Οι βολεμένοι της εύφορης κοιλάδας – Κυρπαντελήδες της διπλανής πόρτας
Ο κυρ-Παντελής λατρεύει τις ίσες αποστάσεις. Εντάξει, το αφεντικό έκανε αυτό, αλλά και εσείς μην προκαλείτε. Οι φασίστες κυκλοφορούν με τα μαχαίρια μέσα στα σχολεία, αλλά και οι άλλοι τι δουλειά είχαν απέξω. Ναι μεν αλλά παντού. Δεν είμαι φασίστας, αλλά όχι και να με περάσουν για κομμουνιστή. Δεν είμαι τσιράκι, αλλά όχι και να στιγματιστώ ως ταραχοποιός.
Αλλάζει άραγε η κοινωνία; Μια κουβέντα που επανέρχεται συνέχεια στη δουλειά, στο σπίτι, στην εργασία. Και τι καταφέρατε με τις πορείες, τις καταλήψεις, τις απεργίες; Συνεχίζεται συνήθως η κουβέντα. Και απαντά ο Τζαβέλας «Ξέρεις πως δώσανε κυρ-Παντελή, Άλλοι τα νιάτα τους και τη ζωή, Να γίνει τ’ όνειρο φέτα ψωμί, Να φας και ‘ συ κυρ-Παντελή;». Ποιοι είναι όμως αυτοί οι κυρ Παντελήδες; Είναι άραγε μόνο ο κάθε υποκριτής που τις Κυριακές πρωί στην εκκλησιά Σταυροκοπιέται στην Παναγιά; Όχι, το βασικό χαρακτηριστικό του κυρ Παντελή είναι και κάτι άλλο, είναι η αγάπη του για την «ηρεμία», την «ησυχία», οτιδήποτε μπορεί να αλλάξει το status quo. Γιατί ακριβώς αυτό το status quo είναι και αυτό που τον βολεύει και θα το υπερασπιστεί θανάσιμα.
Ίσως ο κυρ Παντελής είναι και η απάντηση στο πώς δομούνται οι τάξεις σήμερα, δεν είναι μόνο το επάγγελμα, δεν είναι μόνο ο χώρος εργασίας, είναι και ο χρόνος στον οποίο τοποθετείται ο καθένας. Ίσως και ο χρόνος είναι κάτι που συμβάλλει στην απάντηση του πώς δομούνται οι τάξεις. Γιατί μερικοί πρόλαβαν την εποχή που ο αγώνας των δυνάμεων του ταξικού κινήματος, έδωσε τη δυνατότητα στον κυρ Παντελή να τρυπώσει σε μια μόνιμη θέση στο δημόσιο ή να ανοίξει ένα γραφείο, μια επιχείρηση και πλέον να ψάχνει αναλώσιμους για να του βγάζουν τη δουλειά και να τους υπόσχεται πως με σκληρή εργασία κάποτε θα γίνουν και αυτοί κάτι.
Τι θα γίνουν άραγε; Και πώς; Βάζοντας πλάτη. Στηρίζοντας. Υπομένοντας. Αλλά μόνο αυτοί. Γιατί ο κυρ Παντελής στο κουφάρι του κλεισμένος εντός είναι. Δε θέλει να βοηθήσει πουθενά. Έδωσε αγώνες για να το πετύχει αυτό. Τι αγώνες; Αγώνες σε βουλευτικά γραφεία, σε ενορίες, και προπαντός μακριά από κόμματα μην βρει μπελά. Έχει λοιπόν ο άνθρωπος αυτός κοινά συμφέροντα με τους υπόλοιπους; Ένας βολεμένος γιατρός που θέλει να κοιμάται σπίτι του για να του κάνουν τις εφημερίες οι υπόλοιποι; Ένας μεγαλοδικηγόρος που δεν πληρώνει τους ασκούμενους του; Ένας εργολάβος που έχει μετανάστες να του δουλεύουν μαύρα; Σίγουρα όχι.
