφάνσεις της κυρίαρχης ιδεολογίας που προκαλεί θλίψη η αναπαραγωγή τους, χωρίς καν ιδιαίτερη προσωπική πινελιά, από ένα άτομο κατά τεκμήριο δημιουργικό.
Ο Παδούρα και οι απόψεις του θέτουν για άλλη μια φορά το πολυσυζητημένο ερώτημα της σχέσης μορφής και περιεχομένου στην τέχνη, όπως και εκείνο της στάσης της διανόησης έναντι του σοσιαλισμού, που ταλάνισε εξάλλου και τον υπαρκτό του 20ου αιώνα. Δεν θεωρώ ότι υπάρχουν βεβαιότητες και μονοσήμαντες απαντήσεις, αλλά το ότι κάποια πράγματα εν προκειμένω επαναλαμβάνονται όχι ως φάρσα, ούτε ως τραγωδία, αλλά ως μέρα της μαρμότας δεν μπορεί παρά να προκαλεί αμήχανη θλίψη.
Υστερόγραφο: ακόμα και μέσα από τόνους αφόρητων αστικών κλισέ, ο Παδούρα αναγκάζεται να αναγνωρίσει κάποια πράγματα για την Κούβα και τις κατακτήσεις του σοσιαλισμού. Αναγνωρίζει τα επιτεύγματα κι ότι υπάρχει κίνδυνος υποχώρησης “από όσα πετύχαμε”. Παραδέχεται πως δεν υπάρχει οργανωμένο έγκλημα, ψάχνοντας να εντοπίσει την έκφραση βίας στην κουβανική κοινωνία στο ρεγκετόν (!;) και την έλλειψη αλληλεγγύης. Αναγνωρίζει πως έχει ανάγκη την Κούβα, για να δράσει και να λειτουργήσει σα συγγραφέας, και όχι την “ελευθερία έκφρασης” του δυτικού κόσμου, που δεν τον γνωρίζει. Και παρόλα αυτά, αντιστρέφει την πραγματικότητα για την ελευθερία έκφρασης και τα περιθώρια κριτικής που αφήνει το κουβανικό κράτος. Ένα κράτος που παρά τη συνεχή κριτική του -στα όρια της πολεμικής ενίοτε- βράβευσε τον Παδούρα για το λογοτεχνικό του έργο. Αλλά μάλλον θα το έκανε για να τον φιμώσει με τιμές και επαίνους, κατά το σκεπτικό του συγγραφέα…