Ο τελευταίος των Μοιραίων
Για αυτό και δέχθηκε αυτός ο γίγαντας την πιο σκληρή κριτική μας. Όχι μηδενίζοντας το έργο του ή τους αγώνες του, αλλά ακριβώς επειδή φυλάμε αυτούς τους αγώνες στο κόρφο μας, όπως τα ακούσαμε από τους γονείς μας και τους παππούδες μας.
Όταν ο άνθρωπος γεννιέται, εμφανίζονται στη κούνια του οι τρεις Μοίρες, με σκοπό να γνέσουν το νήμα της ζωής του, να καθορίσουν τι θα λάβει από το παρελθόν, αλλά και τι θα δημιουργήσει στο μέλλον. Μόνο που μερικές φορές, θες τα γλυκά που βάζει στο σπίτι για να τις γλυκάνει και να τις καλοπιάσει η μάνα, θες η τύχη, θες η ανάγκη του λαού να επιβιώσει, στέκονται ιδιαίτερα γενναιόδωρες. Έτσι γεννήθηκε ο Μίκης μας, ο Μίκης του ελληνικού λαού, ο Μίκης του καθενός μας.
Του δόθηκε ένα ταλέντο, ένα προίκισμα να μπορεί να σου ανοίγει το κεφάλι με τη μουσική του, κάθε του τραγούδι ήταν μια τσεκουριά. Ένα χτύπημα στην ατέρμονη καθημερινότητα που τη μπόλιαζε με ένα δράμι ρομαντισμού, μία υπενθύμιση στους αγώνες του λαού μας, ένα συμβόλαιο που υπέγραφε ο καθένας μας προς τις επόμενες γενιές.
Δεν ήταν θεός, δεν ήταν ένα ανέγγιχτο σύμβολο. Αυτός μας δίδαξε να μη πιστεύουμε σε αυτά. Αυτός μας δίδαξε να μη δεχόμαστε να συνομιλούμε με τους ναζί, να διαλέγουμε πάντα τη μεγαλύτερη πέτρα στο λατομείο της ζωής, όπως έκανε ο Αντώνης στο Μαουτχάουζεν. Για αυτό και δέχθηκε αυτός ο γίγαντας την πιο σκληρή κριτική μας. Όχι μηδενίζοντας το έργο του ή τους αγώνες του, αλλά ακριβώς επειδή φυλάμε αυτούς τους αγώνες στο κόρφο μας, όπως τα ακούσαμε από τους γονείς μας και τους παππούδες μας.
Η δική μας γενιά δεν γνώρισε τον Μίκη μέσα από τα παράνομα τραγούδια του. Δεν νομίζω προσωπικά να θυμάμαι καν πότε τον γνώρισα. Ίσως σε μια συγκέντρωση πάνω στους ώμους του πατέρα μου, σοκαρισμένος από τη πολυκοσμία. Ίσως πάλι να τον άκουσα πηγαίνοντας να κάνω κάποιο θέλημα της γιαγιάς μου, από τα χείλια κάποιου οικοδόμου που θα τον σιγοτραγουδούσε.
Γιατί ακριβώς αυτό ήταν ο Μίκης. Εκεί που είναι, θα κάθεται σε ένα τραπέζι γύρω από περιβόλια με ανοιχτά τα χέρια και χτυπώντας το πόδι του θα κρατάει το ρυθμό, δίπλα στον Μάνο. Θα μιλάει με τον Ρίτσο για το πως τον τραγούδησαν οι οικοδόμοι, θα καυχιέται για την ομορφιά της Κρήτης μαζί με τον Κατράκη, θα τους απαντάει ο δικός μας Ελύτης για το πλατανόφυλλο καταμεσής του πελάγους. Απέναντι του θα χαμογελάνε ο Αναγνωστάκης με τον Καμπανέλλη και όλοι μαζί θα φοβούνται το βιτριολικό χιούμορ του Βάρναλη. Σαν διαχρονικοί Μοιραίοι σε μία επουράνια ταβέρνα. Οι Μοιραίοι του λαού μας.
Και γύρω τους οι γερόντοι της Μακρονήσου, τα παιδιά του Πολυτεχνείου, οι απεργοί του Μάη του ΄36, οι αρματωμένη Ελασίτες με τους μαχητές του ΔΣΕ, θα είναι σίγουροι.
Ότι μια μέρα θα σημάνουν οι καμπάνες.
Συκάς Γιώργος