Οι είλωτες του 21ου αιώνα (Μεταξύ Κασσάνδρας και Σπάρτακου ή πώς να σταματήσετε να πέφτετε από τα σύννεφα)
Δούλοι του 21ου αιώνα δε θα γίνουμε, έγραφαν τα πανό και οι αφίσες στις αρχές των μνημονίων. Μετά από δέκα χρόνια από την αρχή της κρίσης πλησιάσαμε άραγε το σύνθημα αυτό ή μήπως ήρθαμε ένα βήμα πιο κοντά στο μεσαίωνα;
«Και πέρασε ο χειμώνας κι ήρθε η καλοκαιριά, κι ύστερα πάλι ξανάρθανε τα κρύα, ώσπου κάποιο βραδάκι βρε τι του ‘ρθε ξαφνικά κι άρχισε να φωνάζει με μανία. Τα πόδια μου καήκανε σ’ αυτή την ερημιά, η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα, τα νέα που σας έφερα σας χάιδεψαν τ’ αυτιά μα απέχουνε πολύ απ’ την αλήθεια. Αμέσως καταλάβαμε τι πήγαινε να πει και του ‘παμε να φύγει μουδιασμένα αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει καλύτερα να μην μας πει κανένα» (Άγγελος εξάγγελος, Δ. Σαββόπουλος)
Δούλοι του 21ου αιώνα δε θα γίνουμε, έγραφαν τα πανό και οι αφίσες στις αρχές των μνημονίων. Μετά από δέκα χρόνια από την αρχή της κρίσης πλησιάσαμε άραγε το σύνθημα αυτό ή μήπως ήρθαμε ένα βήμα πιο κοντά στο μεσαίωνα; Και πώς εντάσσονται στην αφήγηση ο Σπάρτακος και η Κασσάνδρα;
Ο τίτλος του άρθρου διαθέτει τρεις λέξεις με αναφορά στην αρχαία Ελλάδα και Ρώμη, η οποία απέχει από το φαντασμαγορικό κιτς διήγημα των και επίσημα πλέον ναζί εγκληματιών της Χρυσής Αυγής. Τόσο η αρχαία Ελλάδα όσο και η αρχαία Ρώμη είχαν πολέμους, καταστροφές, πανδημίες. Αρκετά κοντά με την περίοδο των τελευταίων ετών δηλαδή.
Ας αρχίσουμε από τον τίτλο που είναι παραλλαγή του συνθήματος που αναφέρθηκε προηγουμένως. Η διαφορά είναι στη λέξη είλωτες που αντικαθιστά τη λέξη δούλους. Οι είλωτες ήταν οι δημόσιοι δούλοι – εργάτες της αρχαίας Σπάρτης, στην οποία απαγορευόταν η ύπαρξη ιδιωτικών δούλων. Και περιγράφει καλύτερα την σημερινή συνθήκη. Οι νέοι πλέον δεν αποτελούν τους σκλάβους ενός γαιοκτήμονα ή ενός αριστοκράτη, είναι το συλλογικό κτήμα που το αστικό κράτος άλλες φορές κρατά για τον εαυτό του και άλλες το δανείζει στο κεφάλαιο.
Το φαινόμενο αυτό διατρέχει το σύνολο των επαγγελμάτων. Οι ειδικευόμενοι και αγροτικοί γιατροί σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος της λειτουργίας των δημόσιων δομών υγείας, είναι οι μόνοι που ουσιαστικά πραγματοποιούν ενεργές εφημερίες, είναι οι πρώτοι που θα κληθούν να καλύψουν τα κενά του συστήματος με πέραν των νόμιμων εφτά εφημεριών (πολλές φορές με 10 έως 12 το μήνα) καθώς πολλές φορές θεωρείται ιερό δικαίωμα των μόνιμων ειδικευμένων γιατρών να εφημερεύουν από το σπίτι ή απλά να επιβλέπουν. Επί της ουσίας οι νέοι γιατροί είναι οι άνθρωποι για όλες της δουλειές. Οι υπόλοιποι κρύβονται πίσω από το ότι κάπου, κάπως, κάποτε τα πέρασαν και αυτοί, σε μια σύντομη παρένθεση πριν γίνουν μόνιμοι και αποκτήσουν ανοσία στη δουλειά.
Το ίδιο συμβαίνει και στους αναπληρωτές δασκάλους και καθηγητές οι οποίοι αναγκάζονται να αλλάζουν εργασιακό και γεωγραφικό περιβάλλον κάθε χρόνο και να καλύπτουν όποια τρύπα των προγραμμάτων εκπαίδευσης χρειαστεί. Το ίδιο συμβαίνει και στους νέους δικηγόρους οι οποίοι βρίσκονται να «ασκούνται» επί 12ώρου χωρίς καθόλου μισθό. Το ίδιο συμβαίνει και στους μηχανικούς τους οποίους οι εταιρίες μετακινούν από τα Βαλκάνια έως το Αφγανιστάν. Το ίδιο συμβαίνει στους εργαζόμενος στα εργοστάσια και στις επιχειρήσεις, όπου νέοι δουλεύουν υπό καθεστώς γαλέρας για 300 ευρώ το μήνα. Το ίδιο συμβαίνει στους πρόσφυγες και τους μετανάστες οι οποίοι στοιβάζονται στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης έως ότου χρειαστούν εργατικά χέρια.