Και συνήθως εδώ ξεκινά το παραμύθι της ατομικής αλλαγής. Η οποία είναι προς το χειρότερο. Γιατί οποιαδήποτε άλλη αλλαγή όχι μόνο δεν ενδιαφέρει τον κυρ Παντελή, αλλά τον φοβίζει κιόλας. Και αν ξεβολευτεί; Για αυτό δε βρίσκει και τελικά ενδιαφέρον στις πορείες, στις διεκδικήσεις, στις καταλήψεις. Και για αυτό λατρεύει τις ίσες αποστάσεις. Εντάξει το αφεντικό έκανε αυτό, αλλά και εσείς μην προκαλείτε. Οι φασίστες κυκλοφορούν με τα μαχαίρια μέσα στα σχολεία, αλλά και οι άλλοι τι δουλειά είχαν απέξω. Ναι μεν αλλά παντού. Δεν είμαι φασίστας, αλλά όχι και να με περάσουν για κομμουνιστή. Δεν είμαι τσιράκι, αλλά όχι και να στιγματιστώ ως ταραχοποιός. Έντρομος, άβουλος φασουλής.
Έντρομος και ήρεμος. Γιατί η ηρεμία βολεύει. Η συνεννόηση. Γιατί αν ακουστεί κάτι θα διαταραχθεί το εγώ του, η βόλεψή του. Η εικόνα αυτή έχει αποτυπωθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο, από τραγούδια έως σειρές και ταινίες. Από το Διαφάνι στις Άγριες Μέλισσες τις πρώτες ημέρες της Χούντας, έως το κορεάτικο Oldboy. Ο κυρπαντελής είναι αυτός που θέλει να κοιμάται ήσυχος ενώ συμπολίτες του κυνηγιούνται στα βουνά, είναι αυτός που γελά όταν γελούν οι άλλοι, αλλά όταν κλαίνε τους αφήνει μόνους. Και γιατί να συγκινηθεί από αυτά; Αυτόν δε θα τον κυνηγήσει ποτέ κανένα κατεστημένο, εφόσον το μόνο που αγαπά στη ζωή του είναι αυτό. Πες μας τι έκανες σ’ αυτή τη γη; Πες μας τι άφησες κληρονομιά που να εμπνέει τη νέα γενιά; ρωτά ο Τζαβέλας. Τίποτα. Ένα μεγάλο τίποτα.
Τίποτα χρήσιμο τουλάχιστον. Γιατί άφησε θαμμένα όνειρα, φόβους, στερεότυπα. Και εύφορο έδαφος για τους φασίστες της κάθε εποχής να αλωνίζουν. Δεν είναι τυχαίο που οι φασίστες ξεθαρρεύουν όταν βλέπουν τους κυρπαντελήδες να περιδιαβαίνουν ανήσυχοι, είτε για τους πρόσφυγες, είτε για τη Μακεδονία, είτε για τα εμβόλια. Και ακόμα και αν δε συμφωνεί (θεωρητικά τουλάχιστον) μαζί τους, δε θα κάνει και τίποτα για να τους σταματήσει. Έχει σύζυγο, κόρη, παιδί, μοντέρνα έπιπλα, έγχρωμη tv, τρώει τροφή πνευματική, να τα αφήσει όλα αυτά για να τρέχει σε πορείες;
Όμως παρηγορείται λίγο πριν κοιμηθεί πως είναι καλός άνθρωπος. Πως δεν πείραξε κανένα. Πως αυτός δε φταίει, αφού έτσι είναι το σύστημα. Δε μπορεί να κάνει τίποτα. Είναι καλός άνθρωπος και αυτό φτάνει. Φτάνει και περισσεύει για τη βόλεψή του, αλλά ποτέ δεν περισσεύει για να δώσει σε άλλον. Γιατί το να είσαι φιλήσυχος, σεξιστής, εκμεταλλευτής, κάνει όντως τη ζωή σου πιο εύκολη. Υπάρχουν όμως και άνθρωποι που δε τους αρκεί αυτό, που δε τους ενδιαφέρει να κοιμηθούν ήσυχα τη νύχτα, να κάνουν όνομα στην πιάτσα, να ‘ναι αρεστοί. Τους ενδιαφέρει περισσότερο να ναι ανήσυχοι όταν οι φασίστες αλωνίζουν στα σχολεία, όταν συνάδελφοι τους πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης, όταν η κοινωνία χάνει την ανθρωπιά της. Και αυτοί στο τέλος θα θάψουν τους έντιμους μες στα σκατά. Εκεί δηλαδή που ανήκουν.
Χριστοδούλου Πάνος, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης, Μεταπτυχιακός φοιτητής στο ΠΜΣ Τρόφιμα, Διατροφή και Μικροβίωμα της ιατρικής του ΔΠΘ