Οι κομμουνιστές, οι σημαίες και οι παρελάσεις
Σήμερα φαινομενικά γιορτάζουμε όλοι. Ο καθείς με τον τρόπο του και τα ιδανικά του.
Στεκόμουν όρθιος, ασάλευτος, με μια μικρή γαλανόλευκη σημαία στα χέρια και παρακολουθούσα περιχαρής τον κόσμο που παρέλαυνε. Το ημερολόγιο έδειχνε 25 Μαρτίου του 1995 κι εγώ ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών.
Δίπλα μου στεκόταν ο πατέρας μου· ψηλός, ευθυτενής και αγέρωχος. Το αριστερό του χέρι το είχε τοποθετημένο στην πλάτη μου, μια κίνηση που τον έκανε να αισθάνεται μεγαλύτερη σιγουριά πως δεν θα χανόμουν ανάμεσα στο πλήθος.
Κάποια στιγμή ήρθε και στριμώχτηκε μπροστά μας ένας μικροκαμωμένος άνδρας που τον γνώριζε. «Τι κάνεις εδώ, εσύ; Δεν ήξερα πως αρέσουν και στους κομμουνιστές οι παρελάσεις», του είπε.
Ο πατέρας μου δεν απάντησε τίποτα. Τον κοίταξε με απαξιωτικό βλέμμα και στη συνέχεια με πήρε στην αγκαλιά του και προχωρήσαμε πιο πέρα, προκειμένου να βρούμε άλλο σημείο για να παρακολουθήσουμε την παρέλαση.
Τότε δεν έδωσα παραπάνω σημασία. Θες το νεαρό της ηλικίας μου, θες οι φορεσιές των παρελαυνόντων και το μαλλί της γριάς που ακολούθησε μετά την παρέλαση, το γεγονός σβήστηκε από τη μνήμη μου.
Επανήλθε ύστερα από εφτά χρόνια, στις 25 Μαρτίου του 2002. Κρατούσα ως σημαιοφόρος την ελληνική σημαία στα χέρια μου και περίμενα, με την ίδια ικανοποίηση και προσμονή στο βλέμμα, να ξεκινήσει η παρέλαση. Θα κατάφερνα να φτάσω μέχρι το τέλος; Κι αν γλιστρούσα και έπεφτε η σημαία κάτω; Σκέψεις που με άγχωναν και με έκαναν να ιδρώνω. Ήταν μια ζεστή ανοιξιάτικη μέρα, άλλωστε, με καταγάλανο ουρανό κι έναν ήλιο που μεσουρανούσε.
Μόλις ξεκίνησα, τα πόδια μου σταμάτησαν να τρέμουν. Ο κόσμος που συνέρρεε στις άκρες για να παρακολουθήσει την περίλαμπρη γιορτή, αντί να με αποδιοργανώνει, μου έδινε δύναμη. Προτού το συνειδητοποιήσω, είχα κιόλας φτάσει στο τέρμα της διαδρομής.
Καθώς δίπλωνα τη σημαία και την εναπόθετα με προσοχή στο έδαφος, πέρασε από δίπλα μου ο πατέρας ενός συμμαθητή μου στο σχολείο. Μολονότι με χαιρέτησε διεκπεραιωτικά κουνώντας βαριεστημένα το κεφάλι του, κοντοστάθηκε και μου είπε: «Οι παρελάσεις και οι σημαίες είναι για τους πατριώτες, όχι για τους κομμουνιστές».
Το ξεστόμισε σιγανά και έτσι κανένας δεν τον άκουσε. Ύστερα απομακρύνθηκε με ύφος θριαμβευτή, νομίζοντας πως είχε δηλητηριάσει τη χαρά μου. Ωστόσο, αυτό που πέτυχε εκείνη τη μέρα ήταν να με κάνει να υποσχεθώ στον εαυτό μου πως θα ψάξω και θα μάθω σε ποιον ανήκουν οι παρελάσεις και οι σημαίες, ποιος είναι πραγματικός πατριώτης και ποιος όχι.
Σήμερα, 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821, είμαι πλέον σίγουρος πως οι παρελάσεις και οι σημαίες είναι για όσους κουβαλούν την πατρίδα τους μες στην καρδιά τους και όχι γι’ αυτούς που την περιφέρουν αυτάρεσκα σαν μουσειακό έκθεμα καταπώς τους συμφέρει. Οι σημαίες και οι παρελάσεις είναι για εκείνους που συνεχίζουν να πιστεύουν στη δύναμη, την αναγκαιότητα και τη σημασία των επαναστάσεων και όχι γι’ αυτούς που τις επικαλούνται εργαλειακά κάνοντας αγγαρεία.
Οι πρώτοι σήμερα γιορτάζουν και τιμούν την επέτειο της επανάστασης, χωρίς όμως αυταπάτες περί εθνικά ανεξάρτητης και αξιοπρεπούς χώρας, οικοδομημένης πάνω σε αξίες και ιδανικά κοινωνικής δικαιοσύνης. Η σημερινή μέρα αποτελεί για εκείνους μια σημαντική μέρα, όχι ωστόσο σημαντικότερη από τα διαλυμένα νοσοκομεία, από τους ανθρώπους που διασηλώνονται εκτός ΜΕΘ.
Οι δεύτεροι ούτε γιορτάζουν ούτε τιμούν κάτι σήμερα. Ακόμα κι αν παίρνουν μέρος σε μεγαλοπρεπείς εκδηλώσεις στο πλευρό υψηλών προσκεκλημένων, ανταλλάζοντας φιλοφρονήσεις και δοκιμάζοντας εκλεκτά εδέσματα, ή μιλούν για πρόοδο, ευημερία και αναγέννηση, στην πραγματικότητα η Παλιγγενεσία που ευαγγελίζονται αποτελεί μια κενή λέξη, καταδικασμένη να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη.
Χρόνια πολλά!