Παρατηρούμε λοιπόν πως υπάρχει μια κοινή κατάσταση εκμετάλλευσης και επισφάλειας στους νέους εργαζόμενους, που δεν καταπιέζονται μόνο από τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής αλλά και από τους μεγαλύτερους (και συνήθως μόνιμους) συναδέλφους τους, που αντί να παλέψουν ενάντια στην απομίμηση της υπεραξίας τους από τους από πάνω, επιλέγουν να ρεφάρουν απομυζώντας όσο μπορούν υπεραξία από τους νεότερους συναδέλφους τους, σε μια προσπάθεια να καλύψουν τα υπαρξιακά και επαγγελματικά κενά τους. Βέβαια τα παραπάνω είναι γνωστά εδώ και χρόνια. Αυτό που έγινε ακόμα περισσότερο έντονο το διάστημα της πανδημίας είναι το πόσο αναλώσιμοι θεωρούμαστε.
Τα μέτρα προστασίας στην πανδημία είναι ανύπαρκτα για τους εργαζόμενους. Ούτε προσλήψεις, ούτε ενίσχυση στους χώρους εργασίας, ακόμα και στα νοσοκομεία. Οι ίδιοι συνάδελφοι καλούνται να ανταπεξέλθουν σε αυτή την τόσο κρίσιμη συγκυρία. Και αν κολλήσουν; Ποιος θα εφημερεύσει; Ποιος θα βγάλει τη βάρδια; Ποιος θα καλύψει τα κενά; Μια απλή λύση θα ήταν να γίνουν προσλήψεις όπως με αγωνία ζητά εδώ και ένα εξάμηνο η Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ). Μια ακόμα πιο απλή λύση είναι να αποκλείσεις αυτούς τους εργαζόμενους από την ιχνηλάτιση και από τα διαγνωστικά τεστ. Εξάλλου όταν τα κρούσματα ξεφύγουν και η περιοχή ισορροπεί ανάμεσα στο πορτοκαλί και το κόκκινο, θα πούνε ότι φταίνε τα μπαρ και η νεολαία. Η ίδια νεολαία την οποία απομυζούν και εκμεταλλεύονται, η ίδια νεολαία που της αρνούνται την πρόσβαση σε διαγνωστικούς ελέγχους για να βγαίνει το πρόγραμμα.
Και ξέρετε κάτι; Προς το παρόν το κόλπο αυτό πιάνει. Μάταια οι πλειοψηφία των υγειονομικών φωνάζαμε από την αρχή της πανδημίας για την ανάγκη μαζικού δειγματοληπτικού ελέγχου, για την ανάγκη πρόσληψης προσωπικού, για την ανάγκη δημιουργίας νέων δομών, για την ανάγκη αναβάθμισης των αστικών συγκοινωνιών. Τότε μας λοιδορούσαν τα παπαγαλάκια της κυβέρνησης, τότε τα τεστ δε χρειάζονταν, τότε τα νοσοκομεία ήταν υπερστελεχωμένα. Αναρωτήθηκε κανένας άραγε έξι μήνες μετά πως είχαμε δίκιο; Και πως αν του έλεγαν ψέματα τότε, ενδεχομένως να του λένε και τώρα; Αναρωτήθηκε κανένας ότι μπορεί να μην κινδυνολογούμε απλά αλλά να διαβάζουμε αλλιώς τη συγκυρία; Ότι στην πλειοψηφία πέταξαν μια μάσκα σαν το μόνο και μοναδικό μέσο προστασίας ακόμα και αν είσαι 10 ώρες μαζί με κρούσμα στον ίδιο χώρο. Αλλά τα ίδια παπαγαλάκια θα πούνε πάλι ότι το πρόβλημα είναι η ατομική ευθύνη. Ποτέ οι ίδιοι, ποτέ το σύστημά τους, ποτέ η τακτική τους.
Και φαινόμαστε οι υπόλοιποι σαν την Κασσάνδρα έξω από τα τείχη της έτοιμης να καταρρεύσει Τροίας. Όμως τα τείχη της Τροίας δεν έπεσαν από τους χρησμούς της Κασσάνδρας αλλά από την αδυναμία των στρατηγών της να καταλάβουν τι είναι ο δούρειος ίππος. Και τα τελευταία χρόνια δυστυχώς συνεχώς εγκλωβιζόμαστε στον άχαρο ρόλο της Κασσάνδρας. Το 2004 με την εθνική υπερηφάνεια, τους Ολυμπιακούς Αγώνες και το Euro, δύο χρόνια πριν με την είσοδο στο ευρώ, όσοι αντιδρούσαν ήταν μίζεροι, απάτριδες, κινδυνολόγοι. Βέβαια λίγα χρόνια μετά οι φόβοι μας επαληθεύτηκαν με το μεγαλειώδες οικονομικό κραχ των μνημονίων. Όμως συνεχώς η πλειοψηφία συνεχίζει να τρέφεται με εθνική υπερηφάνεια. Όπως και μετά την πρώτη φάση της πανδημίας όταν μας είχε σώσει ο Μωυσής-Κυριάκος Μητσοτάκης και είμαστε για ακόμα μια φορά γελαστοί. Και γελασμένοι.
