Οι δύο πατρίδες
Στον «καπιταλισμό υπάρχουν δύο πατρίδες»: Η πατρίδα του κεφαλαίου και η πατρίδα της εργασίας. «Η εργατική τάξη υπερασπίζεται σε κάθε περίπτωση τα δικά της συμφέροντα, που βρίσκονται στον αντίποδα αυτών της αστικής τάξης.»
Επιδίωξη των αστικών κρατών είναι η αναβάθμιση της εγχώριας αστικής τάξης στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Καθώς η αναβάθμιση μιας εγχώριας αστικής τάξης σημαίνει υποβάθμιση μιας άλλης, ο αγώνας καπιταλιστικής αναβάθμισης σηματοδοτεί το διεθνή ανταγωνισμό ανάμεσα στις αστικές τάξεις. Χωρική έκφραση του αγώνα αναβάθμισης ανάμεσα στις αστικές τάξεις είναι, μεταξύ άλλων, και ο διεθνής ανταγωνισμός των αστικών κρατών για την οικειοποίηση πρώτων υλών και θαλάσσιων ζωνών.
Η οικειοποίηση πρώτων υλών συνιστά παράγοντα κερδοφορίας για το κεφάλαιο, ενώ η κατοχή φτηνών πρώτων υλών αποτελεί βασικό παράγοντα που δρα ανασταλτικά στην πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, όπως ο Μαρξ έδειξε1. Ο έλεγχος των πρώτων υλών αποτέλεσε κινητήρια δύναμη της αποικιοκρατικής κατάκτησης, όπως και των ληστρικών άμεσων ξένων επενδύσεων των ιμπεριαλιστικών κρατών από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα σε υπανάπτυκτες χώρες, συχνά σε αντιστοιχία με αποικιακές συνδέσεις. Ο Λένιν υπογράμμιζε, για τις αρχές του 20ού αιώνα, τη σημασία που έχει ο έλεγχος των πρώτων υλών στη στερέωση του μονοπωλίου, ενώ τόνιζε ότι όσο αναπτύσσεται ο καπιταλισμός τόσο αυξάνεται ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός για πηγές πρώτων υλών2. Τα ιστορικά δεδομένα από τότε μέχρι σήμερα έχουν πλήρως επαληθεύσει τη θέση αυτή.
Οι ανταγωνισμοί μεταξύ των αστικών κρατών για τον έλεγχο υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο αποτελούν όψη του διεθνούς ανταγωνισμού για την οικειοποίηση πρώτων υλών και θαλάσσιων ζωνών, και ειδικότερα του ανταγωνισμού για τον έλεγχο των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων, ως αποτέλεσμα του νόμου της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης, υπέρ μιας χώρας, επικυρώνεται πολλές φορές με αναβάθμιση των χωρικών της διεκδικήσεων, ακόμη και με στρατιωτικά μέσα. Ο πόλεμος αποτελεί μια εναλλακτική εκδοχή (συνέχεια) έναντι της «ειρήνης», ανάλογα με το μεταβαλλόμενο ιστορικά συσχετισμό δυνάμεων.
