Ο ταξικός χαρακτήρας του ποινικού συστήματος
Το ποινικό σύστημα και η δικαστική εξουσία απονομιμοποιούνται να εμφανίζονται σαν ένας αντικειμενικός, αταξικός θεσμός απονομής δικαιοσύνης, πάνω από τις κοινωνικές τάξεις και πέρα από τα ταξικά συμφέροντα.
Ένας τρόπος για να ελέγξεις τον χαρακτήρα ενός ποινικού συστήματος (ταξικός ή, αντικειμενικός) είναι να εξετάσεις τις πρακτικές των διωκτικών αρχών αλλά και τις αντίστοιχες των δικαστικών αρχών, όσον αφορά την καταγραφή του εγκλήματος και την επιβολή των ποινών. Αν δηλαδή το ποινικό σύστημα αντιμετωπίζει τις εγκληματικές πράξεις με τον ίδιο τρόπο (καταγραφή/επισήμανση/εκδίκαση), ανεξάρτητα από την ταξική θέση των δραστών, και αν οι ποινές που επιβάλλονται, καθώς και οι πρακτικές αποφυλάκισης κ.ο.κ., αφορούν στον ίδιο βαθμό όλους/ες τους δράστες, ανεξάρτητα από την ταξική τους κατάσταση και την πολιτισμική καταγωγή.
H ταξική σύνθεση του σωφρονιστικού πληθυσμού: ποιος πάει φυλακή;
Μια πρώτη διαπίστωση που επιβεβαιώνεται ξανά και ξανά έχει να κάνει με το γεγονός, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των φυλακισμένων στη χώρα μας αλλά και σε άλλες χώρες (βλ. ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση κ.α.) προέρχεται από τα εργατικά και τα λαϊκά στρώματα. Το γεγονός αυτό δίνει την εντύπωση πως η εγκληματικότητα αφορά μόνο αυτά. Έτσι, σύμφωνα με τα στοιχεία του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού, η κοινωνική σύνθεση των κρατουμένων στη μεγαλύτερη φυλακή της χώρας, διαμορφώνεται για το 2012 ως εξής: 45,7% (εργάτες), 28,4% (τεχνίτες/οδηγοί), 9,2% (δημόσιοι ή ιδιωτικοί υπάλληλοι), 6,9% (μικροπωλητές/ρακοσυλλέκτες), 3,2% (αγρότες/κτηνοτρόφοι), 2,9% (επιστημονικά/ελεύθερα επαγγέλματα), 2,6% (επιχειρηματίες), 0,7% (συνταξιούχοι), και 0,4% (φοιτητές) (βλ. http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.columns&id=353955).
Ωστόσο γνωρίζουμε πως υπάρχουν και τα «εγκλήματα λευκού κολλάρου» που διαπράττονται από μέλη των αστικών στρωμάτων. Μάλιστα οι επιπτώσεις από αυτά είναι πολύ μεγαλύτερες για την κοινωνία επειδή αφορούν τη ζωή και την υγεία μεγάλου μέρους του πληθυσμού (ρύπανση του περιβάλλοντος, εργατικά ατυχήματα κ.λπ.). Ένα μέρος αυτών επειδή γίνονται σε γραφεία υπουργείων, επιχειρήσεων, ομίλων κ.α., είναι «αθέατα», δεν τα βλέπει κανείς (υπεξαιρέσεις δημόσιου χρήματος, μίζες, οικονομικό έγκλημα κ.λπ.). Τα περισσότερα από αυτά δεν επισημαίνονται από τις διωκτικές αρχές παρόλο που αφορούν πρωτίστως την προσβολή κοινωνικών αγαθών (δημόσιο χρήμα, ρύπανση και μόλυνση της φύσης, καταπάτηση δημόσιων χώρων κ.ά.) ενώ η αυτεπάγγελτη διαδικασία κινείται πολλές φορές αφού έχουν προηγηθεί κινητοποιήσεις. Αυτό μας κάνει να σκεφτούμε μήπως η επισήμανση και η εισαγωγή του εγκλήματος στο ποινικό σύστημα είναι παράγωγο της επιλεκτικής ενεργοποίησης τυπικών και άτυπων μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου (αστυνομία, κοινή γνώμη κ.λπ.) ανάλογα με το ταξικό προφίλ των δραστών; Αποτέλεσμα αυτής της μεθόδευσης είναι πως τα 4/5 των εγκλημάτων που εισάγονται στο ποινικό σύστημα (προανάκριση, ανάκριση κ.ο.κ.) στην Ελλάδα, αφορά, σύμφωνα με μια παλιά έρευνα του Ηλία Δασκαλάκη (Η εγκληματικότητα της κοινωνικής αντίδρασης, Αθήνα 1985), τα κατώτερα στρώματα.
Η ταξική διάσταση του εγκλήματος ( είδος, τεχνογνωσία κ.λπ.)