Η ιστορία λοιπόν επαναλαμβάνεται την ώρα που οι είλωτες παραμένουν σκλάβοι στα δεσμά τους. Τα παραμύθια και η ψεύτικη ελπίδα φαίνεται να είναι πιο εύκολα αποδεκτά από την πραγματικότητα και τη μάχη για να την αλλάξεις. Γι’ αυτό ίσως δεν προβληματίζει κανέναν που η κυβέρνηση άρον άρον γεμίζει τις πλατείες πόλεων με ομάδες του ΕΟΔΥ για τη διενέργεια μαζικού διαγνωστικού ελέγχου και αναζητώνται νέες δομές υγείας. Τα μέτρα δηλαδή που ζητούσαν από το καλοκαίρι οι Κασσάνδρες. Μήπως η κυβέρνηση δεν μας έσωσε από την πανδημία, αλλά από την πραγματικότητα; Να μη πέφτετε λοιπόν από τα σύννεφα όταν βλέπετε τετραψήφιο αριθμό κρουσμάτων. Και γενικότερα να μην πέφτετε από τα σύννεφα όταν ο εκάστοτε εκπρόσωπος του συστήματος αποδεικνύεται ότι μας δουλεύει. Πάρτε το απόφαση, πίστεψτε το αλλά μην περιμένετε κάποια διαφορετική κάθε φορά κατάληξη.
Αυτό αποτυπώνεται και στο τελευταίο διάγγελμα του Μωυσή από τα lidl Κ. Μητσοτάκη: μπόλικη ατομική, αρκετή εθνική υπερηφάνεια και πίσω από αυτά κρύβεται το άσβεστο μίσος για τη νεολαία. Ποιος μπορεί να αγαπήσει τους σκλάβους του βέβαια; Και όλα αυτά ντύνονται με σοβαροφανείς μπαρούφες περί πρωτοποριακών εξοπλισμών και τερατώδη ψέματα όπως την πρόσληψη γιατρών. Αν λοιπόν στο πρώτο κύμα της πανδημίας λέγαμε ότι ήταν απροετοίμαστοι και μετακύλησαν το βάρος στην κοινωνία από ανάγκη, πλέον μπορούμε να πούμε ότι είναι επικίνδυνοι από επιλογή να μη δαπανήσουν τίποτα για το εθνικό σύστημα υγείας και να αφήσουν την κοινωνία να ρημάξει.
Γιατί στην τελική οι είλωτες είναι αναλώσιμοι. Και γιατί ένα κράτος να δαπανήσει λεφτά για αναλώσιμους; Γιατί να δαπανήσει λεφτά για την ασφάλειά τους στους χώρους εργασίας τους, στις πόλεις τους, στη διασκέδαση τους; Γιατί να δαπανήσει λεφτά για να δουλεύουν με αξιοπρέπεια; Όταν μάλιστα οι είλωτες πάντα θα θεωρούν ότι αυτοί φταίνε για το προδιαγεγραμένο κακό τέλος του παραμυθιού των αφεντικών τους.
Ή μήπως όχι; Στην αρχαία Ρώμη εκτός από την υπακοή υπήρχε και η εξέγερση του Σπάρτακου. Γιατί όσο υπάρχουν άτομα που πέφτουν από τα σύννεφα, τόσο θα υπάρχουν άτομα που δε συμβιβάζονται κάτω από αυτά, που δεν πιστεύουν σε ωραία παραμύθια, που αρνούνται να ‘χουν σκέψη που σωπαίνει, που αρνούνται να περιμένουν μάταια τον καιρό. Που αρνούνται να αποτελούν το επόμενο κρούσμα. Είτε το κρούσμα είναι κορονοϊού, είτε εκμετάλλευσης.
Το ποιοι θα μείνουν όρθιοι στο τέλος δεν το ξέρουμε. Δε θα πέσουμε όμως από τα σύννεφα αν δεν είναι οι χρήσιμοι ηλίθιοι της ιστορίας μας. Και σίγουρα δεν θα στενοχωρηθούμε αν δεν είναι τα αφεντικά και οι υπηρέτες τους. Ο κύβος έχει πέσει εδώ και καιρό και η μάχη συνεχίζεται.
Πάνος Χριστοδούλου, Ειδικευόμενος Ιατρικής Βιοπαθολογίας/Εργαστηριακής Ιατρικής, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης