Οι κυρίαρχες παραστάσεις, οι «δουλειές της εργατικής τάξης», το σχολείο
Από τη στιγμή που οι θέσεις κυρίαρχων και κυριαρχούμενων, οι θέσεις εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων αναπαράγονται, λίγη σημασία έχει η κοινωνική καταγωγή των ατόμων, αν αυτοί που θα τις καταλάβουν είναι γόνοι αστών ή εργατών. Αυτό για να καταδειχτεί περισσότερο τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει το σχολείο αλλά και πώς και πού πρέπει τεθεί το ζήτημα.
Oι παραστάσεις του αρχηγού της αντιπολίτευσης για την επαγγελματική εξέλιξη παιδιών από εργατικά και λαϊκά στρώματα ταυτίζονται λίγο ως πολύ με τις κυρίαρχες κοινωνικές παραστάσεις αλλά και τις λειτουργίες του σχολείου ως μηχανισμού κοινωνικής διαλογής. Το σχολείο κατευθύνει ανάλογα με την κοινωνική καταγωγή των μαθητών/τριών και μέσα από συγκεκριμένους τύπους σχολείων (ΓΕΛ, ΕΠΑΛ, ΙΕΚ κ.λπ.) και τύπους γνώσης (περιστασιακή η κατηγοριακή σκέψη) αυτούς προς συγκεκριμένα επαγγέλματα και εργασιακά περιβάλλοντα. Για τους γόνους από αστικά και μεσοαστικά στρώματα υπάρχουν οι σχεδιαστικές (δημιουργικές) εργασίες και για τους γόνους από τα εργατικά και λαϊκά στρώματα οι τεχνικές-εκτελεστικές δουλειές. Τους προσφέρει δε την αντίστοιχη κοινωνικοποίηση. Αλαζονεία και έπαρση για τα επιστημονικά επαγγέλματα και τη διανοητική εργασία, και σεμνότητα, υπακοή για τα τεχνικά επαγγέλματα. Αυτές τις παραστάσεις και αυτές τις πρακτικές κοινωνικοποίησης “εσωτερικεύουν” και οι ίδιοι οι μαθητές που θεωρούν «φυσικό», όπως έχει δείξει ο P. Willis (Μαθαίνοντας να δουλεύεις. Πώς τα παιδιά εργατικής προέλευσης επιλέγουν δουλειές της εργατικής τάξης, Αθήνα 2012:Gutenberg) να καταλαμβάνουν τις θέσεις των γονιών τους στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας.
Εξάλλου όπως έχει καταδειχτεί σε πολλές έρευνες εξωεκπαιδευτικοί παράγοντες (ταξική θέση, πολιτισμικό κεφάλαιο κ.λπ.) προσδιορίζουν πρωτίστως τις σχολικές και ακαδημαϊκές τροχιές (βλ. P. Bourdieu, J. Cl. Passeron, Οι κληρονόμοι. Οι φοιτητές και η κουλτούρα τους, Αθήνα 1996:Καρδαμίτσα). Μάλιστα με τον “εκδημοκρατισμό” της πρόσβασης στη τριτοβάθμια εκπαίδευση και τη σχετικοποίηση των εισαγωγικών εξετάσεων για τα πανεπιστήμια, ο μηχανισμός διαλογής μετατοπίζεται στην επιλογή Τμήματος Σπουδών. Έτσι στις «καλές σχολές» που διασφαλίζουν επαγγελματική αποκατάσταση και κύρος, ας πούμε Ιατρική, Πολυτεχνείο κ.ά., φοιτούν πάλι, όπως δείχνουν οι σχετικές στατιστικές, γόνοι από τα ανώτερα στρώματα. Έτσι το τι θέλει να σπουδάσει κάποιος/α (γιατρός ή, ψυκτικός) εξαρτάται πάλι από την ταξική καταγωγή, το πολιτισμικό κεφάλαιο, την οικονομική δύναμη κ.λπ. Το Λύκειο δηλαδή δεν επηρεάζει σε τίποτε, εκτός εξαιρέσεων, ούτε αμβλύνει τις άνισες ταξικές τροχιές και τα κοινωνικά βιογραφικά. Η εξαγορά της πρόσβασης, όπως συνέβη σε κάποια Αμερικανικά πανεπιστήμια (Γέιλ, Στάνφορντ, Τζορτζτάουν κ.ά.), δεν αποκλίνει και πολύ, εκτός του “άτυπου” χαρακτήρα, από την ουσία του πράγματος.
Έτσι το σχολείο φαίνεται να νομιμοποιεί μέσα από το σύστημα αξιολόγησης τις κοινωνικές διαφορές, εμφανίζοντας τις διαφορετικές επιδόσεις ως φυσικές (απόρροια ατομικών επιδόσεων). Το σχολείο όμως δημιουργεί και μια “αίσθηση” κοινωνικής ανέλιξης για όλους/όλες, που είναι μέρος του αφηγήματος του φιλελευθερισμού, παρόλο που εξωεκπαιδευτικοί παράγοντες (ταξική συνθήκη) είναι που προσδιορίζουν ποιος και μέχρι πού θα ανελιχθεί. Τα υπόλοιπα, δηλαδή η περαιτέρω ανέλιξη από θέσεις μικροαστικών στρωμάτων και πάνω (κρατικά στελέχη, στελέχη επιχειρήσεων, ακαδημαϊκά επαγγέλματα, διπλωματικό σώμα κ.ο.κ.) προσδιορίζονται από το κοινωνικό κεφάλαιο και τα κοινωνικά δίκτυα (διαπροσωπικές σχέσεις/ “γνωριμίες”, εμπιστοσύνη, πρόσβαση σε πληροφορίες κ.λπ.) που σχετίζονται πάλι με την ταξική καταγωγή και το πολιτισμικό περιβάλλον. Αυτό ισχύει και για τα ακαδημαϊκά επαγγέλματα και τις μεγάλες Σχολές, όπως έχει δείξει πάλι ο P. Bourdieu στο βιβλίο του Homo Academicus για την περίπτωση της Γαλλίας.
Έχω την εντύπωση πως η κριτική στον αρχηγό της αντιπολίτευσης γίνεται από ένα σημείο που είναι όμως κοινός τόπος και μοιράζονται όλοι/ες, καθώς αποδέχονται το σχολείο ως εφαλτήριο κοινωνικής “αναρρίχησης”-ανέλιξης. Χωρίς να θέλω να υποβαθμίσω τις ευκαιρίες κοινωνικής κινητικότητας/τοποθέτησης που προσφέρει το σχολείο σε μια καπιταλιστική κοινωνία (“κοινωνία των υπηρεσιών”, “κοινωνία της γνώσης” κ.λπ.) θα ήθελα να υπενθυμίσω, πως από τη στιγμή που οι θέσεις κυρίαρχων και κυριαρχούμενων, οι θέσεις εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων αναπαράγονται, λίγη σημασία έχει η κοινωνική καταγωγή των ατόμων. Αν αυτοί που θα τις καταλάβουν είναι γόνοι αστών ή εργατών. Αυτό για να καταδειχτεί περισσότερο τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει το σχολείο αλλά και πώς και πού πρέπει τεθεί το ζήτημα.