Οι μάσκες του με τον καιρό αλλάζουν, μα όχι και το μίσος του για μένα – Τι άλλαξε έναν χρόνο μετά την καταδίκη της ΧΑ;
Μόνο ο λαός μπορεί να σώσει τον λαό. Και μόνο το οργανωμένο μαζικό κίνημα μπορεί να τσακίσει τον φασισμό. Αυτό είναι το βασικό και αναντικατάστατο μήνυμα που κρατάμε έναν χρόνο μετά.
Σε μια τέτοια ανάλυση, υπάρχουν δύο βασικοί κίνδυνοι: της απολυτοποίησης και της υποτίμησης.
Μπορούμε να θεωρήσουμε πως με την καταδίκη της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής ξεμπερδέψαμε μια και καλή με τον φασισμό για αρκετό καιρό. Ή από την άλλη να θεωρήσουμε πως τίποτα σημαντικό δεν έχει γίνει. Γιατί; Γιατί όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν. Και γιατί αυτά που μένουν θλιβερά ίδια είναι τα περισσότερα και τα πιο βασικά.
Το περιβόητο “τείχος της δημοκρατίας” που είχε διαφημίσει πέρσι τέτοιο καιρό ένα πρωτοσέλιδο, παρουσίαζε εξ αρχής ρήγματα και Κερκόπορτες. Το πιο σημαντικό “αντιφα” παράσημο του κυβερνώντος κόμματος ήταν ότι διέγραψε προχτές τον Μπογδάνο για εσωκομματικούς λόγους. Ενώ του ΣΥΡΙΖΑ ότι προωθεί τις αρχηγικές φιλοδοξίες του Δένδια ως δελφίνου του Μητσοτάκη.
Η κυβέρνηση πρωτίστως, αλλά και το αστικό πολιτικό σύστημα συνολικά, μοιάζει να φέρεται σαν τον ασθενή που μόλις βγήκε από την εντατική, μετά από τριπλό μπάι-πας, και παίρνει πακέτα τσιγάρα, σα να μην είχε συμβεί τίποτα (μια παρομοίωση που είχα διαβάσει πρώτη φορά σε ένα βιβλίο στις απαρχές της κρίσης, για τον τρόπο που συνέχιζε να λειτουργεί το σύστημα μετά από μία απόπειρα “διάσωσής τους”). Αλλά αν η αστική δημοκρατία είναι ο ασθενής, ο φασισμός για αυτήν δεν είναι απαραίτητα απειλή, παρά ένα φάρμακο -επικίνδυνο αλλά χρήσιμο και απαραίτητο- για να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της.
Πολλά πράγματα που βλέπουμε να εκτυλίσσονται μπροστά μας δεν είναι πρωτοφανή: η ανοιχτή συνεργασία της αστυνομίας με τους φασίστες. Η ανοχή του πολιτικού συστήματος και το ξέπλυμα των νεοναζί με τη θεωρία των δύο άκρων. Η κυριαρχία ενός φασίζοντα, ρατσιστικού λόγου στα ΜΜΕ και τη δημόσια σφαίρα. Οι ακροδεξιοί θύλακες στα σχολεία που δρουν ανενόχλητοι. Ένας ολόκληρος κόσμος -ο αστικός κόσμος- που ενσαρκώνει αυτό που πέρασε στον δημόσιο λόγο ως “σοβαρή Χρυσή Αυγή”, με αντίστοιχες ιδέες, ενίοτε και πρακτικές, αλλά χωρίς ποινικό μητρώο, εφόσον το μονοπώλιο της κρατικής βίας δε διώκεται. Αυτό είναι όμως το πράσινο φως που παίρνουν οι φασίστες για να βγουν παγανιά, να δράσουν με τον μόνο τρόπο που ξέρουν -δηλαδή με όρους συμμορίας- και να βάψουν με αίμα τα χέρια τους -όπως και αυτών που τους ξεπλένουν.
Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι ακριβώς καινοφανές και πρωτόγνωρο, για να μας σοκάρει. Το σοκαριστικό όμως είναι πως βλέπουμε το ίδιο έργο σε επανάληψη, μολονότι όλοι γνωρίζουν την κατάληξη και δεν έχουν αυτή τη φορά το άλλοθι της άγνοιας ή του αιφνιδιασμού. Μολονότι έχει μεσολαβήσει η δολοφονία του Φύσσα -ως κορύφωση της εγκληματικής δράσης της νεοναζιστικής συμμορίας- και η καταδίκη των μεγάλων κεφαλιών της Χρυσής Αυγής. Αλλά ο φασισμός μπορεί να πετάξει και άλλα σαν Λερναία Ύδρα, όσο παραμένει κραταιό το σύστημα που τον γεννά και τον τρέφει.