Η Τουρκία είναι ισχυρή περιφερειακή δύναμη της Ανατολικής Μεσογείου. Εχει σημαντική βιομηχανική βάση και συγκαταλέγεται στις 20 μεγαλύτερες οικονομίες παγκόσμια. Διαθέτει έναν από τους ισχυρότερους στρατούς του κόσμου και πραγματοποιεί εκτεταμένη (και αυξανόμενη τα τελευταία χρόνια) επεκτατική πολιτική: Κατοχή στη Βόρεια Κύπρο και σε εδάφη της Συρίας, βάσεις, στρατιωτικές δυνάμεις και άμεση πολιτική επιρροή στη Λιβύη, βάσεις σε Ιράκ, Κατάρ, Σομαλία και Αλβανία. Η αστική τάξη της Τουρκίας, υλοποιώντας μια σχετικά ανεξάρτητη από το δυτικό ιμπεριαλισμό εξωτερική πολιτική και αναπτύσσοντας ισχυρές διμερείς σχέσεις με τη Ρωσία, διεκδικεί την αναβάθμισή της στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Στο πλαίσιο αυτό αμφισβητεί τη Συνθήκη της Λοζάνης (1923) και των Παρισίων (1947) ενώ αυξάνει τη στρατιωτική επιθετικότητά της στη διεκδίκηση εκτεταμένης ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο. Εδώ εντάσσονται οι μαξιμαλιστικές, και αντίθετες στο Διεθνές Δίκαιο, αξιώσεις της Τουρκίας, σύμφωνα με τις οποίες τα ελληνικά νησιά δεν δικαιούνται υφαλοκρηπίδα. Με τον τρόπο αυτό η Τουρκία ακυρώνει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κρήτης και των Δωδεκανήσων. Το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο κατανόησης αποτελεί έκφραση αυτής της μαξιμαλιστικής πολιτικής της τουρκικής αστικής τάξης στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η ελληνική αστική τάξη επιδιώκει την αναβάθμισή της στην περιοχή εντός του πλαισίου ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ, και με πλήρη συμπόρευση στις ιμπεριαλιστικές επιλογές τους. Οργανώνει τις διεκδικήσεις της στην περιοχή βασιζόμενη στις προσδοκίες ευνοϊκής γι’ αυτήν παρέμβασης του «ξένου παράγοντα», ως ανταμοιβή για τη σταθερή της προσφορά στα ευρωατλαντικά ιμπεριαλιστικά σχέδια: «Ανανεωμένη» Συμφωνία Ελλάδας – ΗΠΑ για τις βάσεις, μεταφορά ελληνικών «Patriot» στη Σαουδική Αραβία, στρατιωτικό προσωπικό σε Λιβύη, Σαουδική Αραβία και στα Στενά του Ορμούζ, ψήφιση και εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών και αποδοχή της εισδοχής της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, κ.ά. Επιπρόσθετα, το αστικό κράτος έχει καταστήσει σαφές ότι οι μεγάλοι κερδισμένοι από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στην περιοχή θα είναι τα μονοπώλια των ισχυρών δυτικών ιμπεριαλιστικών χωρών.
Δεδομένης της ισχύος του τουρκικού καπιταλισμού στην περιοχή, ΗΠΑ και ΝΑΤΟ επιχειρούν να καταστήσουν την Τουρκία προνομιακό σύμμαχο, σε μια απόπειρα απομάκρυνσής της από τη Ρωσία, ώστε να διατηρήσουν τη συνοχή του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο απέναντι στα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Η ευρωατλαντική ιμπεριαλιστική επισφράγιση στο «γκριζάρισμα» από την Τουρκία περιοχών του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου (μέσω και της δημιουργίας «τετελεσμένων») – όπως εκφράστηκε και από τη δήλωση του εκπροσώπου του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ περί «αμφισβητούμενων υδάτων» στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, μετά την τουρκική NAVTEX για έρευνες σε θαλάσσια περιοχή νότια του Καστελόριζου και νοτιοανατολικά της Κρήτης στις 21/07/2020 – εξυπηρετεί τα σχέδια συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου υπό την εποπτεία του ΝΑΤΟ. Εξυπηρετεί ειδικότερα την επιδίωξη των ΗΠΑ να διασφαλίσουν οι αμερικανικοί μονοπωλιακοί όμιλοι ηγεμονική θέση στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της περιοχής.
Στις συνθήκες αυξανόμενης στρατιωτικής πίεσης της Τουρκίας προς την Ελλάδα, τα σχέδια συνεκμετάλλευσης επιχειρείται να προωθηθούν και μέσω της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Την επιλογή αυτή φαίνεται να αποδέχεται το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων, θεωρώντας ότι μπορεί να αποφέρει μια «δίκαιη» και «ειρηνική» λύση. Συσκοτίζεται, έτσι, ότι οργανισμοί όπως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης παίρνουν αποφάσεις λαμβάνοντας υπόψη τους την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ισχύ κάθε κράτους. Πρόκειται για μια κοσμοπολίτικη πολιτική επιλογή της αστικής τάξης της Ελλάδας – σύμφωνη, ωστόσο, με τη συμμετοχή της στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς ΝΑΤΟ και ΕΕ και με την υπαγωγή των γεωστρατηγικών της επιδιώξεων στο πλαίσιό τους – η οποία μπορεί να οδηγήσει σε συρρίκνωση κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.
Ο κίνδυνος συρρίκνωσης κυριαρχικών δικαιωμάτων αναδεικνύεται και από την πρόσφατη συμφωνία με την Αίγυπτο για τμηματική οριοθέτηση ΑΟΖ, την οποία έσπευσε να κλείσει το ελληνικό αστικό κράτος (μετά από πολλά χρόνια διαπραγματεύσεων), ως απάντηση στο τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, και υπό συνθήκες τουρκικής στρατιωτικής απειλής. Πέραν των άλλων, το γεγονός και μόνο ότι, όπως φαίνεται, αναγνωρίζεται με τη συμφωνία αυτή μειωμένη «επήρεια» στην Κρήτη, το μεγαλύτερο ελληνικό νησί, και ένα από τα μεγαλύτερα και πολυπληθέστερα νησιά της Μεσογείου, δείχνει την κατεύθυνση στην οποία κινείται η αστική πολιτική έναντι της Τουρκίας, υπό την επιδιαιτησία ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ, αναφορικά με την «επήρεια» άλλων μικρότερων (και μικρών) ελληνικών νησιών (όπως το Καστελόριζο). Την κατεύθυνση του περιορισμού κυριαρχικών δικαιωμάτων και της συνεκμετάλλευσης.
Οπως εύστοχα επισημαίνει το ΚΚΕ, «ο ισχυρισμός ότι η συμφωνία με την Αίγυπτο ακυρώνει το απαράδεκτο τουρκο-λιβυκό μνημόνιο επιχειρεί να απλοποιήσει μια πολύ σύνθετη κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από διασταυρούμενους ανταγωνισμούς, που πυροδοτούν την τουρκική επιθετικότητα και τις εντάσεις στην περιοχή». Με τη συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου, από όσα έχουν μέχρι στιγμής γίνει γνωστά, «καιροφυλακτεί ο κίνδυνος ενός οδυνηρού συμβιβασμού σε βάρος κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας», ενταγμένου στις επιδιώξεις ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ, για συνεκμετάλλευση «του Αιγαίου και θαλάσσιων ζωνών ανατολικά του 28ου Μεσημβρινού, με την Τουρκία, με ή χωρίς το Δικαστήριο της Χάγης»3.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνει πλήρως η αναβαθμισμένη τουρκική επιθετικότητα μετά τη συμφωνία με την Αίγυπτο. Η τουρκική NAVTEX στις 10/8/2020 και η είσοδος του τουρκικού ερευνητικού πλοίου «Oruc Reis», με τη συνοδεία βοηθητικών σκαφών και μονάδων του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού, στο ανατολικότερο σημείο της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, προωθεί, υπό την απειλή της στρατιωτικής βίας, τις επιδιώξεις ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ και Τουρκίας για συνεκμετάλλευση.
Ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός στην περιοχή θέτει στο επαναστατικό εργατικό κίνημα το διπλό και ενιαίο καθήκον της πάλης ενάντια στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και στοχεύσεις της ελληνικής αστικής τάξης και ταυτόχρονα της υπεράσπισης κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, που κατακτήθηκαν ιστορικά με αιματηρούς αγώνες του λαού. Το καθήκον αυτό θα μπορούσε να κωδικοποιηθεί ως πάλη ενάντια στον εθνικισμό και ταυτόχρονα ενάντια στον κοσμοπολιτισμό.
Το διπλό και ενιαίο καθήκον της πάλης ενάντια στον εθνικισμό και στον κοσμοπολιτισμό εκφράζει καθαρά το ΚΚΕ. Στον «καπιταλισμό υπάρχουν δύο πατρίδες»: Η πατρίδα του κεφαλαίου και η πατρίδα της εργασίας. «Η εργατική τάξη υπερασπίζεται σε κάθε περίπτωση τα δικά της συμφέροντα, που βρίσκονται στον αντίποδα αυτών της αστικής τάξης. Οι ενεργειακές πηγές, ο ορυκτός πλούτος που εκμεταλλεύεται σήμερα το κεφάλαιο, τα κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας και η ΑΟΖ αφορούν και το βαθμό των δυνατοτήτων που θα έχει η εργατική τάξη όταν πάρει στα χέρια της τα κλειδιά της οικονομίας και το τιμόνι της εξουσίας»4. O Λένιν υποστηρίζει ότι: «Είναι προοδευτική (…) η πάλη για τα κυριαρχικά δικαιώματα του λαού, για τα κυριαρχικά δικαιώματα του έθνους»5.
Πολλές οπορτουνιστικές ομάδες αναγνωρίζουν μόνο την πατρίδα του κεφαλαίου και, επομένως, αποδέχονται το ιστορικό δικαίωμα «ιδιοκτησίας» των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας από την αστική τάξη. Από εδώ απορρέει η οπορτουνιστική πολιτική θέση «δεν πολεμάμε για τις ΑΟΖ», που αρνείται τα συνδεόμενα με τις ΑΟΖ κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο και υποτιμά την επιθετικότητα του τουρκικού καπιταλισμού στην περιοχή. Οι οπορτουνιστές έτσι συμπλέουν με τον κοσμοπολιτισμό της αστικής τάξης και την επιδιαιτησία ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ6. Αποτελούν συνεπώς, αντικειμενικά, βασικό στήριγμα της αστικής πολιτικής και του ιμπεριαλισμού ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ στη συγκυρία.
Η υπεράσπιση από την εργατική τάξη των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας ως δικών της δικαιωμάτων σηματοδοτεί την αμφισβήτηση της ιδεολογικής κυριαρχίας της αστικής τάξης ως εκφραστή του γενικού εθνικού συμφέροντος, και αποτελεί συστατικό στοιχείο της πάλης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων ενάντια στο κεφάλαιο. Κατά συνέπεια, συνδέεται άμεσα με την πάλη για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.
Σε τελευταία ανάλυση: «Η πάλη για την υπεράσπιση των συνόρων, των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, είναι αναπόσπαστη από την πάλη για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου. Δεν έχει καμία σχέση με την υπεράσπιση των σχεδίων του ενός ή άλλου ιμπεριαλιστικού πόλου, της κερδοφορίας του ενός ή του άλλου μονοπωλιακού ομίλου»7.
Σε αντίθεση με την κοσμοπολίτικη – πασιφιστική πολιτική γραμμή του οπορτουνισμού, οι κομμουνιστές σε συνθήκες ιμπεριαλιστικού πολέμου πρωτοστατούν στη συγκρότηση επαναστατικού εργατικού κινήματος που θα οργανώσει «τη δική του ένοπλη δράση, ώστε η έξοδος από τον πόλεμο να οδηγήσει στη νίκη της εργατικής εξουσίας»8.
Παραπομπές
1. βλ. Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 3ος, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1978, σελ. 137 κ.ε.
2. Β. Ι. Λένιν, «Ο Ιμπεριαλισμός», «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1980, σελ. 82.
3. Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ, 06/8/2020.
4. Μ. Παπαδόπουλος, «Ο πραγματικός εχθρός», «Ριζοσπάστης», 7 – 8/6/2020.
5. Β. Ι. Λένιν, «Κριτικά Σημειώματα για το Εθνικό Ζήτημα», Απαντα, τ. 24, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1979, σελ. 131.
6. βλ. και Γ. Γκιόκας, «Για έναν “ειρηνικό” και “δημοκρατικό” καπιταλισμό…», «Ριζοσπάστης», 8 – 9/8/2020.
7. ΚΕ του ΚΚΕ, Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, Αθήνα 2013, σελ. 14.
8. βλ. ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «Ο Λένιν για τον Πόλεμο και τη Στάση των Κομμουνιστών», «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τ. 6, 2012.