Ωστόσο η εγκληματικότητα έχει να κάνει και με το είδος του εγκλήματος αλλά και με τις «τεχνικές» του (θεατότητα, τόπος τέλεσης, τεχνογνωσία, εργαλεία κ.λπ.). Αν τα εγκλήματα βίας, σωματικές βλάβες, κλοπές, ληστείες, μικρά χρέη κ.λπ. χαρακτηρίζουν κυρίως την εγκληματικότητα των λαϊκών στρωμάτων, όπως καταδεικνύεται και από τα σχετικά στοιχεία της φυλακής Κορυδαλλού (πάνω από το 90% των κρατουμένων έχουν καταδικαστεί γι’ αυτό), το οικονομικό έγκλημα, όπως χρέη δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ προς τα ασφαλιστικά ταμεία, «θαλασοδάνεια», χρέη προς το Δημόσιο, βιομηχανικά λύματα σε ποτάμια και θάλασσες κ.ά., είναι αποκλειστική υπόθεση μερίδων του κεφαλαίου. Αυτό απαιτεί επίσης μια ιδιαίτερη τεχνογνωσία αλλά και δημόσιες σχέσεις που μόνο μέλη των αστικών στρωμάτων μπορούν να διαθέτουν. Από το σύνολο των κρατουμένων στον Κορυδαλλό μόνο 5,3% κρατείται για οικονομικά εγκλήματα (2012). Αντίθετα από αυτά, τα πρώτα διαπράττονται σε ανοικτούς χώρους είναι θεατά, τα βλέπει κάποιος (υπάρχουν μάρτυρες, πληροφοριοδότες κ.ά.) ενώ οι διωκτικές αρχές παρεμβαίνουν πάραυτα και εξαιτίας του υψηλού βαθμού αστυνομικής επιτήρησης των λαϊκών στρωμάτων («πανοπτισμός»). Αυτό φαίνεται εξάλλου στη διαφορική κατανομή των αυτεπάγγελτων διώξεων που δείχνει την επιλεκτική πρόθεση των διωκτικών αρχών.
Έτσι και παρόλο που τα λαϊκά στρώματα συμμετέχουν κατά 47,3 % στην περιουσιακή εγκληματικότητα, το ποσοστό αυτεπαγγέλτων διώξεων φτάνει το 42,3%. Αυτό έχει δείξει η αναφερθείσα μελέτη του Ηλία Δασκαλάκη που είναι εξίσου αντιπροσωπευτική και για τη σημερινή κατάσταση. Αντίστροφα η αστική τάξη (βιομήχανοι, μεγαλέμποροι, ανώτερα στελέχη του κρατικού και ιδιωτικού τομέα κ.ά.), παρόλο που συμμετέχει στην περιουσιακή εγκληματικότητα κατά 47,3% διώκεται αυτεπαγγέλτως μόνο κατά 5,2% (Δασκαλάκης ό.π.:89). Αντανάκλαση αυτών των ταξικών πρακτικών είναι πως μόνο το 5, 3% των κρατουμένων στον Κορυδαλλό, έχει καταδικαστεί, σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας της φυλακής (2012), για οικονομικά εγκλήματα και μάλιστα σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης (χρεωκοπία τραπεζών, διασπάθιση δημόσιου χρήματος, παράνομοι δανεισμοί κ.λπ.). Άξιο παρατήρησης είναι επίσης πως το 39% αφορά εγκλήματα παράβασης του Νόμου περί Ναρκωτικών με ότι αυτό συνεπάγεται για την κοινωνική καταγωγή των κρατουμένων.
Ο ταξικός χαρακτήρας των ποινών (μορφή ποινών, αποφυλακίσεις κ.λπ.)
Ας έρθουμε τώρα στη διαδικασία εκδίκασης εγκληματικών πράξεων και επιβολής ποινών και αποφυλακίσεων. Ένα σημαντικό μέρος των δραστών από τα λαϊκά στρώματα δεν έχουν δικηγόρο όχι μόνο στα διοικητικά δικαστήρια αλλά και στα ποινικά. Σχεδόν το 1/5 των ημεδαπών κατηγορουμένων και το 1/3 περίπου των αλλοδαπών στο Πενταμελές Εφετείο της Θεσσαλονίκης (1998-99) δεν είχαν, πρωτίστως εξαιτίας της οικονομικής τους κατάστασης, συνήγορο υπεράσπισης. Aν σ’ αυτό συμπεριλάβει κανείς και την κοινωνική καταγωγή των δικαστών, οι οποίοι προέρχονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία πάλι από μεσαία ή αστικά στρώματα, η απόσταση αυτή μεγαλώνει εκφράζοντας ουσιαστικά δύο διαφορετικούς κόσμους. Ανάλογα μάλιστα με την ταξική καταγωγή του κατηγορουμένου διαμορφώνονται και οι επιβαλλόμενες ποινές. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τον B. Aubusson de Cavarlay (Mouvements économiqueset criminalité:quelques pistes de réflexion, 1985), ο οποίος έχει ερευνήσει τη λειτουργία του ποινικού συστήματος στη Γαλλία αξιολογώντας τις στατιστικές δεκαετιών, η χρηματική ποινή είναι για την αστική και τη μεσοαστική τάξη, η φυλάκιση με αναστολή είναι για τα λαϊκά στρώματα και η κάθειρξη για τα εργατικά και το «υποπρολεταριάτο».
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω δεν εκπλήσσει κανέναν αν η δικαστική εξουσία της χώρας μας, ακολουθεί όσον αφορά τις αποφυλακίσεις δύο μέτρα και δύο σταθμά, σαν να πρόκειται για «ταξική δικαιοσύνη» (class justice). Τη στιγμή, λοιπόν, που αυτή αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη επιείκεια τους «εγκληματίες λευκού κολλάρου» (αναστολή ή εξαγορά ποινής κ.λπ.), ερμηνεύει στενά, σχεδόν «εκδικητικά», σχετική παράγραφο του νόμου 4322/2015, κρατώντας στη φυλακή μεγάλο μέρος των φυλακισμένων που προέρχονται πάλι από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Σύμφωνα μάλιστα με σχετική έρευνα (βλ. http://crime-in-crisis.com) οι Έλληνες δικαστές εμφανίζονται απρόθυμοι να παραχωρήσουν μέρος της εξουσίας που τους έχει ανατεθεί θεσμικά ενώ ταυτίζονται ως επαγγελματικός κλάδος με την κατασταλτική ιδεολογία του ποινικού δικαίου (ανταποδοτική δικαιοσύνη/επιβολή ποινικών κυρώσεων κ.λπ.). Το γεγονός αυτό τους καθιστά καχύποπτους έως εχθρικούς απέναντι σε πρακτικές άμβλυνσης των συνεπειών του εγκλήματος (με οικονομικούς και κοινωνικούς όρους) όσον αφορά στο μέλλον που επαγγέλλεται η «αποκαταστατική δικαιοσύνη».
Η απονομιμοποίηση του ποινικού συστήματος
Με βάση τα παραπάνω (συλλογιστική και στοιχεία) δεν θα ήταν παράλογο να μιλήσει κανείς για μια διαδικασία εγκληματικοποίησης των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, καθώς οι συνθήκες ζωής και οι συνθήκες εργασίας σε συνάρτηση με κοινωνικά αδιέξοδα που γίνονται και προσωπικά, είναι που «εξωθούν» αυτά τα στρώματα στη «παρανομία». Εξάλλου η ανεργία, η υποαπασχόληση, η αεργία κ.λπ. ως έκπτωση από συστήματα κοινωνικών και διαπροσωπικων σχέσεων (εργασία, συμβιωτικές ομάδες κ.λπ.) εξωθεί με τη σειρά του σε μια κοινωνική ιδιώτευση (απώλεια κοινωνικής ταυτότητας) και κοινωνικής αποειδίκευσης (απώλεια προσωπικών και κοινωνιών δεξιοτήτων) που (συγ)κρατούν τα άτομα ως μέλη μιας κοινωνίας (με δικαιώματα, υποχρεώσεις, ευθύνες κ.λπ.) αλλά και ως πρόσωπα (προσωπικές σχέσεις, οικογένεια, γειτονιά κ.λπ.). Μόνο εφόσον ορίσουμε, πάλι, το έγκλημα θετικιστικά (ως παραβίαση του νόμου) μπορούμε να δεχτούμε τον εγκληματικό χαρακτήρα αυτών των πράξεων (κυρίως κατά της ιδιοκτησίας), οι οποίες με την οικονομική κρίση έχουν σχεδόν διπλασιαστεί. Έτσι λοιπόν οι ληστείες ανέρχονται στο 22,9% (2012) από 11,12% (2005). Για ληστείες και για κλοπές κρατούνταν το 2012 στις φυλακές Κορυδαλλού το 39,65% του σωφρονιστικού πληθυσμού. Αν εδώ προσθέσει κανείς και το 39% για παραβίαση του νόμου περί ναρκωτικών (αφορά περισσότερο χρήστες από τα λαϊκά στρώματα) έχουμε ένα ποσοστό της τάξης του 78,65% των κρατουμένων. Να υπενθυμίσουμε πως το άρθρο 29 του Ποινικού Κώδικα αφήνει στην (α)ταξική ευχέρεια στου δικαστή να ορίσει την ποσότητα για ατομική χρήση (έκταση και αριθμό), επομένως και την ποινή. Με αυτήν την έννοια το ποινικό σύστημα και η δικαστική εξουσία απονομιμοποιούνται να εμφανίζονται σαν ένας αντικειμενικός, αταξικός θεσμός απονομής δικαιοσύνης, πάνω από τις κοινωνικές τάξεις και πέρα από τα ταξικά συμφέροντα.