Η μόνη εξέλιξη που μεσολάβησε και ερμηνεύει κάποια πράγματα, είναι η έκρηξη του αντιεμβολιαστικού “κινήματος”, στο οποίο οι φασίστες βρήκαν την ευκαιρία να εκδηλωθούν, να κολυμπήσουν μες στις “μάζες”, να έρθουν σε επαφή με ένα ευρύτερο κοινό, να νιώσουν πως αναβαπτίζονται και μπορούν να σηκώσουν κεφάλι -ή να πετάξουν άλλο στη θέση αυτού που κόπηκε. Οι παλινωδίες και η τραγική διαχείριση της πανδημίας είναι μία ακόμα περίπτωση μελέτης για το πώς το αστικό κράτος αφήνει έδαφος στον φασισμό να αναπτυχθεί, να προσεγγίσει ή να παρασύρει κόσμο που νιώθει μπουχτισμένος.
Δεν είναι όμως όλα μαύρα -σαν τον φασισμό. Υπάρχουν λόγοι να αισιοδοξούμε, όχι μόνο από θέση αρχής γιατί γνωρίζουμε πως αυτός ο κόσμος μπορεί και πρέπει να αλλάξει, αλλά συγκεκριμένα θετικά σημεία από τη δική μας σκοπιά.
Υπάρχει μια συσσωρευμένη πείρα, χρήσιμη και πολύτιμη, που την αξιοποιούν ολοένα και περισσότεροι για να καταλάβουν πως ο φασισμός δεν είναι μια περιθωριακή τάση στο σύστημα της αστικής δημοκρατίας, αλλά βασικό και οργανικό στοιχείο της, συμπληρωματικό στις επιδιώξεις της κυρίαρχης πολιτικής. Υπάρχει άραγε καλύτερο παράδειγμα-απόδειξη από τη συγκινητική στιγμή της ανακοίνωσης της απόφασης έξω από το Εφετείο, τους πανηγυρισμούς του συγκεντρωμένου πλήθους και τον εκνευρισμό που προκάλεσε στους μηχανισμούς καταστολής (η ΕΛ.ΑΣ. συμμετείχε στο κλίμα συγκίνησης με τις αύρες και τα χημικά της) και τα στελέχη της κυβέρνησης που συνέδεαν την αύξηση των κρουσμάτων με την αντιφασιστική συγκέντρωση;
Μα προπαντός υπάρχει θάρρος και αισιοδοξία, γιατί υπάρχει ένα χειροπιαστό παράδειγμα για το πώς μπορούμε να νικήσουμε τον φασισμό. Να πετύχουμε κρίσιμες επιμέρους νίκες, μέχρι να μπορούμε να τον τσακίσουμε συνολικά -μαζί με τη μήτρα που τον γεννά. Υπάρχει η γνώση που γίνεται κτήμα σε πολλούς πως κανένα κράτος δεν πρόκειται να κατευνάσει ή να καταστείλει τους παρακρατικούς φασίστες -το πολύ-πολύ να θυσιάσει μερικά πιόνια του, για να σώσει τον βασιλιά που είναι γυμνός, αλλά κρύβεται πίσω από τον δημοκρατικό του μανδύα.
Υπάρχει η γνώση, που συναντιέται με αντίστοιχα συμπεράσματα από άλλα μέτωπα, πως μόνο ο λαός μπορεί να σώσει τον λαό. Και μόνο το μαζικό οργανωμένο κίνημα μπορεί να γίνει αντίπαλο δέος στους φασίστες, να τους τσακίσει στον δρόμο αλλά πρωτίστως πολιτικά, να υποχρεώσει τον αστικό κόσμο σε τακτική αναδίπλωση και υποχωρήσεις, να καταστρέψει το αυγό του φιδιού που εκκολάπτεται διαρκώς στους πόρους αυτού του κόσμου της εκμετάλλευσης, όπου τα αφεντικά θα έχουν πάντα ανάγκη από μαντρόσκυλα.
Αυτό το κίνημα ήταν που σήκωσε τη δίκη της Χρυσής Αυγής και πέτυχε αυτή τη μεγάλη νίκη -και ας προσπάθησε το σύστημα να την αξιοποιήσει επικοινωνιακά ως αντιφασιστικό άλλοθι, για τους δικούς του λόγους. Και αυτό ήταν το πολύτιμο και αναντικατάστατο μήνυμα που κρατάμε και σήμερα έναν χρόνο μετά την καταδίκη των νεοναζί.
Τίποτα δεν έχει αλλάξει στο σύστημα. Έχουν αλλάξει αρκετά όμως στην πλευρά αυτών που παλεύουν για να αλλάξουν τον κόσμο, τσακίζοντας τον φασισμό και όλες τις εκδοχές (“σοβαρής και γραβατωμένης” ή “ασόβαρης και συμμορίτικης”) Χρυσής Αυγής, από όπου και αν προέρχεται…